Ένα θεατρικό ταξίδι στον κόσμο του σπουδαίου ηθοποιού, σκηνοθέτη, και δασκάλου Λουί Ζουβέ.
«Ζουβέ-Ελβίρα». Ένα σημαντικό «έργο» που αναφέρεται στον μαγικό κόσμο της Υποκριτικής ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Θόδωρου Γράμψα στο Θέατρο Πράξη Επτά. Το κείμενο εστιάζει στο πάθος της διδασκαλίας, αλλά και στον μόχθο της μαθητείας των σπουδαστών προκειμένου να συνειδητοποιήσουν ότι για να γίνουν πραγματικοί ηθοποιοί πρέπει πρώτα να συναισθανθούν την ευθύνη που κουβαλάει ο καθένας τους απέναντι στην ίδια την Τέχνη.
Μιλήσαμε με τον Θόδωρο Γράμψα για το «βασανιστικό» και δημιουργικό κομμάτι της πρόβας, για την ευθύνη και το φορτίο της τέχνης, για τα όρια της διδασκαλίας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η νέα γενιά ηθοποιών. «Πασχίζοντας να φωτίσεις το παρελθόν των προσώπων αυτών, συγχρόνως πρέπει να φωτιστεί και το δικό σου παρελθόν. Ν’ ακουμπήσεις και τα δικά σου στεγανά. Να παραβιάσεις εσύ ο ίδιος το δικό σου άβατο. Διαφορετικά, τα θεατρικά πρόσωπα δεν θα «δεχτούν» να συνεργαστούν μαζί σου και θα σ’ αφήσουν μόνο στην σκηνή. Απροστάτευτο. Κι αυτό κι αν είναι εφιαλτικό», αναφέρει στο Docville.
«Ζουβέ – Ελβίρα». Ένα έργο για τον μαγικό κόσμο της Υποκριτικής. Γιατί το επιλέξατε;
Ξεκινώντας, θα ήθελα να πούμε ότι ο ηθοποιός υποκρίνεται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Στην πρόβα μαστορεύει. Ανακατεύει, ψάχνει, βρίσκει, επαναλαμβάνει, δοκιμάζει… Κατασκευάζει δηλαδή. Για τον ίδιο λοιπόν, από μια άποψη, η διαδικασία της πρόβας, μπορεί να μην είναι κάτι, το τόσο μαγικό. Αντίθετα πολλές φορές μπορεί να είναι κάτι το «βασανιστικό», αλλά και δημιουργικό, συγχρόνως. Γιατί πασχίζοντας να φέρει εις πέρας αυτήν την «κατασκευή», ο ηθοποιός έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Και αναπόφευκτα πολλές φορές εκπλήσσεται μ’ αυτά που ανακαλύπτει. Γιατί, γι’ αυτό που θέλει να «κατασκευάσει», τα «υλικά» του είναι ο ίδιος. Για να δημιουργήσει, λοιπόν, έναν χαρακτήρα, (ήθος σημαίνει χαρακτήρας και η ιδιότητα του ηθοποιού, είναι να δημιουργεί χαρακτήρες), όσο πιο άρτιο φιλοδοξεί να είναι το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ πρέπει να ψάχνει στον εαυτό του. Ν’ ανακαλύπτει καινούργια υλικά, καινούργια εργαλεία, επίσης. Και, καλώς ή κακώς, ο άνθρωπος κουβαλά τεράστια «φορτία».
