Οσοι αναρωτιούνται πώς καταφέρνει ο Μητσοτάκης, παρότι ο χειρότερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης (συναγωνίζεται και τους χειρότερους των δεκαετιών του 1950 και 1960), να βρίσκεται ακόμη στην εξουσία έχουν εδώ και καιρό ακόμη μία απάντηση: οι αντίπαλοί του έχουν επιλέξει να παίζουν σε άλλο γήπεδο, με κανόνες που δεν αφορούν την τρέχουσα πολιτική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί
πλέον να χρησιμοποιήσει το μιντιακό σύστημα με τρόπο που να σκηνοθετεί την εικόνα του μοναδικού ικανού – κάθε δημόσια παρουσία του συνοδεύεται από εκδηλώσεις απαξίωσης και, κυρίως, γίνεται όμηρος των εσωκομματικών διαθέσεων που θα αναζητούν ικανοποίηση για να μην τον απειλήσουν.
Παρ’ όλα αυτά, στέκει όρθιος μπροστά στις κάμερες. Κινεί με αμηχανία τα χέρια σαν να ανακατεύει το άγχος του, όπως την περίοδο που ο Γκρίνμπεργκ προσπαθούσε να τον αποκαρτουνοποιήσει, φαίνεται να γελάει στις πιο δραματικές στιγμές και γίνεται όλο και πιο κακός ηθοποιός του εαυτού του. Παρ’ όλα αυτά, στέκει όρθιος και απειλεί ότι θα παραμείνει.
Την ώρα που η κοινωνία δίνει τη μάχη της επιβίωσης, στον ΣΥΡΙΖΑ δίνουν τη δική τους μάχη: της ίντριγκας, των χαρακωμάτων και της επικράτησης σε ένα κόμμα που σε λίγο δεν θα υπάρχει. Ισως τελικά αυτό να είναι το ζητούμενο για κάποιους. Τo δόγμα «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» έχει καταντήσει πολιτικό ζητούμενο για όλους όσοι δεν μπορούν να ελέγξουν το κόμμα ή να επιβάλουν ατζέντες. Η συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά δεν είναι ανακάλυψη των ημερών. Είναι χρόνια κατάσταση, που αν και επιχειρείται να αποδοθεί στην κακοδαιμονία και τη μοίρα της Αριστεράς, σχετίζεται με την πραγματικότητα και μόνο μ’ αυτήν.
Χρόνια τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνεται από το ζητούμενο για ένα προοδευτικό πολιτικό κόμμα, που είναι η υπεράσπιση του ανυπεράσπιστου.
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησε το πολιτικό της κεφάλαιο όχι για να ερμηνεύσει τους λόγους που τον έφεραν στην εξουσία και να τους στηρίξει, αλλά για να αντεπεξέλθει σε εσωτερικούς και εξωτερικούς συσχετισμούς. Ο δήμαρχος επέμενε να συμπεριφέρεται ως κλητήρας για να αποφύγει τη βάσανο του να επεξεργάζεται θέσεις και να παράγει και να υλοποιεί πολιτική.
Για να επιβιώσει ως κλητήρας ο ΣΥΡΙΖΑ –και όχι ως δήμαρχος, που ήταν η λαϊκή εντολή– παρήγαγε συμπεριφορές κλητήρα. Ανακάλυψε την ασφάλεια της μετριοπάθειας, η οποία ήταν και το καλύτερο άλλοθι για την αδράνεια. Δεν έπρεπε πλέον να λύσει προβλήματα της κοινωνίας, αλλά να είναι αρκετά μετριοπαθής ώστε να προσελκύσει τις κεντρώες μάζες που μπορούσαν να τον διατηρούν στην εξουσία.
Στον αντίποδα της αδυναμίας του να επιλύσει προβλήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε ένα λεκτικό ακτιβισμό που συμπεριλάμβανε από τα δικαιώματα του μπαρμπουνιού του Ατλαντικού έως τους ανθρώπους, αλλά με πολύ ιδιαίτερους όρους. Για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η καταφυγή σε ρόλο αναλυτή για κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα ήταν απείρως πιο βολική από τον ρόλο αυτού που πράττει πολιτικά.
Οι «προτεραιότητες» και η αντιστροφή τούς έγιναν μανιέρα. Μοιραία το κόμμα που έφερε στην εξουσία τον Αλέξη Τσίπρα μετατράπηκε σε κόμμα ηθικολόγων, συμπεριφερολόγων και αναλυτών επί παντός επιστητού. Βολικό αλλά και επιζήμιο. O ΣΥΡΙΖΑ έχασε το τρένο όχι γιατί δεν ήταν στην ώρα του, αλλά γιατί περίμενε πίνοντας καφέ σε λάθος στάση.
Οι 6+6, οι Ομπρέλες, οι 58 και όλα τα σημερινά παράγωγα της διαλυτικής πρακτικής δεν είχαν καμία σχέση με τη δημοκρατία και την υπεράσπιση της «άλλης άποψης». Δεν αφορούσαν τίποτε, κατά το αφήγημα που επικράτησε, από την κουλτούρα της Αριστεράς. Ηταν πηχτή ανικανότητα και φραξιονισμός που κατέληξαν εγκληματικός και εκτεθειμένος πλέον ευφημισμός.
Παρά την ανικανότητα όσων εξέφραζαν το κόμμα, στην κοινωνική βάση υπήρχε (και ευτυχώς υπάρχει) κόσμος που θεωρούσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αλλάξει την κοινωνία.
Αρχικώς να αποτρέψει τη λαίλαπα Μητσοτάκη και στη συνέχεια να κυβερνήσει με άλλους όρους. Μεγάλο τμήμα του κόσμου αυτού απογοητεύτηκε, απομακρύνθηκε από το πολιτικό γίγνεσθαι που ως εκείνη την ώρα τον συμπεριλάμβανε ως υποκείμενο των αλλαγών και κατέληξε να αποδεχτεί το μοιρολατρικό «όλοι ίδιοι είναι».
Σήμερα τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Ο Στέφανος Κασσελάκης ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε κι αυτός την έφοδό του στα θερινά ανάκτορα της εξουσίας και της κομματικής γραφειοκρατίας για να καταλήξει να απολογείται για την πισίνα του προσωπικού του θέρους. Η πολιτική κριτική που δέχεται ο Κασσελάκης, όμως, δεν γεννιέται αποκλειστικά και μόνο από τις θέσεις του ή τις συμπεριφορές του, όπως λένε οι επικριτές του. Υπάρχει στο κόμμα ένα υπόγειο ρεύμα που τον πριονίζει με το πρόσχημα (κατά την παλιά και αποτελεσματική τακτική της ιδεολογικοποίησης του μικροσυμφέροντος) του πολιτικού του ελλείμματος. Στα αριστερά κόμματα καλό είναι να μη λύνονται έτσι οι διαφορές, αλλά έτσι λύνονται, όπως αποδεικνύει η Ιστορία. Δεν έχει νόημα ούτε η ωραιοποίησή της ούτε η εξιδανίκευση των πρωταγωνιστών σε «κάτι το ωραίο».
Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα παιχνίδι εξουσίας και το μέλλον της κοινωνίας, της υπεράσπισης των ανυπεράσπιστων, φαντάζει δευτερεύον. Το θέμα ηγεσίας το έβαλε ανοιχτά ο Παύλος Πολάκης. Το γεγονός ότι το βάζει ο Κρητικός βουλευτής έχει ιδιαίτερη σημασία. Για μεγάλο τμήμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ ο Πολάκης έχει επιδείξει τη μαχητικότητα που δεν επέδειξαν το κόμμα και η ηγεσία του. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι ο Πολάκης όχι μόνο επιβίωσε από τη δολοφονία του χαρακτήρα του αλλά ανακάμπτει, εκφράζοντας όπως φαίνεται σημαντικό τμήμα του κόμματος.
