Ο Θανάσης Βαλτινός μέσα από μια προσωπική μαρτυρία

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης αποχαιρετά τον συγγραφέα που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών.

«Και που λες, Ικαρέ μου, πήγα στη λαϊκή και παίρνω κάτι χόρτα μούρλια και έχω γυρίσει σπίτι και θα τα βράσω, είχα και λεμόνια φίνα και στάζω λίγο αγουρέλαιο, τ’ απόλαυσα μετά» κι ήμασταν μια μικρή καλή συντροφιά στην ταβέρνα Λεύκα, στην οδό Μαυρομιχάλη, έναν λατρεμένο δρόμο, και πίνουμε το κρασάκι μας, κι ο Δάσκαλος, όπως πάντα λέω τον Θανάση Βαλτινό, μου μιλάει για πράγματα καθημερινά, απλά, στοιχειώδη, χρησιμοποιώντας σχεδόν όλους τους χρόνους στην αφήγηση, ένα μεγαλειώδες φιλοσοφικό προνόμιο της ελληνικής γλώσσας, η αίσθηση του Δάσκαλου μεγαλειώδης κι αυτή, μια άρση του χρόνου, ένα ταξίδεμα στον ωκεανό των δευτερολέπτων, ένα άφεμα στο άχρονο, ενόσω ιστορεί τον περίπατό του στη λαϊκή και το πώς αγόρασε σταμναγκάθι, πώς έβρασε και απόλαυσε το φαΐ του, και πάντα ο Δάσκαλος μιλούσε όταν ανταμώναμε, συχνά πυκνά, και με τον Γιώργο τον Αριστηνό μαζί, και τον Τάσο τον Γουδέλη, στον Καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, και ποτέ δεν τον άκουσα, αυτόν τον Τιτάνα της Πεζογραφίας, αυτόν που θήτευσε στους στρατώνες της λαϊκής ψυχής και έγραψε τα πιο αβανγκάρντ βιβλία στη γλώσσα μας, να περιαυτολογεί ή να κομπάζει όπως κάτι πυγμαίοι της συμφοράς, σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε περί λογοτεχνίας μάλιστα, μόνο για τσάρκες, για τραγούδια που του έφτιαχναν το κέφι, για γυναίκες που αγάπησε, για λουλούδια που στόλιζαν το κονάκι του, για οπωροκηπευτικά που προμηθευόταν από τη λαϊκή, και ήταν διαρκώς προσηνής, δεν θύμωνε, δεν γόγγυζε, δεν παραπονιόταν, ο Δάσκαλος, μιλούσε με ηδύτητα, αργά, με φωνή εκπληκτικά νεανική, ναι, ευπροσήγορος ήταν και μελιστάλαχτος, στο πλευρό της ανήσυχης πιτσιρικαρίας, μου τηλεφωνούσε και εγκωμίαζε κάποιον που έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα, να το στηρίξουμε, Ικαρε, το παιδί, μου έλεγε, ο Τιτάνας Δάσκαλος, ο Βαλτινός που μας προκάλεσε τόσες και τόσες εκρήξεις στο κρανίο, όταν διάβασα τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60», το 1989, ούρλιαζα μες στο σπίτι μου, τρελάθηκα με τον «Εθισμό στη νικοτίνη», θαύμασα το θάρρος που θεριεύει στα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα» που τα ορίζει, ο Δάσκαλος, μυθιστόρημα, τρεις φορές απανωτά διάβασα τον μεταμπορχεσιανό «Τελευταίο Βαρλάμη», με αφορμή την «Επείγουσα ανάγκη ελέου» έγραψα, πάνε εννιά χρόνια τώρα, «Μάστορας του μίνιμουμ, καταβυθισμένος στην καθημερινότητα αλλά και στην Ιστορία, με κεφαλαίο ιώτα, ο Βαλτινός χαρτογραφεί πεισματικά το χάος της ελληνικής πραγματικότητας, στήνει με ασπρόμαυρες στιγμιαίες λήψεις, με πολαρόιντ, σε αχανείς χώρους εκθέσεις που, σαν εγκαταστάσεις του μεγάλου εικαστικού ιστοριοδίφη Christian Boltanski (1944), φωτίζουν το σκοτεινό ορυχείο του χρόνου» και τώρα, θλιμμένος, ξαναπιάνω τα βιβλία του απ’ την αρχή, καταβυθίζομαι στο αβανγκάρντ «Ημερολόγιο της Αλοννήσου», διαλύομαι λυτρωτικά μες στον ρηξικέλευθο «Ανάπλου», αυτήν τη μεταμοντέρνα διαθήκη του Δάσκαλου, κι υπογραμμίζω πάλι την αναδρομικά προγραμματική του φράση, «Ηρωες όχι ακριβώς, στοιχεία για ήρωες. Και βεβαίως ατμόσφαιρες, καταστάσεις». Αντίο, Δάσκαλε, τα λέμε εκεί.