Όρεξη να ’χει να ψάχνει. Αρκεί να ’χει τη δύναμη ο ηθοποιός, να εκθέτει αυτά τα ευρήματα. Γιατί όλη η ιστορία, εν τέλει, είναι η έκθεση. Τώρα, ο λόγος που σας τα λέω όλ’ αυτά, είναι ότι το έργο που ανεβάζουμε, έχει να κάνει ακριβώς μ’ αυτό: με την διαδικασία μαθημάτων Υποκριτικής. Με πρόβα. Που, βεβαίως, μπορεί για τον θεατή, κατά τη διαδικασία της πρόβας, να συντελείται κάτι «μαγικό», όμως, αυτή η μαγεία προϋποθέτει από τους συμμετέχοντες μόχθο, βάσανο, προσπάθεια, (όπως θα έλεγε ο Ζουβέ), κάτι που μπορεί να είναι πολύ πιεστικό για την ψυχική τους ηρεμία και να μην θέλουν να εκθέσουν την διαδικασία αυτή, αλλά το αποτέλεσμά της όταν θα έρθει η ώρα και η ώρα αυτή είναι η παράσταση. Στην δική μας παράσταση λοιπόν, συμβαίνει ακριβώς αυτό. Είναι σαν ο θεατής να παρακολουθεί στα κρυφά αυτά τα μαθήματα. Αυτές τις πρόβες. Ερήμην των συμμετεχόντων της διαδικασίας. Σαν από μια χαραμάδα ας πούμε. Επέλεξα αυτό το έργο λοιπόν, γιατί διαβάζοντάς το, αναγνώρισα ευθύς αμέσως την προσπάθεια αυτών των ανθρώπων. Αυτών των καλλιτεχνών. Συναισθάνθηκα τον μόχθο τους και μ’ «έπιασαν» τα δάκρυά τους.
Αν θέλετε, «βλέποντάς» τους, εμφανίστηκε αιφνίδια εμπρός μου η δικιά μου ζωή, και η ζωή των δασκάλων και των συμμαθητών μου. Αλλά και των μαθητών μας. Των χθεσινών, των σημερινών και των αυριανών ακόμη. Γιατί είναι, επίσης, συγκλονιστικό το ότι, αν και όλα αυτά που παρακολουθούμε στην παράσταση διαδραματίστηκαν σε μια αίθουσα Δραματικής Σχολής στο Παρίσι το 1940, εντούτοις, τίποτα δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα σε ό,τι έχει να κάνει με τα συναισθήματα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται κατά τη διαδικασία των μαθημάτων.
Η ίδια αγωνία, η ίδια συστολή. Για τους ίδιους λόγους ενθουσιασμοί, για τους ίδιους λόγους χαρές και λύπες. Η δυσπιστία, επίσης, διεκδικεί μία από τις πρώτες θέσεις των αισθημάτων που εκδηλώνονται. Ακόμη, το πώς η απογοήτευση χαμηλώνει τα μάτια, το πώς η φιλαρέσκεια, πολλές φορές, συντρίβει. Όλα ίδια. Ίδια κι απαράλλαχτα. Είναι εντυπωσιακό. Έως και συγκινητικό.
Έτσι, λοιπόν, ίσως όχι συνειδητά, δεν ξέρω, μάλλον ένοιωσα την ανάγκη να γνωρίσω στον κόσμο την «κουζίνα» της Τέχνης μου. Τη δουλειά μου. Να πω ότι είμαι υπερήφανος που την ασκώ. Όπως λέει ο Λειβαδίτης: «…ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου. Πέστε μου, δεν είναι όμορφη…;»
Το κείμενο της παράστασης είναι αποτέλεσμα καταγραφής πραγματικών μαθημάτων. Ποια στοιχεία αυτής της διαδικασίας ξεχωρίσατε και ποιες ιστορίες;
Όπως σας είπα και προηγουμένως, η σχέση μου με το κείμενο αυτό, δηλαδή το ότι με «κέρδισαν» αμέσως αυτά τα πρόσωπα, μια τέτοια σχέση δεν εκλογικεύεται εύκολα. Ούτε μου είναι εύκολο να σας εξηγήσω ποια στοιχεία και ιστορίες ξεχώρισα.
