Τo εκλογικό θρίλερ φαινομενικά τελείωσε με τον Μπάιντεν να πανηγυρίζει οδεύοντας προς τον Λευκό Οίκο και τον Τραμπ να αναζητά ακόμη τον… δολοφόνο της σίγουρης γι’ αυτόν νίκης του.
Και λέμε φαινομενικά επειδή ενώ οι περισσότεροι πίστεψαν ότι η άρνηση του απερχόμενου προέδρου να αποδεχτεί ότι έχασε απορρέει από ένα προσωπικό σύνδρομο εξουσίας, τόσο η πρόσφατη δήλωση του Μάικ Πομπέο που «υπόσχεται ομαλή μετάβαση προς μια δεύτερη θητεία Τραμπ» όσο και η περιοδεία του σε διάφορες χώρες δείχνουν ότι τίποτε δεν έχει κριθεί, τουλάχιστον τυπικά. Φαίνεται λοιπόν ότι και ο τέως υπουργός Εξωτερικών, τον οποίο πριν από λίγο καιρό φιλοξένησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ασκώντας διπλωματία με σπιτικά ντολμαδάκια, ακολουθεί τον ίδιο διχαστικό δρόμο. Εξάγεται επίσης ακόμη ένα πολιτικό συμπέρασμα: ο νεοφιλελευθερισμός που αποτελεί την πιο άγρια μορφή του καπιταλισμού είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει. Γιατί ο Τραμπ μπορεί να ηττήθηκε, ο τραμπισμός όμως όχι. Το μαρτυρεί ο αυξημένος αριθμός ψήφων, δηλαδή μια τσιμενταρισμένη εκλογική βάση που αμφισβητεί κάθε δομική αρχή της δημοκρατίας. Ο τραμπισμός μπορεί να μη συγκροτεί ιδεολογία, είναι ωστόσο ένα κράμα λαϊκισμού, πολωτικής και μισαλλόδοξης ρητορικής, ξενοφοβίας, ρατσισμού και δημαγωγικού εθνικισμού (America first).
Το γεγονός ότι η αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας δεν στάθηκε ικανή να γκρεμίσει με πάταγο τον Τραμπ από τον προεδρικό θώκο είναι από μόνο του κόκκινος συναγερμός. Οι μορφωμένες ελίτ που συμπαρατάχτηκαν με τον Μπάιντεν θα ξαναβρεθούν γρήγορα απέναντι στους οργισμένους λευκούς των μεσοδυτικών πολιτειών και του νότου.
Γράφει ο Τόμας Φρίντμαν: «Γιατί πολλοί εργαζόμενοι αγκαλιάζουν έναν πλουτοκράτη-λαϊκιστή, οι πολιτικές του οποίου δεν τους ευνοούν; Οι δημοκρατικοί πρέπει να μελετήσουν την αίσθηση της ταπείνωσης των εργαζομένων που θεωρούν ότι η οικονομία τούς έχει αφήσει πίσω και οι αξιόπιστες ελίτ τους κοιτάζουν αφ’ υψηλού».
Ο Μπάιντεν από την άλλη δεν ήταν σε καμία περίπτωση το αντίπαλον δέος. Οχι τόσο λόγω της προχωρημένης ηλικίας του αλλά γιατί –κακά τα ψέματα– δεν διαθέτει την εκρηκτική προσωπικότητα του Τραμπ. Μια αξιοπρεπής παρουσία που δεν χρησιμοποιεί υβριστικό λόγο για πολιτικούς αντιπάλους, για την επιστημονική κοινότητα και τους δημοσιογράφους και βοηθήθηκε από τις περιστάσεις δεν αρκεί να επουλώσει τις πληγές της προεκλογικής περιόδου. Φυσικά θα έχει συμπαραστάτη την ανερχόμενη και πολλά υποσχόμενη Καμάλα Χάρις και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά ούτε αυτό αρκεί. Οι πολιτικές των Δημοκρατικών είναι ακόμη μακριά από όλους όσοι νιώθουν ότι το αύριο δεν τους περιλαμβάνει.
Προς το παρόν οι Ελληνες δημοκράτες δικαιούνται να χαρούν, όχι αναγκαστικά επειδή προσδοκούν πως η νέα ηγεσία θα ακολουθήσει πιο φιλελληνική στάση. Το γλωσσοπαίγνιο ότι αναμετρήθηκαν ο Τράμπογλου και ο Μπαϊντερόπουλος ουδόλως επηρεάζει τις γεωπολιτικές στρατηγικές μιας μεγάλης χώρας. Δικαιούνται να χαρούν ελπίζοντας ότι μια μεγάλη χώρα θα επιστρέψει στις συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή, ότι θα απαλλαγεί από τη νοοτροπία του απομονωτισμού και των κλειστών συνόρων, ότι θα αποκατασταθεί η διάκριση των εξουσιών, ότι δεν θα επικρατήσει η «κουλτούρα» του σαλούν όπου ο σερίφης βγάζει το όπλο του και πυροβολεί αδιακρίτως και ότι ένα νέο σύνθημα «Επιτέλους αναπνέω» θα γίνει πραγματικότητα για τους Αμερικανούς πολίτες.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης