Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μέσα από τα λόγια του στενού του συνεργάτη Γιώργου Αρβανίτη

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον Γιώργο Αρβανίτη με τον Γιώργο Αρβανίτη κατά τη διάρκεια γυρίσματος

Δέκα χρόνια από τον θάνατο του  Θόδωρου Αγγελόπουλου (24 Ιανουαρίου 2012) ο μόνιμος διευθυντής του φωτογραφίας Γιώργος Αρβανίτης θυμάται στιγμές από την κοινή τους διαδρομή.

έκα χρόνια συµπληρώνονται στις 24 Ιανουαρίου από τότε που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος άφηνε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 77 ετών, στη ∆ραπετσώνα, κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων της ταινίας του «Μια άλλη θάλασσα». Ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Αρβανίτης, συνεργάτης του για πολλά χρόνια και για 11 συνολικά ταινίες, ξετυλίγει το κουβάρι των προσωπικών αναµνήσεων.

Η γνωριµία

Γνωριστήκαµε το 1964 ή 1965. Ο Θόδωρος τότε είχε τη στήλη της κριτικής κινηµατογράφου στην εφηµερίδα «∆ηµοκρατική Αλλαγή». Μπήκε στην οµάδα κινηµατογραφιστών που είχαµε φτιάξει µε µένα, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Χρήστο Παλιγιαννόπουλο. Σχεδιάζαµε να κάνουµε µια σειρά σπονδυλωτών ταινιών µικρού µήκους που θα τις ενώναµε και θα έδιναν τη µορφή µιας µεγάλου µήκους ταινίας. Πάνω σε αυτή την ιδέα έγινε και το «Μέχρι το πλοίο». Ξεκίνησε τότε ο Θόδωρος µε τον Πανουσόπουλο να κάνει την πρώτη του ταινία, τους «Forminx», κι είχαµε τις πρώτες κουβέντες µας στη διάρκεια των γυρισµάτων. Το 1966 ετοίµαζα την ταινία «Ο Τζίµης ο τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη αλλά δεν µπόρεσα να τη συνεχίσω λόγω της επαγγελµατικής συνεργασίας µου µε τον Φίνο που µόλις είχε ξεκινήσει. Τότε ήταν που ο Θόδωρος µου ζήτησε να γυρίσουµε µαζί την πρώτη µικρού µήκους ταινία του, την «Εκποµπή». Εκείνη η ταινία, διάρκειας 22 λεπτών, µας πήρε δύο χρόνια µέχρι να ολοκληρωθεί.

Η αρχική εντύπωση

Εγώ µε τους θεωρητικούς είχα θέµα καθώς τους θεωρούσα κουλτουριάρηδες που δεν πατάνε στο έδαφος αλλά ζουν στον κόσµο τους. Ο Θόδωρος αρχικά, όταν τον πρωτοείδα, δεν µου γέµισε και πολύ το µάτι και νόµιζα πως ήταν ένας από αυτούς. Ηταν κλειστός και δύσκολος χαρακτήρας, όµως κατάφερε να µε κερδίσει µε τη γνώση, το ταλέντο και το πείσµα του. Κατάλαβα µετά τις πρώτες συναντήσεις µας ότι αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι ξεχωριστό.

Η πρώτη περιπέτεια

Με τον Αγγελόπουλο περάσαµε πολλές περιπέτειες και ζήσαµε έντονες καταστάσεις. Οµως εκείνη η διετία που κάναµε µέχρι να ολοκληρωθεί η «Εκποµπή» ήταν η πρώτη µεγάλη και αξέχαστη περιπέτεια. ∆εν είχαµε λεφτά για τα γυρίσµατα και έπρεπε να δουλεύουµε µόνο Σαββατοκύριακα, καθώς εγώ εργαζόµουν στον Φίνο τις καθηµερινές. Οµως από τα στούντιο της Φίνος Φιλµ δανειζόµουν τεχνικό εξοπλισµό καθώς και διάφορα ρετάλια που µάζευα αριστερά δεξιά (τριαντάρια, σαραντάρια που περίσσευαν από τις λήψεις στις κωµωδίες µε τα µεγάλα πλάνα και δεν θα τα χρησιµοποιούσαν ξανά), ώστε να µπορέσουµε να κάνουµε την ταινία µας.

«Αναπαράσταση»

Η «Αναπαράσταση»

Τα γυρίσµατα έγιναν στα Ζαγόρια, στα χωριά Βίτσα και Μονοδένδρι. Ηταν µια χειροποίητη ταινία που παρότι έγινε σε άθλιες συνθήκες (µε πολύ κρύο και άλλη τόση ταλαιπωρία) µου άνοιξε την πόρτα σε έναν άλλο κινηµατογράφο. Ηµασταν µόνο τέσσερα άτοµα πίσω από τις κάµερες. Ο Θόδωρος, εγώ και οι δύο βοηθοί µας. Στο φιλµ ο Αγγελόπουλος βρήκε το προσωπικό του στιλ που χαρακτηριζόταν από την αισθητική πρωτοπορία και την αποσπασµατική αφήγηση της ταινίας. Οι συµµετέχοντες εκτός του Τότσικα ήταν ερασιτέχνες, τον ήχο τον βάζαµε αµέσως µετά τις λήψεις των γυρισµάτων µέσω ενός κασετοφώνου της πλάκας, µε τους χαρακτήρες να ξαναλένε τα λόγια και άλλα τέτοια περίεργα.

