Ο θάνατος του εμποράκου και του made in Greece

Η στασιμότητα στους τζίρους, η περαιτέρω υποχώρηση της αυτοαπασχόλησης, οι ανισότητες ανάμεσα στις γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας, με ανάπτυξη μόνο για εκείνες που υποδέχονται τουρίστες, αλλά και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών για σημαντική μερίδα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων αποτελούν τα βασικά στοιχεία του χάρτη του ελληνικού εμπορίου, όπως αυτός αποκαλύφθηκε μέσα από την ετήσια έκθεση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ). Η εικόνα μάλιστα συμπληρώνεται από την καλπάζουσα αντικατάσταση των ελληνικών προϊόντων στην αγορά από εισαγόμενα, μια πολύ ανησυχητική ένδειξη που δηλώνει την καθίζηση της ελληνικής παραγωγής.

Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της ΕΣΕΕ, το ελληνικό λιανεμπόριο βρίσκεται υπό πίεση λόγω της χαμηλής καταναλωτικής δαπάνης, δηλαδή της φτωχοποίησης των ελληνικών νοικοκυριών, και παρουσιάζει ήπια ανάπτυξη μόνο στα μέρη όπου εισρέει χρήμα από το εξωτερικό μέσω του τουρισμού. Τα βασικά σημεία της έκθεσης έχουν ως εξής:

Το 2024 ο τζίρος των επιχειρήσεων του λιανεμπορίου, πλην τροφίμων, καυσίμων και αυτοκινήτων, παρουσίασε αύξηση κατά 1,9% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, χαμηλότερη δηλαδή από τον πληθωρισμό της χρονιάς (2,7%). Οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου αύξησαν το τζίρο τους κατά 3,5%, πήραν δηλαδή όσο τζίρο έχασαν οι μικρές (3,3%). Οσον αφορά την απασχόληση, το λιανεμπόριο παρέμεινε ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας, με το 16,3% των συνολικών θέσεων εργασίας. Το 2024 οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 1% και ξεπέρασαν τις 706.000. Παράλληλα όμως υπήρξε σημαντική μείωση των αυτοαπασχολούμενων στον κλάδο στο 15,9% του συνόλου, με υποχώρηση κατά -8,9% μέσα σε ένα χρόνο. Συνολικά από το 2004 ως το 2024 η πτώση της αυτοαπασχόλησης στο λιανεμπόριο έφτασε το 51,3% και μας δείχνει ότι διαρκώς συρρικνώνεται ο αριθμός των μικρών μαγαζιών στη χώρα, κάτι που ξεκίνησε αρχικά στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, αλλά πλέον συντελείται υπό την πίεση του αυξημένου λειτουργικού κόστους, των πτωτικών τζίρων και της ανοιχτά εχθρικής φορολογικής νομοθεσίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τις μικρές επιχειρήσεις.

Τα μεγέθη

Σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των επιχειρήσεων, σε εξέλιξη βρίσκεται ο περιορισμός των εμπορικών επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 20.000 ευρώ, καθώς το 2024 αντιπροσώπευαν το 32% του συνόλου έναντι 36% το 2023 και 40% το 2022. Εχουν αυξηθεί οι επιχειρήσεις με τζίρο από 20.001 έως 50.000 ευρώ, οι οποίες αποτελούν το 39% του συνόλου, και οι επιχειρήσεις με τζίρο 50.000 έως 100.000 ευρώ, που το 2024 έφτασαν το 24% έναντι 13% το 2023. Υπάρχουν σημαντικές ανισότητες ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της χώρας, καθώς στην πρωτεύουσα και στις περιοχές με τουρισμό η καταναλωτική δαπάνη είναι υψηλότερη του εθνικού μέσου όρου και στις μη τουριστικές περιοχές χαμηλότερη. Οι τρεις περιοχές με την υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη είναι η Αττική, που ξεπερνά τον εθνικό μέσο όρο κατά 15,3%, το νότιο Αιγαίο, που υπερβαίνει τον εθνικό μέσο όρο κατά 12,4%, και η Κρήτη, που υπολείπεται κατά 1,6%. Ολες οι άλλες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας έχουν μικρότερη καταναλωτική δαπάνη, με τη δυτική Ελλάδα (7,1%), την κεντρική Μακεδονία (9,3%), τα Ιόνια (9,7%) και το βόρειο Αιγαίο (10,9%) να υπολείπονται του εθνικού μέσου όρου συγκριτικά λιγότερο –ενδεχομένως επειδή επίσης έχουν τουρισμό– αλλά την Ηπειρο (-21,9%) και τη Στερεά Ελλάδα (-30,5%) να πιάνουν πάτο.

