Στο γνωστό ανέκδοτο με τον Τοτό, το φεγγάρι και το σκουλήκι, ο ήρωας της ιστορίας Τοτός γράφει κάθε φορά την ίδια έκθεση στο σχολείο γιατί αυτή έχει αποστηθίσει.
Πρόκειται για την έκθεση με τίτλο «Το σκουλήκι». Η δασκάλα την πρώτη φορά βάζει θέμα για το φθινόπωρο. Ο ευρηματικός όμως Τοτός έχει τη λύση. Γράφει λοιπόν «το φθινόπωρο τα φύλλα πέφτουν, σαπίζουν και τότε τα τρώνε τα σκουλήκια». Συνεχίζει από εκεί και πέρα με τη γνωστή έκθεση για το σκουλήκι. Την επόμενη φορά το θέμα είναι «Το νερό». Ο Τοτός το πάλεψε λίγο αλλά τα κατάφερε: «Το νερό είναι χρήσιμο αλλά εξαιτίας του σαπίζουν τα πράγματα και τότε τα τρώνε τα σκουλήκια». Από εκεί και πέρα συνεχίζει με το γνωστό τροπάρι-έκθεση «το σκουλήκι». Την επόμενη φορά όμως, η δασκάλα η οποία έχει καταλάβει, αποφασίζει να τον φέρει σε αδιέξοδο. Ετσι βάζει έκθεση με θέμα «Το φεγγάρι», πιστεύοντας πως είναι αδύνατο ο Τοτός να βρει σύνδεση. Ο Τοτός, αφού το σκέπτεται από εδώ, το σκέπτεται από εκεί, τελικώς γράφει: «Το φεγγάρι δεν έχει καμία σχέση με το σκουλήκι το οποίο σκουλήκι…».
Τώρα που ο λογογράφος του Κυριάκου διάβασε το ανέκδοτο με τον Τοτό, αντιλαμβάνεται νομίζω την ομοιότητά του με τον ήρωα του ανεκδότου. Ο,τι και αν συμβεί στην Ελλάδα, ό,τι και αν πει ο Τσίπρας στη Βουλή, όποιοι προβληματισμοί και ερωτήματα και αν αναπτυχθούν κατά τη συνεδρίαση, ο Κυριάκος στη δευτερολογία του θα πει όσα έχει προαποφασίσει. Τη δική του έκθεση (ή του επικοινωνιολόγου του εν πάση περιπτώσει) για τα σκουλήκια της κυβέρνησης, η οποία επαναλαμβάνεται, ακόμη και αν το θέαμα, η τηλεοπτική ευθύνη τον εκθέτουν μετατρέποντάς τον από ενεργή πολιτική προσωπικότητα σε Τοτό.
Η επιμονή στην πολιτική τοποθέτηση-μανιέρα πιθανόν σημαίνει δύο πράγματα: ή την προσπάθεια να αποφευχθεί η εικόνα ενός Κυριάκου Μητσοτάκη που μιλώντας από στήθους κακοποιεί από τον Μοντεσκιέ έως τη γεωγραφία της Πορτογαλίας ή την αντίληψη πως σημασία έχει η επανάληψη των επικοινωνιακών ευρημάτων που έχουν προεπιλεγεί.
Η δεύτερη εκδοχή μοιάζει να είναι οικεία στο επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ αν και η πρώτη είναι ο φόβος του. Η γραμμή στη ΝΔ δεν χαράσσεται με την παλιά κλασική μέθοδο της εσωκομματικής ζύμωσης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν επιλέγεται από τον εμπειρικό λαϊκισμό των Αδώνηδων δεν απασχολεί το κόμμα. Είναι η συνταγή των εταιρειών και των εταιρικών στελεχών που αντιλαμβάνονται την πολιτική επιτυχία ως άθροισμα επικοινωνιακών επιλογών. Είναι πρωτίστως η αντίληψη πως η επικοινωνία δεν είναι τμήμα της πολιτικής αλλά η ίδια η πολιτική.
Η ευκολία με την οποία οι επικοινωνιακές αφηγήσεις της ΝΔ προωθούνται από τους μιντιακούς συμμάχους με κάθε μέσο και κυρίως Μέσο διαμορφώνει ψευδώς την εικόνα πως η πολιτική είναι επιτυχής και ο χρόνος για τη μετάβαση στην εξουσία σύντομος. Αποκαλύπτει όμως ταυτόχρονα την έλλειψη πολιτικού υπόβαθρου που θα μπορούσε εκτός από να προπαγανδίζει και να πείθει.
Κάπως έτσι η ΝΔ έπεσε στην παγίδα του σχήματος της «παρένθεσης ΣΥΡΙΖΑ», δημιούργησε απλοϊκά αιτήματα περί εκλογών ή «φύγετε» και εγκλωβίστηκε στην αναζήτηση νέας αφήγησης ή νέου επικοινωνιολόγου, οπότε η παρουσία και μόνο του Τσίπρα στη Βουλή δημιουργεί για την κυβέρνηση επικοινωνιακό πλεονέκτημα.
Με άλλο τρόπο, το ίδιο μειονέκτημα παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ασυνείδητα επενδύει στο συγκριτικό πλεονέκτημα του αρχηγού του για να αντιστρέψει το κλίμα.
Το ζητούμενο και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο. Η πολιτική. Υπάρχει όμως μια σοβαρή διαφορά. Για τη μεν ΝΔ, κινείται στα κόκκινα της αντιπαράθεσης δίνοντας ένα συνεχή προεκλογικό τόνο, ο οποίος κουράζει το εκλογικό σώμα και κυρίως δεν επιβεβαιώνεται. Για πόσο διάστημα η ΝΔ θα αλλάζει επικοινωνιολόγους περιμένοντας την επιτυχία; Κάποια στιγμή, όταν θα γίνει αντιληπτό πως δεν είναι δυνατόν να αλλάζει επικοινωνιολόγους, κάποιοι θα βάλουν το θέμα πως πρέπει να αλλάξει αρχηγό.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικοινωνιακό έλλειμα έχει αντικειμενικές αιτίες όπως τα εχθρικά Μέσα, αλλά και υποκειμενικές όπως η ψυχολογία του τερματοφύλακα, η συνεχής απολογία δηλαδή σε όσα θέτει η ΝΔ. Για σκεφτείτε το σημερινό πρώτο θέμα του Documento να ήταν για συριζαίο μαϊμού καρδιολόγο με συριζαίο κουμπάρο υπουργό, τι επικοινωνιακό τσουνάμι θα ξεσήκωνε. Η έλλειψη παραγωγής πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει ως αιτία την αμηχανία μπροστά στην εξουσία και τη διαχείρισή της αλλά κυρίως την έλλειψη στρατηγικής. Αν δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει ούτε σωστή πολιτική ούτε αντίστοιχη επικοινωνία ως παράγωγο.
Τα επόμενα δύο χρόνια έως τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λύσει το ζήτημα της στρατηγικής του. Η ΝΔ όμως, ειδικά αν ο ΣΥΡΙΖΑ λύσει αυτό το πρόβλημα δεν θα μπορεί να αντιπαραθέσει επικοινωνιολόγο. Ισως χρειαστεί να αναζητήσει αρχηγό. Ή τουλάχιστον να μη θυμίζει το ανέκδοτο με τον Τοτό.