Ο δηµιουργός Αγγελόπουλος

Στις πρώτες κουβέντες που κάναµε, προτού ακόµη γίνει ο διεθνώς καταξιωµένος σκηνοθέτης, καταλάβαινες ότι είχε πολλές ιδέες και, το σηµαντικότερο, κάποιες από αυτές ήταν πολύ πιο µπροστά από την εποχή του. Στην αρχή µπορεί να µας ξένιζε κάτι που έλεγε (π.χ. λέγαµε «Τι πάει να κάνει αυτός τώρα;», «Πού ακούστηκε πλάνο ακίνητο;») αλλά το αποτέλεσµα όχι µόνο τον δικαίωνε, αλλά επιπλέον ήταν εντυπωσιακό. Από την «Εκποµπή» κιόλας έδειξε ότι µπορεί να δηµιουργήσει ένα δικό του ξεχωριστό φιλµικό σύµπαν, όπως άλλωστε έγινε.

O επίµονος σκηνοθέτης

Ο Θόδωρος δεν σταµατούσε µπροστά σε τίποτε. Οταν είχε καρφωµένη µια ιδέα στο κεφάλι του δεν του την έβγαζες µέχρι να την πραγµατοποιήσει. Αυτό το πείσµα που είχε τις περισσότερες φορές του βγήκε σε καλό. Κάποιες άλλες όµως τον έκανε να φέρεται σκληρά στους συνεργάτες του. Για παράδειγµα, σε κάποια ταινία δεν είχαµε να φάµε. Του το λέµε και τι απαντάει; «Εντάξει, δεν έχουµε να φάµε αλλά την ταινία πρέπει να την κάνουµε οπωσδήποτε». Για εκείνον η ταινία και η πραγµατοποίησή της ήταν πριν και πάνω από όλα.

«Ο θίασος»

Το έπος του «Θιάσου»

Ο «Θίασος» γυρίστηκε χωρίς καν σενάριο. Αλλά όταν έδινε εντολή να φτιαχτεί το σκηνικό και να στηθεί ένα πλάνο νιώθαµε και συνειδητοποιούσαµε ότι εδώ κάτι σπουδαίο γίνεται. Το βλέπαµε το πράγµα. Και τότε τα ξεχνάγαµε όλα –το κρύο, το φαγητό που δεν είχαµε, τα λεφτά– και βουτάγαµε µε τα µούτρα στη δουλειά.

Ο άνθρωπος Αγγελόπουλος

Λένε µερικοί ότι δεν ήταν µόνο δύσκολος και εγωκεντρικός, αλλά και κακός χαρακτήρας. ∆εν ξέρω και δεν έδινα τόση σηµασία σε αυτό. ∆εν µε ενδιέφερε κιόλας. Το µόνο που µε ένοιαζε ήταν να κάνω όσο καλύτερα µπορούσα τη δουλειά µου. Μετά το τέλος µιας δύσκολης µέρας γυρισµάτων δεν κάναµε παρέα. Εκείνος κλεινόταν στον εαυτό του κι έγραφε ή προετοίµαζε τη σκηνή της επόµενης µέρας. Γι’ αυτό λέω πως δεν τον γνώριζα και τόσο καλά σε προσωπικό επίπεδο. Εκείνο που µετρούσε περισσότερο για µένα ήταν ότι υπήρξε ένας σπουδαίος κινηµατογραφιστής και δίπλα του έµαθα πολλά. Χρωστάω πολλά στον Αγγελόπουλο.

«Μία αιωνιότητα και µία µέρα»

Μια κινηµατογραφική ζωή

Μόνο στο «Λιβάδι που δακρύζει» και στη «Σκόνη του χρόνου» δεν δουλέψαµε µαζί, όπως και στην τελευταία που γύριζε προτού σκοτωθεί. Συνολικά κάναµε έντεκα φιλµ· τα καλύτερά του, νοµίζω. Το τελευταίο που κάναµε ήταν η «Αιωνιότητα και µια µέρα» – ένα µέρος του φιλµ γύρισα εγώ και το υπόλοιπο ο Ανδρέας Σινάνος. Ηµουν τυχερός που βρέθηκε στον δρόµο µου ο Θόδωρος και µε πήρε από ένα ανάλαφρο σινεµά µε φρου φρου κι αρώµατα για να µε ρίξει στα βαθιά, σε ένα σινεµά που µε εξέφραζε απόλυτα και µέσω αυτού διαµορφώθηκα.

