Τα 20 χρόνια κυκλοφορίας του «Μετρονόμου» ήταν αφορμή για να συναντήσουμε τον εκδότη του Θανάση Συλιβό.
Παρατηρώ τον Θανάση Συλιβό να µιλάει µε τους επισκέπτες του Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο. Στο περίπτερο του «Μετρονόµου» ο κόσµος δεν κοιτάζει απλώς και ξεφυλλίζει, παραµένει για ώρα και συζητά. ∆εν σταµατούν να περνούν µουσικοί και τραγουδιστές, συγγραφείς και ποιητές, ερευνητές και δηµοσιογράφοι και εραστές του τραγουδιού. Παρατηρώ την ικανότητα του Θανάση Συλιβού να ξεκλειδώνει τους συνοµιλητές του που αποτελούν τον πυρήνα του «Μετρονόµου» – τους ανθρώπους που δηµιουργούν και καταγράφουν ένα σηµαντικό µέρος του ελληνικού τραγουδιού και της µουσικής. Ο Περικλής Κοροβέσης κάποτε είχε χαρακτηρίσει τον «Μετρονόµο» κίνηµα για τον τρόπο που συσπειρώνει τους ανθρώπους.
Το περιοδικό που συµπλήρωσε 20 χρόνια παρουσίας στον εκδοτικό χώρο ξεκίνησε σαν όνειρο των φοιτητικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη. «Μέχρι να το κάνω δεν γνώριζα καθόλου πώς φτιάχνεται ένα περιοδικό. Συγκέντρωνα για χρόνια στοιχεία από βιογραφίες µουσικών, από βιβλία και περιοδικά. Οταν τελείωσα τη Γεωπονική και επέστρεψα στην Αθήνα είχα ήδη ένα τεράστιο αρχείο. Ξεκινώντας να δουλεύω σε δισκοπωλείο γνώρισα ανθρώπους που σχετίζονταν µε τη µουσική και κάπως έτσι άρχισαν όλα».
Καταγραφή της µουσικής ιστορίας του τόπου
Το πρώτο τεύχος του «Μετρονόµου» κυκλοφόρησε το 2001. «Γιορτάζουµε φέτος τα 20 χρόνια και όχι πέρυσι εξαιτίας του κορονοϊού». Αποτελούνταν από 28 σελίδες, «σαν διαφηµιστικό φυλλάδιο» λέει χαµογελώντας. Το πρώτο εξώφυλλο ήταν αφιερωµένο στον Χρήστο Λεοντή. Στόχος ήταν ο «Μετρονόµος» να αποτελέσει µια διαφορετική πρόταση σε σχέση µε άλλα µουσικά περιοδικά. «Οσα κυκλοφορούσαν τότε ήταν πολύ αξιόλογα και είχαν µεγάλη κυκλοφορία. Αυτό που επιχείρησα να κάνω είναι ένα έντυπο που να περιλαµβάνει πράγµατα που συζητούσαµε στις παρέες. ∆εν µε ενδιέφερε να καταγράψω την επικαιρότητα. Στην αρχή έγραφαν οι φίλοι που γνώρισα µέσα από το δισκοπωλείο, σταδιακά µπήκαµε στη ροή. Στην πορεία γνώρισα αυτούς που θαύµαζα και µελετούσα από παιδί – δηµιουργούς, ερµηνευτές, µουσικούς. Στα πρώτα βήµατα ήταν πολύ σηµαντική η συµβολή κάποιων ανθρώπων όπως ο Φώντας Λάδης, ο Νότης Μαυρουδής, ο Νίκος Μαµαγκάκης».