Αποτελεί όμως η μαχητικότητα τη λύση στο πρόβλημα ΣΥΡΙΖΑ; Από μόνη της, χωρίς μόνιμα και ουσιαστικά πολιτικά στοιχεία, όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξανασυστηθεί στην κοινωνία. Αυτό είναι δύσκολο γιατί απαιτεί οργανωτική λειτουργία κόμματος και όχι λέσχης, ταυτόχρονη επεξεργασία πολιτικής και επιμονή στην υπεράσπιση των ανυπεράσπιστων. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε νέα διάσπαση υπό προσωρινή αναστολή, η οποία θα ενεργοποιηθεί ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ (ως φθινοπωρινή σύνοδος ολούθε δυσαρεστημένων). Τα ανώτερα πολιτικά του στελέχη έχουν μπερδέψει τον πολιτικό τους ρόλο με τον ρόλο αναλυτή τηλεοπτικού πάνελ. Ενώ η Ελλάδα καιγόταν και ο κόσμος γιουχάιζε τον Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ παρήγε και πάλι πρωτοσέλιδα εσωκομματικής σφαγής και δηλητηριώδους ίντριγκας.
Την ώρα που η κοινωνία δίνει τη μάχη της επιβίωσης, στον ΣΥΡΙΖΑ δίνουν τη δική τους μάχη: της ίντριγκας, των χαρακωμάτων και της επικράτησης σε ένα κόμμα που σε λίγο δεν θα υπάρχει. Ισως τελικά αυτό να είναι το ζητούμενο για κάποιους. To δόγμα «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» έχει καταντήσει πολιτικό ζητούμενο για όλους όσοι δεν μπορούν να ελέγξουν το κόμμα ή να επιβάλουν ατζέντες
Την ίδια ώρα ο Παύλος Πολάκης διοχέτευε αυτό που ο ίδιος θεωρεί μαχητικότητα στο «σκάνδαλο Λινού». Προφανώς είναι σοβαρό θέμα που πρέπει να εξεταστεί ως θέμα διαπλοκής, αλλά αποτελεί ένα ακόμη πεδίο εσωκομματικής μάχης. Μπορεί να ζητήσει τη διαγραφή της Αθηνάς Λινού δίνοντας τα στοιχεία που έχει στο κόμμα (και πρέπει να το κάνει), αλλά στοιχείο του καλού πολιτικού είναι να διαλέγει τις μάχες. Το γινάτι ή η βεντέτα δημιουργούν προσωπική ικανοποίηση αλλά όχι κόμμα. Επίσης το γεγονός πως η λέξη «Μητσοτάκης» ξαναμπαίνει στο ίδιο σύνθημα με τη λέξη «κάθαρμα» δεν σημαίνει ότι ως πολιτικός πρέπει να πολιτεύεσαι αποκαλώντας τον κάθαρμα (φυσικά και έχεις το δικαίωμα) ή λαδέμπορα. Εκτός αν το ζητούμενο δεν είναι η πολιτική με προοπτική αλλά τα likes. Η πολιτική αναποτελεσματικότητα των επιθέτων έχει αποδειχθεί, μας έχουν κυβερνήσει όλα τα καθάρματα.
Συνεχίστε να είστε ο ΣΥΡΙΖΑ του Μητσοτάκη.
ΥΓ.: Παραθέτω αυτό που σημειώνει φίλος αυτές τις μέρες: «Η κοινωνία συγχωρεί λάθη, παραλείψεις και απρονοησίες που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Συγχωρεί την απειρία του ή έστω την υποχώρηση από μεγάλους στόχους, αλλά την κατάντια να δίνεις μάχη για την καρέκλα με βυζαντινισμούς και τακτικισμούς δεν τη συγχωρεί».
Διαβάστε επίσης
ΣΥΡΙΖΑ: Μπαλωθιές στο ψαχνό – Ο Παύλος Πολάκης μιλάει αποκλειστικά στο Documento – Μαζί το Docville
Γερμανία: Το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στο Ζόλινγκεν
Πολάκης κατά Λινού: Πριν μπεις σε περιττά δικαστικά έξοδα, απάντησε πώς έχετε παρακάμψει κάθε κανόνα δημοσιονομικού ελέγχου