«Ο Μεγαλέξαντρος»

Ο «Μεγαλέξαντρος»

Σε ένα διάλειµµα των γυρισµάτων στον «Μεγαλέξαντρο», ύστερα από µια σειρά πλάνων όπου δεν υπήρχε ανθρώπινη ψυχή, κοίταζα µε τα κιάλια µακριά. Κάποια στιγµή έρχεται και µε ρωτάει τι κοιτάζω. «Ψάχνω τους ηθοποιούς» του απαντώ. Γέλασε, αν και µε το χιούµορ δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Παρότι σε κρατούσε σε απόσταση και δεν ήταν οικείος (δεν σε έκανε να αφεθείς και να του ανοιχτείς), εκείνος ήταν αρκετά ανοιχτός και δεκτικός στα πειράγµατα που του έκανα κατά καιρούς. Σε αρκετά γυρίσµατα, στη διάρκεια των οποίων τα πνεύµατα άναβαν, έλεγα κάποιο αστείο και η ένταση εκτονωνόταν.

Το µεγάλο προτέρηµά του

Είχε πολύ δυνατό µυαλό και επιπλέον ήξερε να ακούει. Σκεφτόταν τόσο πολύ προτού κάνει κάτι ώστε όταν στο περιέγραφε και σου το ανέλυε ένιωθες πως είχες µπροστά σου µια τόσο τέλεια σκηνή που δεν µπορούσες να φέρεις καµιά αντίρρηση. Στα γυρίσµατα του «Θιάσου» οδηγούσα στην Κατάρα ένα µικρό αυτοκίνητο µέσα σε ένα κατάλευκο από το χιόνι τοπίο και δίπλα µου είχα ένα µακιγέρ σκέτο Ζορµπά, τον Γιώργο Σταυρακάκη, ο οποίος ήταν απίστευτος άνθρωπος και στον οποίο επίσης χρωστάω πολλά. Ετρωγε µπισκότα και κάποια στιγµή ανοίγει το παράθυρο και βγάζει µια κραυγή που µε τρόµαξε. Και λέει: «Μωρή φύση, µόνη σου είσαι; Κι εγώ µόνος µου είµαι». Βγαίνει έξω, παίρνει κάποια µπισκότα και τα πετάει φωνάζοντας: «Πάρε να φας, µωρή φύση». Μπαίνει στο αυτοκίνητο και δεν λέει τίποτε. Εγώ συγκλονίστηκα. Οταν αργότερα φτάσαµε στο Αίγιο περιέγραψα τη σκηνή στον Θόδωρο. Αυτός τη συγκράτησε στο µυαλό του και ύστερα από πολλά χρόνια την έδωσε στον Βέγγο στην περίφηµη σκηνή στο «Βλέµµα του Οδυσσέα» το 1995. Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλος.

«Το βλέμμα του Οδυσσέα»

Ο Καϊτέλ και το Actors Studio

Στο «Βλέµµα του Οδυσσέα» πρωταγωνιστούσε ο Χάρβεϊ Καϊτέλ. Σπουδαίος ηθοποιός και άνθρωπος, µε περγαµηνές από Actors Studio, Χόλιγουντ κ.λπ. Στο τέλος του πρώτου γυρίσµατος φορούσε το σακάκι του ρόλου και περίµενε κάποιος να του το βγάλει. Οταν είδε ότι δεν ερχόταν κανείς από το συνεργείο αναγκάστηκε να το βγάλει µόνος του. Αυτό όµως δεν ήταν τίποτε µπροστά στην πρώτη σηµαντική σκηνή που ήθελε να του αναλύσει τον χαρακτήρα του ο Αγγελόπουλος. Τον ρωτούσε: «Θόδωρε, αυτός ο άντρας πού ταξιδεύει, πού πάει, ποιος είναι, τι ζητάει;» αλλά εκείνος δεν του απαντούσε. Κάποια στιγµή έγινε πιο επίµονος και ζητούσε λεπτοµέρειες του τύπου «πώς πληρώνει αυτός ο άνθρωπος εκεί που πηγαίνει, στα µαγαζιά, µε µετρητά ή µε κάρτα;». Και του απαντούσε ο Θόδωρος: «∆εν πληρώνει». Αφωνος ο Καϊτέλ συνέχιζε: «Πού κοιµάται; Σε ξενοδοχείο, σε µοτέλ;». Πάλι ο Θόδωρος απαντούσε: «∆εν κοιµάται». Τότε έφυγε ο Καϊτέλ µε σκυµµένο το κεφάλι αλλά τον κατάλαβε ο Θόδωρος και του είπε: «Κοίταξε, αυτό που κάνει ο ήρωας είναι ένα φανταστικό ταξίδι, οπότε µπορείς να ησυχάσεις τώρα».

Η αύρα του Μαστρογιάνι

Με τον Μαρτσέλο κάναµε πολλή παρέα και σπάγαµε πλάκα. Υπέροχος, απλός, ακοµπλεξάριστος άνθρωπος, χωρίς το σύνδροµο του σταρ. Είχε καταλάβει τον Αγγελόπουλο και έκανε ό,τι του ζητούσε χωρίς να βαρυγκωµά. Πήγαινε κάθε Σαββατοκύριακο στη Ρώµη και επέστρεφε µε τα θεϊκά σπαγγέτι του και τα κρασιά του και το γλεντούσαµε στα γυρίσµατα.