Η οµάδα του «Μετρονόµου» αποτελείται από έναν σταθερό πυρήνα και συνεργάτες που προκύπτουν στην πορεία. «Μιλάω µε κόσµο και λέω ότι ετοιµάζω κάτι και ρωτάω αν θέλουν να συµµετάσχουν – σαν πάρτι ρεφενέ» λέει χαριτολογώντας. Στις σελίδες του έχουν δηµοσιευτεί κατά καιρούς οι πρώτες συνεντεύξεις αρκετών αξιόλογων µουσικών. «Φωτίζουµε πρόσωπα που δεν έχουν βγει πολύ προς τα έξω. Η ιστορική καταγραφή δεν αφορά µόνο τα διάσηµα πρόσωπα». Τα άρθρα του περιοδικού είναι σηµείο αναφοράς για ερευνητές και δηµοσιογράφους, ενώ µε συγκίνηση θυµάται το γράµµα που είχε λάβει από έναν κρατούµενο που του ζητούσε να γίνει συνδροµητής επειδή ο «Μετρονόµος» του κρατούσε συντροφιά στο κελί.
Πώς επιλέγονται τα εξώφυλλα; «Αφορούν πρόσωπα που έχουν µια πορεία που αξίζει να καταγραφεί. Εχει ενδιαφέρον εδώ να παρατηρήσει κάποιος πως καλλιτέχνες που σήµερα στις συναυλίες τους µπορεί να έχουν αρκετές χιλιάδες κόσµο δεν προσελκύουν αντίστοιχο κόσµο όταν γίνονται εξώφυλλο».
Η ταυτότητα του περιοδικού και το µαζικό κοινό
Αρκετά από τα αφιερώµατα του περιοδικού στη συνέχεια εµπλουτίστηκαν και κυκλοφόρησαν σε βιβλίο. Το πρώτο βιβλίο ήρθε το 2005 – ήταν το «Μάγκες αλήστου εποχής» του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη. ∆ύο χρόνια µετά ακολούθησε το «Μια φυσαρµόνικα που κλαίει» µε τους στίχους του ∆ήµου Μούτση. Μεγάλο µέρος της λογοτεχνίας που κυκλοφορεί από τον «Μετρονόµο» προέρχεται από συγγραφείς που έχουν σχέση µε τη µουσική, άµεση ή έµµεση – Τάσος Λειβαδίτης, ∆ηµήτρης Χριστοδούλου, Μανώλης Ρασούλης, Γιώργος Σταυριανός, ∆ηµήτρης Λέντζος αλλά και ερευνητές και δηµοσιογράφοι.
Εκτός από το περιοδικό και τα βιβλία, ο «Μετρονόµος» εδώ και χρόνια έχει κυκλοφορήσει δεκάδες CDs δίνοντας φωνή σε νέους και καταξιωµένους δηµιουργούς. «Ο κόσµος αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια µε τον καιρό. Ηταν σηµαντικό να γνωρίζω πού ήθελα να πάω, δεν είχα στόχο να προσεγγίσω ένα κοινό της τάξης των 50.000 αναγνωστών. Με ενδιέφερε να µας γνωρίζει ένα µικρό κοινό το οποίο µε τα χρόνια να αυξάνεται. Είναι παρακινδυνευµένο να σχεδιάζεις εξαρχής το µεγάλο άνοιγµα, γιατί µπορεί να σου στερήσει την ταυτότητά σου».
Τονίζει ότι δεν πιστεύει στη φράση «αυτά θέλει ο κόσµος», αλλά στην προσφορά που δίνει τη διαφορετική επιλογή. Οπως το ασπρόµαυρο χρώµα σε όλο το τεύχος που είναι άποψη. «Είναι θέση σε έναν κόσµο που έχει γεµίσει χρώµα αλλά του λείπει η ουσία». Παρότι έχουν περάσει ήδη δύο δεκαετίες, όταν βλέπει το περιοδικό στις προθήκες των βιβλιοπωλείων νιώθει το άγχος του πρώτου τεύχους. «Περνάω, το κοιτάζω, κάνω δυο βήµατα πίσω και το παρατηρώ αυτήν τη φορά στο περιβάλλον που βρίσκεται. Είναι παράξενη η αίσθηση, σαν ένα παιδί που είναι δικό µου και ταυτόχρονα δεν είναι».