Γιάννης Ξανθούλης: Ο Σώτος, ο Ασωτος και η γαλοπούλα που ήθελε να γίνει χορεύτρια  

Γιάννης Ξανθούλης: Ο Σώτος, ο Ασωτος και η γαλοπούλα που ήθελε να γίνει χορεύτρια  

Συναντήσαμε τον Γιάννη Ξανθούλη και τον Θανάση Δήμου με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου τους «Βιβλικοί ήρωες με χαμηλά λιπαρά».

«Η Ερατώ είναι μια γαλοπούλα που ήθελε να γίνει φίρμα χορεύτρια αλλά την εμπόδιζε μάλλον η μαμά της, η οποία είχε άλλη αίσθηση του καθήκοντος της γαλοπούλας» λέει ο Γιάννης Ξανθούλης όταν του ζητάω να περιγράψει την ηρωίδα της δεύτερης ιστορίας του βιβλίου «Βιβλικοί ήρωες με χαμηλά λιπαρά» (Ελληνικά Γράμματα) που συνυπογράφει με τον σκιτσογράφο και ηθοποιό Θανάση Δήμου, ο οποίος έχει αναλάβει την εικονογράφηση. 

Η πρώτη ιστορία αφορά τη –μεταφερμένη στην ελληνική πραγματικότητα– βιβλική παραβολή του άσωτου υιού. Στη δική τους εκδοχή ρίχνεται φως στην ιστορία όχι μόνο του τσαχπίνη αδερφού (του Ασωτου) αλλά και του εγκρατούς (του Σώτου), ο οποίος παρότι πέρασε του λιναριού τα βάσανα, κανείς δεν του χάρισε μια Κυριακή ολοδική του. Αυτά τα θέματα και άλλα συζητήσαμε με τους δύο δημιουργούς κατά τη συνάντησή μας στο γραφείο του συγγραφέα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε κλίμα χαράς και ευθυμίας.

Ολα ξεκίνησαν από την εποχή που ο Γιάννης Ξανθούλης έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο του Σκάι. «Είχα δημιουργήσει μια περσόνα, τη Σιλάνα Σαλιάγκου, μια “ποιήτρια” η οποία έγραφε ομοιοκατάληκτα τερατώδη δραματουργήματα – πάντα ήμουν φανατικός θαυμαστής του Μποστ και νιώθω πολύ τυχερός που με τίμησε με τη φιλία του. Μέσω των εκπομπών λοιπόν ακούγονταν αυτά τα δραματουργήματα, τα οποία σχολίαζαν την καθημερινότητα με σουρεαλιστικό τρόπο». Οι εκπομπές στάθηκαν η αφορμή να έρθει σε επαφή με τον λόγο του συγγραφέα ο Θανάσης Δήμου όσο παιδί ακόμη ζούσε με την οικογένειά του στην Καβάλα. «Τις άκουγα ανελλιπώς γιατί με συνέδεαν με την Αθήνα, με τις πρεμιέρες, τις κυκλοφορίες των βιβλίων, τον κόσμο που κινούνταν γύρω από αυτά, τα στέκια, όλα όσα τότε μου φαίνονταν μυθικά και ένιωθα ότι τα έβλεπα από την κλειδαρότρυπα».

Η ποιοτική μιζέρια που κυνηγάει τον συγγραφέα

Εντελώς τυχαία βρέθηκε κάποια στιγμή να έχει το γραφείο του στην ίδια πολυκατοικία που είχε το δικό του ο συγγραφέας. Παρότι τον πετύχαινε στην είσοδο, δεν τον είχε καλημερίσει ποτέ γιατί δίσταζε, μέχρι που τους σύστησε ο κοινός τους φίλος Αγγελος Παπαδημητρίου. «Τα κείμενά του με ερέθιζαν πάντα γιατί έχουν ένα στοιχείο φανταστικού γκροτέσκο. Δεν κατάλαβα πώς γεννήθηκε το βιβλίο» λέει ο κ. Δήμου. «Θυμάμαι ωστόσο όλα τα ενδιάμεσα· όλες τις κουβέντες που είχαμε τα καταθλιπτικά απογεύματα που μου χτυπούσε το κουδούνι και μου πρότεινε να ανέβω στο γραφείο του για να μιλήσουμε».