Στις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις το τοπίο παραμένει συννεφιασμένο, καθώς υπάρχουν θετικά στοιχεία αλλά τα αρνητικά είναι περισσότερα. Τα καλά νέα ήταν είναι ότι το 2024 μειώθηκαν οι επιχειρήσεις που ανέφεραν ότι έχασαν τζίρο, στο 27% έναντι 33% του 2023, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο από το 2016 –όπως και οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι είχαν σημαντική αύξηση τζίρου στο 29% έναντι 18% το 2023– πιθανόν στις τουριστικές περιοχές.

Χωρίς ρευστότητα

Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων (44%) ανέφερε στασιμότητα στον κύκλο εργασιών και περισσότερες από τις μισές (52%) δήλωσαν ότι δεν αναμένουν μεταβολή στο προσεχές μέλλον. Ακόμη χειρότερα, τα στοιχεία έδειξαν ότι μεγάλωσε το ποσοστό των επιχειρήσεων που στερείται ρευστότητας και επιβαρύνεται με χρέη προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους προμηθευτές. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2024 μία στις τρεις επιχειρήσεις (28%) είχε εκκρεμότητες προς την εφορία έναντι 24% έναν χρόνο πριν, το 23% είχε οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία έναντι 15% έναν χρόνο πριν και το 24% των επιχειρήσεων δεν μπορεί να ξοφλήσει τους προμηθευτές του εντός του συμφωνημένου χρονικού διαστήματος έναντι 19% έναν χρόνο πριν. Τα στοιχεία αυτά για τον αριθμό των επιχειρήσεων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές ήταν τα χειρότερα από το 2016.

Σε δηλώσεις τους για τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, οι επιχειρήσεις ανέφεραν τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης (τη θεωρούν ως το πιο σημαντικό πρόβλημα), τις ανατιμήσεις και την αύξηση του λειτουργικού κόστους, τη φορολόγηση και την έλλειψη ρευστότητας.

Πάνω από εννέα στις δέκα (95,4%) εμπορικές επιχειρήσεις δήλωσαν ότι έχουν πληγεί πολύ ή πάρα πολύ από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, ενώ μία στις τρεις (33%) ανέφερε ότι οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος έχουν φτάσει το 51% ως 60%.

Ως μείζον πρόβλημα αξιολόγησαν ακόμη οι επιχειρήσεις τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων που αγοράζουν από τους προμηθευτές τους, καθώς τέσσερις στις δέκα ανέφεραν ότι οι αυξήσεις στις τιμές των προμηθειών έφτασαν το 51% έως 60%, δηλαδή σε επίπεδα που ουδέποτε έχουν εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Πιθανόν γι’ αυτό τον λόγο το 36% των εμπορικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι μέσα στο 2024 διέκοψε τη συνεργασία με κάποιον προμηθευτή έναντι 25% το 2023, σε υψηλότερα ποσοστά από κάθε άλλη χρονιά από το 2016 – πιθανόν για να αναζητήσει φτηνότερες πηγές προμήθειας έξω από τη χώρα, κυρίως στην Ασία.

Ετικέτες