Θα προσπαθήσω, όμως, να το κάνω λέγοντάς σας ότι η ιστορία, η «υπόθεση» όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι μία: Το μάθημα. Η πρόβα. Δηλαδή η επαναληπτικότητα. Η δημιουργική επίμονη κι επίπονη προσπάθεια, να «γνωρίσεις» και να παρουσιάσεις στη σκηνή, τον «κόσμο» των θεατρικών προσώπων, που καλείσαι, να «συνεργαστείς» μαζί τους, για να μεταφέρεις στους θεατές το μήνυμα. Ποιο μήνυμα; Μα…, του συγγραφέα. Σχεδόν τον ξέχασα τον συγγραφέα. Βλέπετε υπάρχει κι αυτός. (Ακόμη ένας ηθοποιός που ξεχνά ότι όλα ξεκινούν απ’ αυτόν. Απ’ το κείμενο). Κατά την προσπάθεια αυτή λοιπόν, ανακαλύπτεις όλο και πιο πολύ τον εαυτό σου. Γιατί πασχίζοντας να φωτίσεις το παρελθόν των προσώπων αυτών, συγχρόνως πρέπει να φωτιστεί και το δικό σου παρελθόν. Ν’ ακουμπήσεις και τα δικά σου στεγανά. Να παραβιάσεις εσύ ο ίδιος το δικό σου άβατο. Διαφορετικά, τα θεατρικά πρόσωπα δεν θα «δεχτούν» να συνεργαστούν μαζί σου και θα σ’ αφήσουν μόνο στην σκηνή. Απροστάτευτο. Κι αυτό κι αν είναι εφιαλτικό.
Ό,τι δίνεις, παίρνεις λοιπόν. Για να εκτεθούν, θα εκτεθείς κι εσύ μαζί τους. Πρέπει να είσαι έτοιμος γι’ αυτό. Τώρα. Για να επανέλθουμε. Η ιστορία μας λοιπόν είναι μία. Μία, με επτά επιμέρους ιστορίες, που είναι τα «ΕΠΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΙ ΖΟΥΒΕ».Το κάθε μάθημα είναι πράγματι μια μικρή ιστορία. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Όμως, το ενδιαφέρον του κάθε μαθήματος ξεχωριστά, γίνεται σκηνικά εντονότερο, όταν συνοδεύεται από τα υπόλοιπα έξι μαθήματα. Η «ιστορία», το μάθημα που θα μπορούσα, όχι ακριβώς να ξεχωρίσω, αλλά να υπογραμμίσω, θα έλεγα, είναι το δεύτερο. Γιατί σ’ αυτό διακρίνονται ανάγλυφα οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους. Τα συναισθήματα που εκδηλώνονται, του ενός για τον άλλον. Έντονα συναισθήματα, σύνθετα και ποικίλα. Απαραίτητα συστατικά για μια γνήσια και ενδιαφέρουσα σκηνική δράση.
Πιστεύετε ότι υπάρχει ευθύνη του ηθοποιού απέναντι στην Τέχνη του;
Φυσικά και υπάρχει ευθύνη του ηθοποιού απέναντι στην Τέχνη του. Όπως υπάρχει ευθύνη κάθε επαγγελματία απέναντι στο επάγγελμά του, του επιστήμονα στην επιστήμη του. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να υπάρχει. Γιατί, ουσιαστικά, έχει να κάνει με την ευθύνη του καθενός μας απέναντι στην κοινότητα. Όλα γίνονται με σκοπό τον διάλογο. Δηλαδή τον πολιτισμό. Δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν μουσικοί ας πούμε, δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν γιατροί, να υπάρχουν υδραυλικοί. Αυτό που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό είναι: το ύψος της ποιότητας των «υπηρεσιών» του καθενός μας προς την κοινότητα μέσα απ’ τον τομέα του και το ύψος της ποιότητας της συμπεριφοράς του καθενός μας στην καθημερινότητα.