Ζητάω από τον Γ. Ξανθούλη να περιγράψει την εποχή που ξεκίνησε να γράφει. «Μπήκα στον κόσμο του βιβλίου τη δεκαετία του ’80. Υπήρχαν πολλοί μέχρι τότε που αν και έγραφαν ωραία δεν αποφάσιζαν να εκδώσουν. Ηταν μαγκωμένοι ίσως γιατί υπήρχε ένα κονκλάβιο το οποίο έπρεπε πρώτα να εγκρίνει τα γραπτά τους. Την εποχή που έγινε το μεγάλο μπαμ με το “Πεθαμένο λικέρ” είχε αρχίσει να δημιουργείται αξιοπρόσεκτη αγοραστική κίνηση στον χώρο του βιβλίου, εμφανίστηκαν νέοι εκδότες οι οποίοι τόλμησαν καινούργια πράγματα, έγιναν πολλές μεταφράσεις και σημειώθηκε άνθηση της ελληνικής πεζογραφίας. Τότε παρουσιάστηκαν συγγραφείς οι οποίοι δίνουν το στίγμα τους μέχρι σήμερα».

Η κουβέντα στρέφεται στη μόνιμη συζήτηση γύρω από τον διαχωρισμό ανάμεσα σε υψηλή και ευπώλητη λογοτεχνία. «Αυτό το πράγμα το έχω νιώσει πάρα πολύ έντονα, ειδικά όταν τα μπεστ σέλερ θεωρούνταν παραφιλολογία. Επικρατούσε η άποψη ότι το βιβλίο έπρεπε να κουβαλάει μια ποιοτική μιζέρια, η οποία όφειλε να ακολουθεί τον συγγραφέα. Προσωπικά δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο. Ημουν πάντα ανοιχτός, με χαροποιούσε πολύ να πουλάνε τα βιβλία μου, να αφορούν ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Να σχολιάζονται ακόμη και αρνητικά» λέει ο συγγραφέας, δίνοντας την ευκαιρία στον κ. Δήμου να σχολιάσει: «Η ποιοτική μιζέρια, όπως την αποκαλεί ο Γιάννης, είναι μια νεοελληνική κατάρα μαζί με διάφορους άλλους νεοελληνικούς τραγέλαφους. Επρεπε να φτάσουμε στη σημερινή εποχή για να γίνει αποδεκτό ότι ο Λογοθετίδης ή ο Αυλωνίτης ήταν μεγάλοι ηθοποιοί».

Ο μύθος για την αθωότητα της δεκαετίας του ’50

Μιλάμε με τον Γ. Ξανθούλη για τα 50s, στα οποία αναφέρονται αρκετά βιβλία του, καθώς και για τον μύθο περί της εποχής της αθωότητας. «Ποτέ δεν ήταν αθώα τα χρόνια» λέει, «εμείς ήμασταν λιγότερο πληροφορημένοι, οπότε νιώθαμε και πιο απενεχοποιημένοι». Του ζητάω να περιγράψει την παιδική του ηλικία στην Αλεξανδρούπολη. «Ημουν μάλλον ευτυχισμένο παιδί, μαύρο πρόβατο αλλά δεν το ήξερα. Το κατάλαβα στην εφηβεία πολύ σκληρά και σύντομα αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να οργανώσω διαφορετικά τη ζωή μου και τη φυγή μου. Στη δεκαετία του ’50 ήμουν ονειροπαρμένος, έκανα θέατρο, δούλευε η φαντασία μου. Ελεγα πολλά ψέματα, κυρίως στον εαυτό μου, αλλά είχα τη χαρά να μεγαλώνω σε ένα σπίτι με πολύ χιούμορ. Αυτοσαρκαζόμασταν και γελούσαμε μεταξύ μας και αυτό ήταν πολύ καλό σχολείο για μένα. Αν και το χιούμορ δεν μας έσωζε πάντα, λειτουργούσε παρηγορητικά».

Όπως λέει, η οικογένειά του δεν ήταν φτωχή αλλά «εγώ νόμιζα ότι ήταν πάρα πολύ πλούσια, γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω. Η μητέρα μου κι ο μπαμπάς μου –προτού αρχίσει να εργάζεται ως εργοδηγός στη ΔΕΗ, απ’ όπου έπαιρνε πολύ καλό μισθό– δεν είχαν τη δυνατότητα να μου πάρουν εγκυκλοπαίδεια. Δεν ήθελαν όμως να πουν στον κόσμο ότι οι λόγοι είναι οικονομικοί κι έτσι η μητέρα μου έλεγε “δεν του παίρνουμε για να μην πάθει κήλη το παιδί”, γιατί η εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού ήταν βαριά κι εγώ πολύ αδύνατος. Αργότερα μου πήραν μια άλλη, το λεξικό της Πρωίας, η οποία ήταν τόσο παλιά ώστε στο λήμμα που αφορούσε τον Παλαμά υπήρχε μόνο ημερομηνία γέννησης αλλά όχι θανάτου. Το 1958 που μου την πήραν κόντευε να αναστηθεί ο Παλαμάς… Τέτοια δράματα».

