Αποχαιρετώντας έναν one of a kind συνεργάτη, τον Τάσο Θεοδωρόπουλο, που από σήμερα εξερευνά τα όρια του απόλυτου τίποτε.
Κατεβαίνω στην προσωπική σου σελίδα και διαβάζω λέξεις λύπης, λέξεις πικρίας, λέξεις πένθους. Λέξεις που αποχαιρετούν μια ευφάνταστη πένα, ένα εμπνευσμένο μυαλό, μια τρυφερή ψυχή, μια ευαίσθητη καρδιά. Λέξεις που λένε την αλήθεια, λέξεις που δεν παρουσιάζουν όλη την αλήθεια γιατί είναι βαλμένες με τον συμβατικό τρόπο που πάντα σε οδηγούσε σε αφόρητη γκρίνια. Καλό ταξίδι και καλό παράδεισο σου εύχονται, Τάσο, σ’ εσένα που κορόιδευες τους παραδείσους και ζούσες τις κολάσεις: «Ο νεκρός είναι πουθενά, πόσο μάλλον δεν αναπαύεται σε δίκλινο με τζακούζι γεμάτο γαρίφαλα, καμαριέρες και αγγελάκια με ζαρτιέρες». Το διαβάσατε αυτό; Τα αγγελάκια φορούν ζαρτιέρες. Αυτά τα παράδοξα συμβαίνουν στους κόσμους του Τάσου. Τα αγγελάκια φορούν ζαρτιέρες, οι νεράιδες ατσάλινους φαλλούς σε pop αποχρώσεις, οι νάνοι της Χιονάτης κυκλοφορούν με ξυλοπόδαρα, η Ντόροθι Βάλενς ντυμένη με γούνα στη ρωσική τούνδρα, τα κορίτσια της Pirelli γίνονται αφίσα στο ιερό του καθεδρικού της Κολωνίας και ο εσταυρωμένος βουτάει στη ζάχαρη του «Sweet movie».
«Έχω κάθε δικαίωμα να μη γουστάρω να παντρευτώ ή να κάνω σχέση όπως έχεις κι εσύ να κάνεις το αντίθετο. Όταν όμως η προσέγγισή σου απέναντί μου είναι σαν να είμαι κάτι εξωγήινο, έχω επίσης κάθε δικαίωμα να ξερνάω απέναντι στο πόσο ανώτερος αισθάνεσαι κάθε φορά που ποζάρεις σαν βλαχοδήμαρχος –με κοστούμι τρία νούμερα μικρότερο από την κοιλάρα σου– σε γάμους, βαφτίσια και άλλα κοινωνικά γλέντια (προσωπικά προτιμώ τις κηδείες· έχουν πιο αυθεντική πλάκα διαπροσωπικής επαφής). Και αν εσύ βαφτίζεις φυσιολογική την εικόνα σου με παντόφλα και πιτζάμα στις 10 το βράδυ να τα ξύνεις με πίτσα και μπίρα μπροστά την τηλεόραση, είμαι σίγουρος πως η δική μου αλητεία την ίδια εκείνη ώρα σε ένα μπαρ, ένα κρεβάτι ξενοδοχείου (δεν ξέρω πού) είναι πολύ πιο φυσιολογική. Λάθος έκφραση, για να μην πέσω στο δικό σου επίπεδο της εύκολης κρίσης και απαξίωσης. Δεν ξέρω αν είναι πιο φυσιολογική γιατί δεν πιστεύω σε αυτήν τη λέξη, είναι σίγουρα όμως πολύ πιο χαρωπή. Όσο κι αν μπορεί να πονέσει την επόμενη μέρα. Όσο κι αν πιθανότατα πεθάνω μόνος μου. Γιατί αυτό που δεν έχεις καταλάβει είναι πως στην ουσία όλοι πεθαίνουμε μόνοι μας. Απλώς μερικοί από μας αν δεν έχει παραλύσει η μούρη μας στα γεράματα και δεν είμαστε σε αφασία, μπορεί να ρίξουμε κι ένα χαμόγελο πριν από την τελεσίδικη ξάπλα για τις “αφύσικες” αταξίες μας. Η δική σου μούρη… μάλλον το αποκλείω, γιατί είναι σε παράλυση αφασίας εδώ και καιρό. Όχι, αρνούμαι ότι είμαι επιθετικός, όπως στην αρχή έγραψα και το ότι αρνούμαι και σιχαίνομαι τον χαρακτηρισμό “αιρετικός”. Τερματοφύλακας της ζωής μου είμαι που δεν γουστάρω πλέον να τρώω τα πληρωμένα γκολ της φυσιολογικότητάς σου. Και αιρετικός δεν είμαι, γιατί αν το να αγαπάς τη ζωή σου μέσα από τις διαφορετικές επιλογές σου και το κόστος που πληρώνεις γι’ αυτές σε σχέση με τον μέσο όρο είναι αίρεση, τότε αυτό καθιστά εσένα που με κρίνεις Ιερά Εξέταση σε κυνήγι μαγισσών».