Αλλά και κάτι ακόμη, ειδικά σε ό,τι αφορά την Υποκριτική που με απασχολεί ιδιαίτερα. Αυτή η Τέχνη ταξιδεύει δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Άρα…; Υπάρχει ευθύνη του ηθοποιού απέναντι στην Τέχνη αυτή, ή όχι; Είναι κάτι που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, αιώνες τώρα. Πρόκειται για ένα «πνευματικό» DNA, θα μπορούσαμε να πούμε. Άρα…; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ευθύνη, (αν δεν υπάρχει); Φυσικά, ρητορικό το ερώτημα. Βεβαίως όταν μιλάω για ευθύνη δεν εννοώ κάποιον κακώς εννοούμενο σεβασμό. Όχι. Το αντίθετο. Εντελώς το αντίθετο.
Τι σας γοήτευσε στο έργο και στην πραγματικότητα του Λουί Ζουβέ και τι αποκομίσατε από το ταξίδι στον κόσμο της διδασκαλίας του;
Η λέξη «ταξίδι» που χρησιμοποιείτε, εκφράζει όντως την αίσθηση που με διακατέχει γι’ αυτό το κείμενο εμβαθύνοντας στον τρόπο δουλειάς του σημαντικού αυτού δασκάλου. Του Λουί Ζουβέ. Ταξίδι στον χρόνο. Αυτά τα επτά μαθήματα διεξήχθησαν το 1940 στο Παρίσι. Είναι κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι και πριν τόσα χρόνια, σε μια άλλη χώρα, κάποιοι άνθρωποι προσπαθούσαν, σ’ ένα περιβάλλον πολέμου μάλιστα, να πιαστούν απ’ την ελπίδα και να σωθούν. Ταξίδι στα χρόνια της μαθητείας, αλλά και της «θητείας» μου στο Θέατρο Τέχνης. Βρέθηκα κοντά σε δασκάλους που αντιμετώπιζαν την Τέχνη της Υποκριτικής με το ίδιο πάθος, όπως αποτυπώνεται στο έργο, με τον Ζουβέ. Με την ίδια αφοσίωση και αυταπάρνηση. Ταξίδι στην γνώση. Έμαθα πολλά, θυμήθηκα πολλά, σιγουρεύτηκα επίσης για πολλά. Το πιο σημαντικό. Ταξίδι στον εαυτό μου. Στα «σωστά» και στα «λάθη» μου σε σχέση με την πορεία μου στον χώρο αυτό. Και αναπόφευκτα στη ζωή μου.
Ασπάζομαι αυτά που πρεσβεύει ο Ζουβέ, όχι μόνο όσον αφορά στην μέθοδό του, δεν είναι εκεί το πρόβλημα, άλλος συμφωνεί, άλλος διαφωνεί. Αλλά στο πόσο αναγκαίο είναι για έναν ηθοποιό, αν πραγματικά θέλει να υποδυθεί σημαντικά θεατρικά πρόσωπα, να νοιώσει μεγάλες ιδέες και φιλοσοφικά κείμενα «παίζοντάς» τα, έτσι ώστε να ξανοιχτεί, μια και μιλάμε για ταξίδια, στην απέραντη ομορφιά της Τέχνης του, αν τα θέλει ολ’ αυτά με την καρδιά του, δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει ούτε στιγμή απ’ την υποχρέωση που έχει απέναντι στον εαυτό του να ασκηθεί μεθοδικά, συστηματικά και πειθαρχημένα γι’ αυτό.
Διαφορετικά, νομίζω δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Το έργο ανεβαίνει με μαθητές σας, με μία νέα γενιά ηθοποιών. Ποιες είναι οι σκέψεις για τους νέους καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται σε έναν κόσμο παρατεταμένης κρίσης; Ποια είναι τα προβλήματα και τα θετικά της εποχής που βιώνουν μέσα από τη δική σας ματιά;
Είναι πασιφανές ότι οι νέοι άνθρωποι και όχι μόνο οι νέοι φυσικά, έχουν δοκιμαστεί και δοκιμάζονται έντονα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια Επειδή φέτος κλείνω 40 χρόνια στο Θέατρο, επιτρέψτε μου να σας πω ότι οι δυσκολίες για τους ηθοποιούς και ειδικά τους νέους ηθοποιούς, ήταν πάντα πολύ μεγάλες. (Δεν μιλάω μόνο για την περίοδο της καραντίνας). Και παλιότερα, που οι ηθοποιοί. ήταν λιγότεροι, και τότε οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες. Και δεν το λέω θεωρητικά. Είμαι μάλλον απ’ τους τυχερούς. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι δυσκολίες για τον ηθοποιό ήταν και είναι πολύ μεγάλες. Δεν το λέω θεωρητικά. Γνωρίζω. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμένουν έτσι τα πράγματα.
