Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και η «Μαντουμπάλα»

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και η «Μαντουμπάλα»

Σαν σήμερα πριν από εκατό χρόνια (20 Ιανουαρίου 1922) γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού.

Μεταξύ των τραγουδιών που μας άφησε παρακαταθήκη είναι τα: «Είσαι η ζωή μου», «Ένα σφάλμα έκανα», «Σου ’χω έτοιμη συγγνώμη», «Πάρε τα χνάρια», «Ίσως». Τραγούδια δηλαδή που μας έχουν διαμορφώσει, έχουν καταγραφεί στη συλλογική μας μνήμη και θα ταξιδεύουν στον χρόνο για πολλές δεκαετίες ακόμη. Μεταξύ αυτών είναι και η «Μαντουμπάλα». Η γνωστή Μαντουμπάλα, η οποία για πολλές δεκαετίες εμφανιζόταν ως πνευματικό τέκνο του Στέλιου Καζαντζίδη, όπως και άλλα τραγούδια της εποχής, τα οποία ωστόσο δεν ήταν δικά του. Για ποιο λόγο όμως συνέβη αυτό;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Ελλάδα οι ινδικές ταινίες ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλείς. Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών ήταν και η πρώτη ινδική τεχνικολόρ ταινία «Μαγκάλα, το ρόδο των Ινδιών» (Aan, 1952), η οποία ήρθε στη χώρα μας το 1954. Ο Στράτος Ατταλίδης, λάτρης του ινδικού σινεμά, εμπνεόμενος από την ταινία, έγραψε το 1958 τη μουσική για το τραγούδι «Μαγκάλα» σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα). Η ηχογράφηση έγινε ένα χρόνο μετά, με ερμηνευτή τον Μανώλη Αγγελόπουλο – η Γιώτα Λύδια συμμετείχε στα φωνητικά. Η επιτυχία του τραγουδιού εντυπωσίασε τον Στέλιο Καζαντζίδη ο οποίος θέλοντας να κάνει αντίστοιχη επιτυχία ζήτησε από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και τον Θόδωρο Δερβενιώτη να του γράψουν ένα ινδοπρεπές τραγούδι. Η «Μαντουμπάλα» ή «Μαντουβάλα» λοιπόν γράφτηκε για να αποτελέσει το αντίπαλο δέος της «Μαγκάλα».

Η Μαντουμπάλα όμως δεν ήταν μόνο η ηρωίδα ενός τραγουδιού. Ήταν πραγματικό πρόσωπο και συγκεκριμένα μια από τις πιο δημοφιλείς σταρ του ινδικού σινεμά, η οποία πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες και έγινε γνωστή ως «Μέριλιν της Ινδίας». Μαζί με τη Ναργκίς και τη Μίνα Κουμάρι θεωρούνται η αγία τριάδα των γυναικών του Μπόλιγουντ και η καριέρα της πιθανότατα θα είχε μεγάλη διάρκεια αν δεν πέθαινε στα 36 της από πρόβλημα στην καρδιά.

Τι σχέση είχε όμως η σταρ Μαντουμπάλα με τη «Μαντουμπάλα» του τραγουδιού; Καμία. Η περιπέτεια της «δικής» μας Μαντουμπάλας ξεκίνησε όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, είδε στο σινεμά τον «Αλήτη της Βομβάης» (Awaara, 1951) μια ινδική υπερπαραγωγή με πρωταγωνίστρια τη Ναργκίς. Σε αυτή την ταινία ακούγεται το τραγούδι «Aa Jao tadapte hain armaan» σε μουσική του γνωστού διδύμου μουσικοσυνθετών του Μπόλιγουντ Σανκάρ – Τζαϊκισάν (και όχι του Ραβί Σανκάρ, όπως κατά καιρούς έχει γραφτεί στον ελληνικό τύπο). Ο Καζαντζίδης πήγε το τραγούδι στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κι εκείνη σκέφτηκε να ονομάσει την ηρωίδα του ελληνικού τραγουδιού Μαντουμπάλα.

Όταν ο τραγουδιστής ζήτησε από τον Θόδωρο Δεβενιώτη να γράψει τη μουσική είχε καταφέρει να δέσει τους στίχους της Παπαγιαννοπούλου με το ινδικό τραγούδι μόνο στο ρεφρέν: «Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ / μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω», όμως του έλειπε όλο το υπόλοιπο. Ο Δερβενιώτης στην ουσία έγραψε τραγούδι εξαρχής, ένα λαϊκό μπολερό, το οποίο κατά τα δύο τρίτα ήταν δικό του, ενώ κράτησε το ρεφρέν του ινδικού τραγουδιού.