Αυτά και άλλα σαν αυτά έγραφε –ανάμεσα σε αγαπησιάρικες κουβέντες και ανελέητα μπινελίκια– στο Documento ο ΤΑΖ και μιλούσε για ζωή, μιλούσε για θάνατο, μιλούσε για τη βαρεμάρα να είσαι κακορίζικος μικροαστός που οικτίρει ανθρώπους σαν τον ίδιο. Και μέσα από τον ντελιριακό του λόγο πότε πότε άφηνε χώρο να φανεί η μητέρα του, η κυρία Σοφία, και ο πατέρας του, ο μεγάλος απών, και τότε γέμιζε το ποτήρι του με βότκα και άφηνε το βλέμμα του να χαθεί στον δικό του κόσμο, εκεί που μπλέκονταν ο Κέρουακ με την Τέιλορ, ο Γουλφ με τον Σακελλάριο, ο Καπότε με τη Μαντόνα.
«Σπάω τα δεσμά μου κι ανασταίνομαι σε έναν πιο όμορφο κόσμο. Αυτό είναι για μένα το θέμα της Ανάστασης, Όχι να μου ξυπνήσεις ζόμπι από τον τάφο, αλλά να ξεκινήσεις ξανά, καθαρός, ελεύθερος κι αναστημένος μέσα σου. Γι’ αυτό δακρύζω όποτε ακούω το “Χριστός Ανέστη”. Για την ελπίδα ενός καλύτερου εαυτού μου που θα μαζέψει τον ζητιάνο από το πεζοδρόμιο και θα παίζουμε μετά βουτιές στη θάλασσα». Αυτό τον κόσμο κυνηγούσε ο Τάσος. Τον πλημμυρισμένο από ομορφιά όπου ο ζητιάνος πια δεν θα είναι ζητιάνος και θα μπορεί να βουτάει στη θάλασσα για να γευτεί τη χαρά της ζωής. Γιατί ο Τάσος αγαπούσε τη ζωή, αλλά τη ζωή με τους δικούς του όρους. Αγαπούσε την ανθρώπινη επαφή, αλλά την επαφή με τους κατατρεγμένους, τους απόκληρους, τους βασανισμένους, τους περιθωριακούς.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτό που ο ίδιος πάντα ήθελε –να μη σβήσει η εικόνα του από το μυαλό όσων τον γνώρισαν– θα γίνει πραγματικότητα: το παιδί με τα μοβ μαλλιά που κάποτε βρεθήκαμε στα ίδια γραφεία του Λυμπέρη, το παιδί με τα κατάμαυρα μαλλιά που μετά βρεθήκαμε στα γραφεία του Documento θα γεμίζει πάντα ένα ποτήρι με βότκα, θα κοιτάει με το θολωμένο του βλέμμα σε ποιο μέρος του σχεδόν άτριχου κεφαλιού μου να βουτήξει το χέρι του και να βγάζει από το στόμα του ένα αιωρούμενο «Φρουντζολάκ». Σιγά μην άφηνε το παιδί να γεράσει. Ο Τάσος το σκότωσε προτού ασπρίσουν τα μαλλιά του και προτού τα αγγελάκια ξεφορτωθούν τις σφιχτές ζαρτιέρες τους.