Ένας νέος άνθρωπος, λοιπόν, που τον ελκύει η Υποκριτική, νομοτελειακά, για να ασκήσει αυτή την Τέχνη, πρέπει να ανταπεξέλθει και στις απαιτήσεις του επαγγέλματος. Καλλιτεχνικού μεν, επαγγέλματος δε. Κι αυτή η πλευρά της επιλογής του εμπεριέχει ρίσκο. Γι’ αυτό λοιπόν για να γίνει κάποιος ηθοποιός χρειάζεται τόλμη. Τώρα. Πως μπορούν να φτιάξουν τα πράγματα, αυτό δεν το ξέρω. Ίσως ένας τρόπος είναι να μπορούν οι άνθρωποι να αισθάνονται δημιουργικοί σε περισσότερα επαγγέλματα.
Υπάρχουν όρια στις μεθόδους διδασκαλίας και πόσο επίπονη μπορεί να γίνει αυτή η διαδικασία; Τέτοια ζητήματα τέθηκαν και στην εποχή του #MeΤoo.
Φυσικά και πρέπει να υπάρχουν όρια. Κατά την γνώμη μου, τα όρια τα θέτει η ποιότητα του πολιτισμού κάθε εποχής. Και ως προς αυτό, πιστεύω ότι σαν κοινωνία είμαστε κάπως οκνηροί. Οφείλουμε νομίζω όλοι και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, να προσπαθούμε, ώστε να βελτιώνεται διαρκώς η ποιότητα του πολιτισμού μας.
Στην καθημερινότητά μας, στην Πολιτική, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, στο γήπεδο, παντού. Είναι δύσκολο, αλλά είναι και στο χέρι μας. Τώρα, σε ότι έχει να κάνει με το πόσο επίπονη μπορεί να γίνει η διαδικασία της διδασκαλίας, ο ίδιος ο Λουί Ζουβέ λέει: «Η εκτέλεση οποιουδήποτε ρόλου συνεπάγεται πάντα έναν μόχθο, ένα βάσανο, κάτι που δεν είναι άσχετο με την προσπάθεια. Διαφορετικά τα πράγματα είναι λειψά.». Ξέρετε, αν θέλει κάποιος να καταφέρει να φτάσει την απόδοσή του σ’ ένα τέτοιο επίπεδο, που να αισθάνεται υπερήφανος, αυτό προϋποθέτει σκληρή δουλειά. Όπως συμβαίνει στην προετοιμασία ενός αθλητή, ενός χορευτή, ενός μουσικού για παράδειγμα. Όταν δηλαδή θέλεις να γίνεις καλύτερος απ’ τον εαυτό σου, απαιτείται προσπάθεια. Είναι η φύση των πράγματων τέτοια. Όσο πιο σκληρά δουλέψει κανείς, όσο πιο καλά προετοιμαστεί, τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα έχει. Και δεν μιλάω για παρεκτροπές, που είναι βεβαίως κατακριτέες.
INFO:
Παρασκευή – Σάββατο, 21.15 | Κυριακή, 20.00
Θέατρο Πράξη Επτά, Βαλτετσίου 45, Εξάρχεια
Γενική είσοδος: 10€ | Ατέλειες, εισιτήριο ανέργων: 7€
Πληροφορίες / Κρατήσεις:
Τηλ.: 210 3800624
Για τις μέρες των γιορτών:
Δευτέρα 26/12 & 2/1 στις 21.15
Τρίτη 27/12 & 3/1 στις 21.15