Ο Θωμάς Κοροβίνης για την επέτειο του θανάτου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο Θωμάς Κοροβίνης για την επέτειο του θανάτου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Στις 3 Ιανουαρίου 1911 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης απεβίωσε σε ηλικία 59 χρόνων στη Σκιάθο. Ο Θωμάς Κοροβίνης μνημονεύει την αποδημία του κυρ-Αλέξανδρου στην προσωπική του σελίδα στο Facebook.

Αναλυτικά το ποστ του Θωμά Κοροβίνη :
Σαν σήμερα, προπαραμονές των Φώτων, συγχωρέθηκε ο παππούς μας ο Παπαδιαμάντης.
Παραθέτω απόσπασμα από τη νουβέλα μου «Το αγγελόκρουσμα» (Άγρα 2012) με τον κυρ-Αλέξανδρο στο παραληρηματικό του ξεψύχισμα: 
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον Γιάννη Βλαχογιάννη
Ήταν η επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1911. Σ’ ένα πέτρινο σπίτι στην Χώρα της νήσου Σκιάθου ο παππούς μας ο κυρ Αλέξανδρος μετρούσε τις αντοχές του στην κορυφαία μάχη του βίου, την τελική, αυτήν με τον Άρχοντα του Άδη, όπου, από την έκβασή της κανείς θνητός στον κόσμο αυτόν δεν εξήλθε μέχρι σήμερα νικηφόρος. Σωνόταν πια το λαδάκι του!
Ξαπλωμένος σ’ ένα στρώμα παλιό, ριγμένο κατάχαμα, ακουμπισμένος στην φαρδιά μαξιλάρα που υποστήριζε για καιρό τα αποκαμωμένα του μέλη, φαινόταν σα να είχε πιάσει κρυφή κουβέντα με ξωτικές δυνάμεις ή σα να είχε βυθιστεί στην προσευχή. Είχε πλέον επέλθει ο απόλυτος κάματος της ψυχής και η σχεδόν ακαμψία του σώματος. Ενίοτε άφηνε το βλέμμα του να υπογραμμίζει με πικρή στοργή την όψη και τα παραστήματα των τεσσάρων αδερφάδων του που του παραστέκονταν και την εικόνα του Αη Γιάννη του Ερημίτη, όπου, μισοτυλιγμένος με την αρνοπροβιά, κοίταζε το περιβάλλον με μιαν ελαφρά επιτίμηση στο καρβουνιασμένο του βλέμμα, ωσάν σε κάτι να έχουν σφάλλει τα πάντα. Ενίοτε ο ασθενής χάιδευε με την ματιά του χαμηλή την λιτή επίπλωση της κάμαρας : μια φθαρμένη ξύλινη τράπεζα, τρεις ψάθινες καρέκλες, ένα σκαμνί, ένα κουμάρι για το νερό και ένα πυρωμένο μαγκάλι. Έκαιαν τα κάρβουνα στο μαγκάλι, έκαιαν και κάνα –δυο κούτσουρα στο τζάκι, κρύο βαρύ. Τον περιέλουε ο προθανάτιος ίδρος, το σύγκρυο. Η ψυχή του αγκιστρώθηκε στο αναμνηστικό μιας ανεπίδοτης αγάπης.
«Αρρώστησα, ξαρρώστησα, και πήγα να πεθάνω,
δεν βάσταξε η καρδούλα σου
να ελθείς να δεις τι κάμω;»
Έφευγε η ψυχή του και το’ νιωθε. Μας εγκατέλειπε «ξένος του κόσμου και της σαρκός», όπως είχε ο ίδιος δηλώσει.
«Αχ, κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της», ψιθύρισε. Κατόπιν βούλιαξε –με εξαίρεση κάποιες αναστάσιμες εκλάμψεις- σ’ ένα παραληρηματικό μονόλογο, έως να παραδώσει το πνεύμα :
Σε μια βούκα ψωμί ημπορεί να κατοικεί ο Θεός, στο λουκούμι του καλωσορίσματος σε κάποιο αγιορείτικο αρχονταρίκι, στον ήχο ίσως του αυλού του ξεμοναχιασμένου νεαρού ποιμένος, προς τα βράχια εκεί, στην ψυχή της Ακριβούλας μπορεί, καθώς κατακρημνίζεται εις τον αιγιαλόν. Στην αχάλαστη Ελλάδα της Μετανάστιδος!
«Ζωή είναι αυτή, πόλεμος είναι».
Στου Γύφτου του Μάχτου τον περιπαθή έρωτα για την Γυφτοπούλα την Αϊμά, παραμονή της Αλώσεως να εγκαταλείπουν αγκαλιά εν σεισμώ κάτω από συντρίμματα αγαλμάτων αυτόν τον ψεύτη κόσμο.
«Και εξ όλων των καρπών, ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας δια να ωριμάσει, είναι ο σατανικός έρως».
Ε, γιαλάν ντουνιά! Καχπέ ντουνιά!
«Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται».
