Ο Τάσος Τούσης, ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου και το «ελληνολαϊκό» σύμπαν

Ο Τάσος Τούσης, ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου και το «ελληνολαϊκό» σύμπαν
Θεσσαλονίκη 9 Μαΐου 1936. Η Κατίνα Τούση, η μάνα του νεκρού, πεσμένη στα γόνατα μοιρολογεί τον γιο της

Το νεκρό παλικάρι, ο θρήνος της μάνας, οι ματωμένοι Μάηδες της εργατικής τάξης.

9 Μαΐου του 1936. Η ηµέρα εκείνη άφησε βαθύ το ίχνος της στη συλλογική µας µνήµη· τη θυµόµαστε και ας µην το γνωρίζουµε. Η αλυσίδα των γεγονότων ξεκίνησε από την οδό Εγνατίας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όταν οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τυφλά στο πλήθος των διαδηλωτών και σκότωσαν τον Τάσο Τούση, έναν 30χρονο οδηγό επαγγελµατικού αυτοκινήτου. Η διαµαρτυρία των καπνεργατών που είχε αρχίσει δέκα ηµέρες νωρίτερα µε την πολιτική υποστήριξη της Αριστεράς είχε τώρα εξελιχθεί σε γενική απεργία ενάντια στην κυβέρνηση Μεταξά. Οι απεργοί απόθεσαν τον νεκρό πάνω σε µια ξηλωµένη πόρτα, τον ύψωσαν σαν σύµβολο και κινήθηκαν προς το ∆ιοικητήριο. Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, οι δρόµοι έγιναν πεδία µάχης και ανάµεσα σε πυροβολισµούς, πετροπόλεµο και τρεχαλητά η πόρτα αφέθηκε καταµεσής του δρόµου και η Κατίνα Τούση, η µάνα του νεκρού, πεσµένη στα γόνατα µοιρολογούσε τον γιο της.

Ίσως να έκλαιγε, να χτυπιόταν, να καταριόταν τους φονιάδες, να µονολογούσε όπως οι παλιές µοιρολογίστρες. Μπορείς να τα ακούσεις όλα αυτά αν αφεθείς για λίγο στη σπαρακτική εικόνα που δηµοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα τις επόµενες ηµέρες στον «Ριζοσπάστη» και στη «Μακεδονία». Έντεκα ακόµη νεκροί προστέθηκαν εκείνο το Σάββατο και κάπου 280 τραυµατίες, 32 από αυτούς βαριά. Όµως απ’ όλα τα γεγονότα και απ’ όλους τους νεκρούς ανεξίτηλα στη συλλογική µνήµη χαράχτηκε η γονατισµένη µάνα µε χέρια ανοιγµένα σε απόγνωση. Η δύναµη της εικόνας θα συγκλονίσει τον Γιάννη Ρίτσο. Ο ποιητής θα ντύσει µε λόγια τον θρήνο της, σε ρυθµό δεκαπεντασύλλαβο, σαν µανιάτικο µοιρολόι. Η συλλογή µε τα 14 «τραγούδια», όπως τα ονόµασε, θα κυκλοφορήσει έναν µήνα αργότερα µε τίτλο που ταίριαζε στη διάχυτη θρησκευτικότητα που απέπνεαν: «Επιτάφιος». Ο νεκρός εργάτης στην ξύλινη πόρτα γίνεται ο Εσταυρωµένος που ξεψυχά, η µαυροφορεµένη ως Θεοτόκος Μαρία η ίδια η Ελλάδα· ο πόνος της, πόνος του λαού που προσδοκά µια ανάσταση.

Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος), «Κάθε πρωί», 1932

 

Θα περάσουν από εκείνη την ηµέρα περισσότερα από είκοσι χρόνια. Θα µεσολαβήσει η ταραγµένη δεκαετία του ’40, όταν η Αριστερά γνώρισε διαδοχικά τον θρίαµβο µε την εποποιία της Αντίστασης και την ήττα και τον εξοβελισµό µε τον Εµφύλιο. Ο Μίκης Θεοδωράκης ξεδιαλέγει οκτώ από τα ποιήµατα του Ρίτσου και ξεκινάει τη συνοµιλία του µε το λαϊκό τραγούδι, µε την κληρονοµιά του ρεµπέτικου: τα µαντολίνα δίνουν τη θέση τους στο κακόφηµο µπουζούκι και οι ερµηνευτές των ωδείων στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, έναν τραγουδιστή του λαϊκού περιθωρίου. Ο «Επιτάφιος» θα κυκλοφορήσει σε δίσκο τον Οκτώβριο του 1960. Ανάµεσα στα κοµµάτια του το «Μέρα Μαγιού», ένα µοιρολόι πλασµένο απρόσµενα σε ρυθµό ζεϊµπέκικο. Παρέµεινε θρήνος, µα θρήνος δωρικός, όπως ταίριαζε στην εικόνα του λαϊκού αγωνιστή, που τσακισµένος µπορεί να φανερώνει τον πόνο του, µα µε αξιοπρέπεια. Μαζί µε τα µουσικά µοτίβα ανασύρονται από τη λαϊκή κουλτούρα και µοτίβα αισθητικά, µοτίβα αξιών και βαθιά ριζωµένων νοοτροπιών.

Τα τραγούδια αγκαλιάστηκαν από τους κατατρεγµένους της Αριστεράς. Όχι µόνο διότι αντλούσαν από τη µνηµονική δεξαµενή των ταπεινών και ηττηµένων ούτε επειδή σµίλευαν τον κόσµο τους µε ήχους και ρυθµούς οικείους, αλλά διότι ανύψωναν τον κόσµο τους, προσέδιδαν κύρος στα ως τότε καταφρονεµένα µετουσιώνοντάς τα σε υψηλή τέχνη. Βλέποντας τον δρόµο για µια πολιτισµική ηγεµονία, η Ε∆Α θα παραµερίσει τη δυσθυµία της απέναντι στο µπουζούκι, τον κληρονοµηµένο από τον µεσοπόλεµο φόβο της µην ταυτιστεί µε τους παραβατικούς ρεµπέτες. ∆εν λάθεψε. Ο «αντρίκιος» πόνος του «Επιταφίου» µε όσα ανάλογα ακολούθησαν, όπως η τελετουργική παράκληση του «Άξιον εστί» και η ηρωική ανάταση της «Ρωµιοσύνης», συγκρότησαν ένα «ελληνολαϊκό» σύµπαν που αύξησε την πολιτισµική εµβέλεια της Αριστεράς, µετέτρεψε την ιστορική της ήττα σε ηθικό θρίαµβο.

Με τη µελοποίηση και τη διάδοσή του στο στόµα των πολλών, το «Μέρα Μαγιού» αποσπάστηκε από την αποκλειστική σύνδεσή του µε τον Μάη του ’36. Κουβαλούσε όµως πάντοτε τις αριστερές και εθνολαϊκές του συνδηλώσεις που ανανεώνονταν από τις µετέπειτα χρήσεις και αξιοποιήσεις του. Με αυτό για παράδειγµα αποχαιρέτησαν τον Γρηγόρη Λαµπράκη οι σύντροφοί του έναν άλλο Μάη, τον Μάη του 1963. Αν ποτέ το τραγούδι αποµονωνόταν στεγανά από το ιστορικό και κοινωνικό του πλαίσιο, κανένα από τα χρώµατά του δεν θα αναδυόταν. Στην Ελλάδα όµως του ’60, του ’70 και του ’80 όποιος το άκουγε ένιωθε ευθύς πως όχι µόνο παραπέµπει στην Αριστερά, αλλά ότι καθαγιάζει την Αριστερά ταυτίζοντάς την µε την ψυχή του λαού που µε τη σειρά της δεν είναι άλλη παρά η αυθεντική ψυχή του έθνους.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Documento Newsletter