Ο σχολικός εκφοβισμός στη σύγχρονη Ιαπωνία

Ο σχολικός εκφοβισμός στη σύγχρονη Ιαπωνία

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα «Παράδεισος» της Μιέκο Καβακάμι το οποίο κυκλοφορεί στις 21 Ιουνίου από τις εκδόσεις Gutenberg

Η Μιέκο Καβακάμι, η «σύγχρονη βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας», αφηγείται στον «Παράδεισο» την ιστορία δύο εφήβων στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990 οι οποίοι πέφτουν θύματα σχολικού εκφοβισμού. Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ένας δεκατετράχρονος με στραβισμό, τον οποίο γνωρίζουμε μόνο με το παρατσούκλι «Τα Μάτια» που του έχουν δώσει οι βασανιστές του. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 21 Ιουνίου.

«Ηταν τέλη Απριλίου, όταν μια μέρα, την ώρα του διαλείμματος, άνοιξα την κασετίνα μου και βρήκα ένα τριγωνάκι διπλωμένου χαρτιού ανάμεσα στα μολύβια.

Το ξεδίπλωσα για να δω τι είχε μέσα. “Πρέπει να γίνουμε φίλοι”.

Μόνο αυτό. Με κάτι γραμματάκια λεπτά σαν ψαροκόκαλα, γραμμένα με μηχανικό μολύβι. Το ξαναδίπλωσα βιαστικά και το καταχώνιασα στην κασετίνα μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, την κράτησα και κοίταξα γύρω μου στην αίθουσα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Οι γνωστές παρέες μαθητών που χαζολογούσαν και χασκογελούσαν – ένα διάλειμμα σαν όλα τ’ άλλα. Προσπάθησα να εκτονώσω τη νευρικότητά μου στοιχίζοντας κι ευθυγραμμίζοντας επανειλημμένα τα βιβλία και τα τετράδιά μου και ύστερα άρχισα να ξύνω αργά αργά ένα μολύβι. Μετά από λίγο χτύπησε το κουδούνι για την τρίτη ώρα. Καρέκλες σύρθηκαν τρίζοντας στο πάτωμα. Ο καθηγητής μπήκε στην τάξη και το μάθημα ξεκίνησε. Σίγουρα το σημείωμα ήταν φάρσα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τον λόγο που τα παιδιά θα δοκίμαζαν κάτι τόσο ανώδυνο μετά απ’ όλα τα προηγούμενα.

Αναστέναξα νοερά, καταφεύγοντας και πάλι στο σκοτάδι μου. Μόνο το πρώτο σημείωμα ήταν στην κασετίνα μου. Ολα τα επόμενα ήταν κολλημένα με σελοτέιπ στο εσωτερικό του θρανίου μου, στην κάτω πλευρά, σε σημείο που το χέρι μου θα τα εντόπιζε εύκολα. Κάθε φορά που έβρισκα ένα σημείωμα μου σηκωνόταν η τρίχα. Εξέταζα όλη την τάξη, προσέχοντας να μη γίνω αντιληπτός, αλλά πάντα είχα την εντύπωση ότι κάποιος παρατηρούσε την αντίδρασή μου. Με είχε κατακυριεύσει μια αλλόκοτη αγωνία, μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω.

«Τι έκανες χθες την ώρα που έβρεχε;».

« Αν μπορούσες να πας σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, πού θα πήγαινες;».

Απλές ερωτήσεις γραμμένες σε χαρτιά μεγέθους καρτ ποστάλ. Πήγαινα πάντα στο μπάνιο για να τα διαβάσω. Θα τα πετούσα, αλλά αδυνατώντας να αποφασίσω πού, κατέληξα να τα παραχώνω πίσω από το σκούρο μπλε κάλυμμα του σχολικού μου προγράμματος.

Τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει από τη στιγμή που άρχισαν τα σημειώματα.

Σχεδόν κάθε μέρα ο Νινομίγια και οι άλλοι με έβαζαν να κουβαλάω τις σάκες τους ή με κλοτσούσαν λες και δεν έτρεχε τίποτα ή με χτυπούσαν στο κεφάλι με τις φλογέρες τους ή με έβαζαν να τρέχω γύρω γύρω για να γελάσουν. Τα σημειώματα όμως εξακολουθούσαν να εμφανίζονται και τα μηνύματα ήταν όλο και πιο μεγάλα. Δεν ανέφεραν ποτέ το όνομά μου ούτε τα υπέγραφε κανείς, αλλά όταν κοίταξα με μεγαλύτερη προσοχή τον γραφικό χαρακτήρα, μου πέρασε από το μυαλό πως ίσως τελικά να μην ήταν ο Νινομίγια ή κάποιος από αυτούς, αλλά ένα τελείως δια ορετικό πρόσωπο. Καταλάβαινα όμως ότι αυτή ήταν μια χαζή ιδέα κι όλες οι άλλες σκέψεις μου την απομάκρυναν από το μυαλό μου, αφήνοντάς με να νιώθω ακόμη χειρότερα.

Παρ’ όλα αυτά, το να ελέγχω κάθε πρωί για νέο σημείωμα εξελίχθηκε στο μικρό τελετουργικό μου. Αρχισα να έρχομαι νωρίς, όταν στην τάξη δεν βρισκόταν ακόμη κανείς και ήταν όλα ήσυχα, με μια ανεπαίσθητη μυρωδιά πετρελαίου να πλανιέται στον αέρα. Η ανάγνωση αυτών των σύντομων γραμμάτων μ’ έκανε να νιώθω καλά. Δεν εγκατέλειψα εντελώς την ιδέα ότι μπορεί να μου έχουν στήσει παγίδα, αλλά κάτι σε αυτά τα σημειώματα μ’ έκανε να νιώθω ασφάλεια, έστω και για λίγο, ακόμη και μες στην όλη απελπισία μου.

Αρχές Μαΐου, λίγο πριν από την τριήμερη αργία, πήρα ένα σημείωμα που έλεγε: “θέλω να σε δω. Συνάντησέ με μετά το σχολείο. Θα είμαι εκεί από τις πέντε μέχρι τις επτά”. Είχε ημερομηνία συνάντησης κι έναν πρόχειρα σχεδιασμένο χάρτη. Ακουγα την καρδιά μου να χτυπάει στ’ αυτιά μου. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα προβληματισμένος για το τι να κάνω, ενώ στο μεσημεριανό διάλειμμα δεν σκεφτόμουν τίποτ’ άλλο, σε βαθμό που μ’ έπιασε πονοκέφαλος και μου κόπηκε η όρεξη. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι όταν θα έφτανα εκεί θα με περίμενε ο Νινομίγια με τους άλλους, έτοιμοι να μου ρίξουν το ξύλο της χρονιάς μου. Θα μ’ έβλεπαν να εμφανίζομαι, θα με περικύκλωναν και θα γλεντούσαν με το τελευταίο τους κόλπο εις βάρος μου. Τα πράγματα μόνο χειρότερα μπορούσαν να γίνουν. Αλλά δεν μπορούσα και να το ξεχάσω έτσι απλά».

Το μυθιστόρημα «Ο παράδεισος» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Κίκας Κραβουσάνου

Documento Newsletter