Ασφαλώς, ασφαλέστατα, ημπορεί να κατοικεί ο Θεός μέσα στην ικεσία, στα Αλλάχ Εκμπέρ, στα Ιλαχί και στις Πνοές του ξεπεσμένου εκείνου πολύχρωμου δερβίση, που απελησμονήθη εις τας Αθήνας, νήστις και ανέστιος εντός του λάκκου.
«Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος».
Εκεί στου Κεχριμάνη την ταβέρνα μέσα απ’ την κούπα του κρασιού ημπορεί να κοινωνούν οι Άγγελοι, στου παπά Πλανά το καλυμμαύχι μπορεί να κρύπτεται Ο πάνθ’ Ορών, στο αναλόγιο, είθε, του Αγίου Ελισαίου!
«Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς».
Στης Φραγκογιαννούς το σάλεμα, μάλιστα! Στο σπιτάκι στο λιβάδι! Ακόμη και εις θεωρούμενα αμαρτήματα μέσα ημπορεί μυστικώς να υφίσταται ο Παντοκράτωρ, εκεί εις την πράξιν της αθώας Γιαννούλας, που είχε πολιτέψει τον κουμπάρον τον ευμορφάνθρωπον. Και την εκατέλειψεν ως απόρριμμα και την κατέστησεν εις το μεϊδάνι πομπεμένη ο σύζυγός της ο άσογος, εκείνος ο Μανώλης ο ξυλουργός, ο μέθυσος ο δίγαμος, ο αρνησίπαις! Πατέρα στο σπίτι, μπάρμπα! Πατέρα στο σπίτι!
: «Η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών, όπερ είναι μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός». «Τις κατεδίκασεν την δυστυχή ανθρωπότητα εις το να ζη τον θετικόν και κτηνώδη αυτόν βίον;».
Της θαλάσσης αλιεύματα και της χερσαίας καρποί, θα σας γευτώ και πάλιν; Μποέμης είμαι κι έζησα μποέμικα. Πέρασα την ζωή μου μέσα στην βουή του δρόμου, άμα δε ασκητικώς. Έκαμα φίλους; Μη ρωτάς! Παιδιά έχω κάμει! Να! η Πεποικιλμένη, η Σταχομαζώχτρα, ο Πανδρολόγος, ο Καλόγερος. Οι Παραπονεμένες, οι Χαλασοχώρηδες, τα Δαιμόνια στο ρέμα. Ο Αλιβάνιστος και ο Φτωχός Άγιος. Η Μαυρομαντηλού, η λιθίνη ψυχή, η ασφριγής και ανέραστος κόρη. Ο Λυκάνθρωπος και αι Νύμφαι των νυχτερινών αυρών. Η Νοσταλγός, ο κυρ-Μοναχάκης, Η Βλαχοπούλα και η Φαρμακολύτρια. Α, και η Πολυλογού!
«Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά και συ, Γιαννιό μου, έλα μέσα».
«Εκ του προσκαίρου και φθαρτού έρωτος παράγεται ο θείος και ουράνιος έρως».
«Η φύσις, η φύσις, δέσποινα αγρίου κάλλους».
Αχ, αυτά τα κάλλη της ζωής πώς να τ’ αφήσω;
«Αφήνω γεια στις όμορφες
και γεια στις μαυρομάτες…..»
«Την ωραιότητα πολύ αγάπησα. Εγώ καταγίνομαι με το ωραίον».
Παθός είμαι και ξεύρω, σπλάχνο των σπλάχνων σου είμαι, παθημένε λαέ. Πόσες φορές σε εγέλασαν οι δώρα φέροντες κόλακες, ξένοι εξ Εσπερίας. Μα κι εδικοί μας, εκείνοι οι πολιτικάντηδες, οι χαλασοχώρηδες, που σου τάζουν και σου τάζουν σκοπούντες να σου αρπάσουν τα ολίγιστα τ’ άσπρα σου, να διαγουμίσουν το είναι σου, να συνάξουν στο πουγκί τους πονηρώς τον παρά σου! Άμποτε να εγκατέλειπα τον κόσμον τούτον διαψευσθείς. Μα δυστυχώς αληθεύουν.
Τα είχα διακηρύξει σε άρθρο μου στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1896 : «Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί, εκατέστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. (…) Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν(…) την εις τους νόμους απείθιαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών(…. παρασίτων…) Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος -και η πρόληψις της χρεοκοπίας».
Έκαμα το νησί μου, την Σκιάθο μου, ένα κελί, κι απ’ απ’ αυτού του κελιού μου τον φεγγίτη είδα και άκουσα όλη την Ρωμιοσύνη και μέσα απ’ την Ρωμιοσύνη άνοιξα ένα παράθυρο και είδα όλο τον κόσμο. Ευφράνθηκε η ψυχή μου και φαρμακώθηκε. Ναι, αυτός ο ντουνιάς, απ’ την πολλή την γλύκα του και την πολλή την πίκρα του δεν τρώγεται.
Documento Newsletter