Στα ελληνοτουρκικά και ιδίως κατά την τελευταία φάση όξυνσης διαγράφεται καθαρά η αφετηρία εν πολλοίς των μνημονίων που ταλαιπωρούν την πατρίδα μας εδώ και μια δεκαετία: η εξάρτηση και η πατρωνία επί της χώρας.
Αυτή η τόσο υποτιμημένη από πλευρές της Αριστεράς –δυστυχώς– θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καπιταλισμό επικαθορίζει την πορεία κατεξοχήν των σχέσεων με την Τουρκία αλλά και τη θέση μας εν γένει στη Μέση Ανατολή και τη ΝΑ Μεσόγειο, λαμβάνοντας χαρακτηριστικά διεθνοπολιτικού μνημονίου.
Ποιο είναι το θεμέλιο αυτού του «μνημονίου»; Οτι η Ελλάδα θα πρέπει να κινείται ως κράτος μειωμένης κυριαρχίας σε σχέση με τις ΗΠΑ πρωτίστως και τη Γερμανία δευτερευόντως.
Πρόκειται για μια «εμπλουτισμένη» εθνικοφροσύνη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη διαθέτει ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική –ενίοτε και καθόλου εθνική στρατηγική–, αλλά αντιθέτως να διαχειρίζεται την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά δικαιώματά της μέσα από αλλότρια συμφέροντα.
Επιπλέον έχει καταστήσει τη χώρα μας δεδομένη και μονοδιάστατη, καθώς εδώ και χρόνια, εν μέσω μάλιστα της ανάδυσης νέων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων, δυνάμει φιλικών προς εμάς, αρνούμαστε να συνομιλήσουμε ουσιαστικά με οποιονδήποτε δεν εγκρίνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ – βλ. Ρωσία, Ιράν κ.ά.
Ο ακρωτηριασμός αυτός της ελληνικής διεθνούς πολιτικής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ διατηρεί ιστορικά σε υψηλότερη προτεραιότητα την Τουρκία οδηγεί στην αξιοποίηση της χώρας μας μόνο ως παράγοντα πίεσης προς την Τουρκία. Ο στόχος των ΗΠΑ και της Γερμανίας δεν είναι μια δίκαιη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την ΑΟΖ αλλά η άσκηση πίεσης στην Τουρκία προκειμένου να καταστεί πιο εύκολος νατοϊκός σύμμαχος απ’ ό,τι είναι τώρα.
Η διαφορά λοιπόν εθνικοφροσύνης και πατριωτισμού –η θεμελιακή διαφορά– δεν έγκειται στο τι διακηρύσσει η κάθε πλευρά αλλά στο τι πράττει τόσο απέναντι στην Τουρκία όσο και εν γένει μέσα στο διεθνές πλαίσιο. Ο πατριωτισμός –εκείνος που ανέδειξε την Αριστερά διάφορων εκδοχών σε ηγεμονική δύναμη στη χώρα μας τις προηγούμενες δεκαετίες– ξεκινά από την ανάγκη μιας κυρίαρχης χώρας με κυρίαρχο τον λαό της και με πολύπλευρες συμμαχίες. Η εθνικοφροσύνη θεωρεί ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Εν προκειμένω το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να εξοπλιστεί ή όχι η Ελλάδα ή αν υπάρχει τουρκική απειλή –σαφώς και πρέπει και σαφώς και υπάρχει– αλλά κατά πόσο η Αριστερά θα προωθήσει –επειδή ακριβώς υπάρχουν αυτές οι ανάγκες και οι απειλές και επειδή η ΝΑ Μεσόγειος έχει πάρει φωτιά εδώ και χρόνια– πολιτική για μια Ελλάδα που θα συνομιλεί προνομιακά και με τη Ρωσία και με την Κίνα, όπως και με τον άξονα της αντίστασης, ο οποίος πολεμάει με την Τουρκία άλλωστε.
Το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τον ελληνισμό συνολικά με αναβίωση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Κύπρου και Ελλάδας.
Αν θα ανασυστήσει τη σχέση με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Αν θα αντιδράσει στην υποκρισία της ΕΕ, η οποία «εξεγείρεται» απέναντι στον Μαδούρο –νόμιμο ηγέτη της Βενεζουέλας– και χαϊδεύει τον Ερντογάν.
Αν θα αξιοποιήσει τους εξοπλισμούς για να συγκροτήσει ισχυρή, εγχώρια, δημόσια αμυντική βιομηχανία.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει όντως να καταστεί ηγετική δύναμη, οφείλει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, να αλλάξει και να συγκρουστεί κατόπιν με το διεθνοπολιτικό μνημόνιο, καταθέτοντας σχέδιο άλλης πολιτικής.
Ο Θέμης Τζήμας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής ΑΠΘ