Ο Θανάσης Βαλτινός θεωρούσε το γράψιμο εγωιστική πράξη

Ο Θανάσης Βαλτινός, ο οποίος έφυγε από τη ζωή χτες Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία. Αναμετρήθηκε με τα μεγάλα γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας και με το έργο του άνοιξε συζήτηση πάνω στις ανεπούλωτες πληγές του παρελθόντος. 

Ο Αθανάσιος Σπανός όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στο Καστρί Αρκαδίας στις 16 Δεκεμβρίου 1932. Λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου η οικογένειά του άλλαζε τόπο διαμονής κι έτσι βρέθηκαν στη Σπάρτη, το Γύθειο και την Τρίπολη. Παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου (έγινε δεκτός το 1950), στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου των Αθηνών και σε σχολή κινηματογράφου. Έγραφε από παιδί, όμως στα μέρη που μεγάλωσε το διάβασμα και η γραφή θεωρούνταν ένα είδος αδυναμίας, όπως είχε πει, κι έτσι μέχρι και την ενήλικη ζωή του όταν το ρωτούσαν τι δουλειά έκανε έλεγε πως ήταν δημοσιογράφος. Ήταν 26 ετών όταν το 1960 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά διήγημά του, συγκεκριμένα το «Κατακαλόκαιρο» στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» για το οποίο και βραβεύτηκε. 

Διαβάστε σχετικά: Πέθανε ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός

Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η δωρικότητα και ο πολιτικός λόγος που διαμορφώθηκε μέσα από τα βιώματά του στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Το πρώτο σημαντικό του έργο, «Η κάθοδος των εννιά» δημοσιεύτηκε το 1963 στο περιοδικό «Εποχές». Η νουβέλα αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια ομάδα εννέα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού οι οποίοι στο τέλος του Εμφυλίου προσπαθεί να κατέβει στη θάλασσα από τον Ταΰγετο, μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στην περιοχή. Η «Κάθοδος των εννιά» κυκλοφόρησε και σε γερμανική μετάφραση το 1976 (από το 1974 και για ένα χρόνο έζησε στο Δυτικό Βερολίνο), ενώ το 1978 εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ένα χρόνο μετά ακολούθησε το επίσης σημαντικό για την ελληνική πεζογραφία «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», με θέμα την περιπέτεια ενός μετανάστη που αναζητεί την τύχη του στην Αμερική, στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Για το βιβλίο του «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Το έργο του είχε ευρεία αποδοχή στην αριστερή διανόηση της μεταδικτατορικής Ελλάδας αν και από το 1995 αρκετοί ήταν εκείνοι που διαχώρισαν τη θέση τους. Ο λόγος ήταν το βιβλίο «Ορθοκωστά» για το οποίο κατηγορήθηκε ότι εξίσωνε τα εγκλήματα των δύο πλευρών του Εμφυλίου. 

Ο Θανάσης Βαλτινός πίστευε πως το γράψιμο είναι εγωιστική πράξη. «Το κάνει κανείς για τον εαυτό του. Τα υπόλοιπα –ότι γράφει για ν’ αλλάξει τον κόσμο και την κοινωνία– είναι μεγάλα λόγια. Παράλληλα όμως, έχει κι έναν ερωτικό χαρακτήρα η τέχνη. Ησυχάζει κανείς όταν επιβεβαιώνεται κι από δυο τρεις άλλες συνειδήσεις. Η σωστή σχέση με τον άγνωστο αναγνώστη αρχίζει όταν τον σκέφτεσαι ως ελεγκτή της ειλικρίνειας και της συνέπειάς σου…» είχε πει στη Σταυρούλα Παπασπύρου προ ετών σε συνέντευξη η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο «Χωρίς μαγνητόφωνο» (εκδ. Πόλις)

Έγραψε επίσης θεατρικά και κινηματογραφικά σενάρια. Το πρώτο σενάριό του ήταν το «Ενώ σφύριζε το τρένο» (1961). «Μια μισοαστυνομική ταινία» όπως τη χαρακτήριζε «λίγο μελαγχολική, λίγο νοσταλγική». Συνέγραψε επίσης τα σενάρια για ορισμένες από τις πιο εμβληματικές ταινίες στη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπως το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το οποίο απέσπασε Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών. 

Ο Θανάσης Βαλτινός διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1989-1990) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου 2005 – 2006 με αντιπρόεδρο τον Βασίλη Μαζωμένο. Επίσης διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας των Αθηνών κατά το έτος 2016. Το 2012 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και της Λογοτεχνίας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, για το σύνολο του έργου του.