Σπανίως ήταν ο βασικός ήρωας στις ταινίες που έπαιζε. Περισσότερο ήταν ο δευτεραγωνιστής που έσπαζε τον πάγο με μια ατάκα ή έδινε την πάσα για να σκοράρουν οι συμπρωταγωνιστές του. Όμως οι σκηνοθέτες που τον γνώριζαν καλά ήξεραν ότι δεν υπήρχε πιο κατάλληλος ηθοποιός για να φέρει τα πάνω κάτω σε μια σκηνή που δεν προμήνυε την ανατροπή. Ή ακόμη καλύτερα το χάος. Ο Σπυριδάκης είχε σπάνια ταλέντο σε αυτό. Κι όπως έλεγαν όσοι τον έζησαν από κοντά «ο Τάκης ήταν ο ίδιος το χάος»!
Η αναρχία λοιπόν που επιδίωκαν σκηνοθέτες σαν τον Περάκη, τον Νικολαϊδη, τον Τριανταφυλλίδη ή τον Παναγιωτόπουλο, ήξεραν ότι με τον Σπυριδάκη ήταν εξασφαλισμένη. Ο πρώτος που έδωσε την ευκαιρία να κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά ο ακόμη φοιτητής της Δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν ο Νίκος Νικολαΐδης το 1983 που είδε μια φωτογραφία του η οποία τον κέρδισε. Στη γνωστή και αγαπητή όσο λίγες ταινίες “Γλυκιά Συμμορία” τα δίνει όλα. Εμφανίζεται ολόγυμνος και πλάθει ένα ρεμάλι διαχρονικό μέλος μιας περιθωριακής αλλά και απέραντα ρομαντικής συμμορίας που άνετα θα μπορούσε να κινείται στο χώρο των Εξαρχείων, όπως είχε εξομολογηθεί κι ο ίδιος. Ο προσωπικός του θρίαμβος ολοκληρώνεται με το ειδικό βραβείο ερμηνείας που κερδίζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η οξυδέρκεια του Νίκου Περάκη τον οδηγεί στο να του δώσει τον μνημειώδη ρόλο του Μπαλούρδου στη “Λούφα και Παραλλαγή” τον επόμενο κιόλας χρόνο. Ο γλοιώδης, λουφαδόρος και τρακαδόρος φαντάρος που τρώει τα φαγητά της μαμάς του Κιμούλη και ρίχνει τις γυναίκες ακόμη και στο τρελάδικο, με ατάκες που έγραψαν ιστορία («δεν κολλάει η τρέλα μωρό μου» απαντά στην κοπέλα που του εξομολογείται πως φοβάται μην κολλήσουν τίποτα αν κάνουν σεξ στο άσυλο) του ανήκει δικαιωματικά. Ξανά θρίαμβος, για να ακολουθήσει μια φρενήρης υποκριτική κούρσα με έντονα πάντως τα σημάδια της τυποποίησης σε φιλμ όπως η “Πρωινή Περίπολος” του Νικολαΐδη, τα “Προστάτης Οικογένειας” και «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο” του Περάκη, τα “Αυτή η Νύχτα Μένει” και «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το “Μαύρο Γάλα” του Ν.Τριανταφυλλίδη, το “Κανείς δεν χάνει σε όλα” του Γρηγοράτου, τα “Φτηνά Τσιγάρα” του Ρένου Χαραλαμπίδη κ.α. Και σε αυτά τα φιλμ ο Σπυριδάκης είναι πάντα το δεύτερο βιολί στην ορχήστρα. Ποτέ ο πρωταγωνιστής.
Αρχίζει να ψάχνεται καλλιτεχνικά με την ταινία μικρού μήκους. Το 1989 γράφει και σκηνοθετεί την “Βέρα Κρουζ”, που απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους της Δράμας, ξεκινώντας μια αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική πορεία που ολοκληρώθηκε με βραβείο από το Εθνικό Κέντρο Ταινιών της Γαλλίας για τα κορυφαία φιλμ του 1990. Το 1994 κάνει την πρώτη και μοναδική μεγάλου μήκους ταινία του τον «Κήπο του Θεού» («μια ταινία για την ομορφιά που κρύβεται στα σκουπίδια» θα πει). Θρίαμβος καλλιτεχνικός (πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη) αλλά όχι και εμπορικός για ένα φιλμ που «φτιάχτηκε για χάρη μιας φιλίας αλλά μου άφησε αμέτρητα χρέη» όπως λέει με πίκρα. Ποτέ δεν ξανασκηνοθέτησε στο σινεμά και οι καλιτεχνικές απόπειρες του πλέον στράφηκαν στο θέατρο (ίσως η καλύτερη στιγμή του ο «Άγριος σπόρος» του Τσίρου) με άνισα αποτελέσματα. Ο νέος θρίαμβος όμως ήρθε μέσω της διαφήμισης όπου ο πολύς κόσμος έμαθε ποιος είναι ο Σπυριδάκης μέσω του «Πίου» και του «Αγαπούλα».
Για επίλογο μερικά δικά του λόγια που νομίζω ότι δείχνουν ξεκάθαρα ποιος ήταν ο Σπυριδάκης.
«Η Γλυκιά συμμορία μου άλλαξε τη ζωή. Είναι η ιστορία μιας παρέας νέων ανθρώπων με ασαφή πολιτική ιδεολογία που ζουν παραβατικά και τους ενώνουν τα πάντα. Κάποια στιγμή το σύστημα τους τιμωρεί. Αυτή είναι η μοίρα τους κι αυτή είναι κι η δική μου μοίρα. Εννοείται πως έχω πολλά κοινά με τους ήρωες αυτής της συμμορίας αλλά δεν είμαι αυτός που δείχνει το φιλμ. Ο Αντρέας της Συμμορίας είναι ροκ όπως μου λένε. Εγώ αγαπώ πιο πολύ την τζαζ από τη ροκ».