Η «Μαντουμπάλα» κυκλοφόρησε το 1959 και πούλησε 96.000 δίσκους. Το τραγούδι άνοιξε για τον Καζαντζίδη τον δρόμο της διεκδίκησης ποσοστών από τη δισκογραφική Columbia. Στον δίσκο αναφέρεται το όνομά του τόσο στη σύνθεση της μουσικής όσο και στους στίχους, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στους δύο συνεργάτες του. Για ποιο λόγο όμως αναφέρεται το δικό του όνομα και όχι των πραγματικών δημιουργών; Στο βιβλίο «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι» (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) του Νέαρχου Γεωργιάδη και της Τάνιας Ραχματούλινας ο Θόδωρος Δερβενιώτης εξηγεί:

«Ο Καζαντζίδης είναι ο πρώτος τραγουδιστής που διεκδίκησε καλύτερη αμοιβή από τους δίσκους. Αν η εταιρία υπόκυπτε και του έδινε περισσότερα, τότε θα ερχόντουσαν όλοι οι άλλοι τραγουδιστές, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Λύδια και όλοι οι άλλοι, θα πέφτανε πάνω στην εταιρία και θα ζητούσανε κι αυτοί μεγαλύτερες αμοιβές. Γι’ αυτό ο Λαμπρόπουλος σοφίστηκε μια πονηριά. Προσκάλεσε ένα Σαββατοκύριακο τον Καζαντζίδη και τον πήγε στο χωριό του, κάτω στην Πελοπόννησο. Τον φιλοξένησε, τον σεργιάνισε, τον περιποιήθηκε… Την Κυριακή το βράδυ που γυρίσανε, κάπου σταματήσανε και του λέει: “Καληνύχτα Στέλιο, και να έρθεις Δευτέρα στην εταιρία με τα τραγούδια σου!”. Ο Καζαντζίδης δεν κατάλαβε και του λέει: “Τι; Φέραν οι συνθέτες τίποτα τραγούδια για μένα;” “Όχι βρε Στέλιο, για τα δικά σου τραγούδια εννοώ”. “Μα εγώ δεν γράφω τραγούδια!”. “Ε, τώρα θα αλλάξουν τα πράγματα και θα υπογράφεις κάποια τραγούδια”.

»Την άλλη μέρα, φαίνεται, ο Λαμπρόπουλος θα έδωσε οδηγίες στον Μηλιόπουλο κι ο Μηλιόπουλος θα κάλεσε τον Καζαντζίδη για να του εξηγήσει ότι θα υπέγραφε κάποια τραγούδια άλλων, σαν να ήτανε δικές του συνθέσεις. Έτσι καθιερώθηκε ότι ο Καζαντζίδης θα είχε μερίδα στη δισκογραφία κι αυτό σήμαινε ότι ο Τάκης Λαμπρόπουλος τον έχρισε συνθέτη. Τότε με φώναξε κι ο Μηλιόπουλος και μου είπε: “Για να μην ανεβάσουμε την αμοιβή του Καζαντζίδη κι αρχίσουν να ζητούν και οι άλλοι τραγουδιστές, πρέπει να τον παρουσιάζουμε και σαν συνθέτη και στιχουργό και να τον πληρώνουμε περισσότερα μ’ αυτό τον τρόπο… Και πρέπει να τον βοηθήσετε να γράψει κάποια τραγούδια…”. “Ξέρεις τι μου λες τώρα κύριε Μηλιόπουλε; Να γράφω εγώ μουσικές και να τις χαρίζω στον Καζαντζίδη, χωρίς να φαίνομαι και χωρίς να αμείβομαι!”. “Καλά κατάλαβες!” μου είπε ο Μηλιόπουλος. “Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αυτή είναι η δουλειά σου! Και η εταιρία θα σε ανταμείψει!”».

Κάτι τέτοια περιστατικά είναι που ώθησαν δύο χρόνια μετά τον Θόδωρο Δερβενιώτη να πρωτοστατήσει μαζί με τον Κώστα Βίρβο στον αγώνα για τα πνευματικά δικαιώματα των συνθετών και των στιχουργών.

Documento Newsletter