Στο μεσοδιάστημα που ο μικρός Γιάννης περίμενε να του αγοράσουν εγκυκλοπαίδεια οι γονείς του συνέγραψε –σαν άλλος Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ– τη δική του. «Αρχισα να γράφω ό,τι ψέματα μπορεί να φανταστεί κανείς. Οτι υπάρχει ένα είδος φασίολου που ευδοκιμεί στη Νοτιοαφρικανική Ενωση, φτάνει τα 12 μέτρα ύψος και ο καρπός του χρησιμεύει στην κατασκευή θηκών για βιολιά. Τα έλεγα αυτά και στο σχολείο και όταν με ρωτούσαν τα άλλα παιδιά πού το διάβασα απαντούσα ότι ήταν από την εγκυκλοπαίδεια των ΑΧΕΠΑ που μας έστειλε η θεία μου από την Αμερική. Μέσα στα διάφορα που έγραφα ήταν ότι το κυριότερο έργο του Παλαμά ήταν το “Θέλω να ζήσεις, μανούλα”, το οποίο ήταν ένα φιλμ της δεκαετίας του ’50 με τη Δάφνη Σκούρα και τον Νίκο Τζόγια». Καθώς φαίνεται όμως οι δάσκαλοι δεν εκτίμησαν ιδιαιτέρως την καλπάζουσα φαντασία του και μια μέρα κάλεσαν τη μητέρα του για να την ενημερώσουν σχετικά. «Αυτό έγινε όταν είπα ότι ο Δροσίνης έγραψε το “Μαγκάλα, το ρόδο των Ινδιών”, μια ινδική ταινία που γνώριζε τεράστια επιτυχία».

Η νεοελληνική πραγματικότητα

Με αφορμή τους δύο χαρακτήρες της πρώτης ιστορίας του βιβλίου τους μιλάμε σχετικά με την εγκράτεια και την εικόνα του σπάταλου που καλλιεργείται για τον Έλληνα τα τελευταία χρόνια. «Με την κρίση συνέβη αυτό. Πιο πριν μας λέγανε αυθόρμητους και γλεντζέδες. Αργότερα μεταλλαχτήκαμε σε άσωτους και ασυλλόγιστους» λέει ο Γιάννης Ξανθούλης. Κουβεντιάζουμε για τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην ελληνική κοινωνία λόγω της οικονομικής κρίσης. «Αυτό που σίγουρα ισχύει –και άνθρωποι σαν τον Ξανθούλη και σαν τον Μποστ μας το υπενθυμίζουν– είναι ότι οι Ελληνες λέμε πολλά ψέματα στον εαυτό μας γιατί έχουμε μεγαλώσει με διάφορους μύθους. Και τώρα αυτοί καταρρέουν» λέει ο Θανάσης Δήμου και συνεχίζει: «Η γενιά του Γιάννη έζησε τη φτώχεια και άλλες δυσκολίες. Εμείς που γεννηθήκαμε στη δεκαετία του ’70 φτάσαμε 40 χρόνων για να συνειδητοποιήσουμε ότι επιστρέφουν οι δυσκολίες με τις οποίες πρέπει να παλέψουμε».

«Εδώ ξαναβγήκαν στον γιακά οι ψείρες, που μαζί με τον εχινόκοκκο, τη φυματίωση και την αδενοπάθεια είχαν εξαφανιστεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50» παρεμβαίνει ο συγγραφέας. Συζητάμε για την άνοδο του φασισμού. «Φαινόμενο της εποχής, όπως οι ψείρες» σχολιάζει. Χτυπάει κάποια στιγμή το κινητό του. Μιλάμε για τη σχέση του με την τεχνολογία. «Δηλώνω αναρμόδιος προς τα τεχνολογικά αυτά μαραφέτια, με τρομάζουν, με αποδιοργανώνουν και σκέφτομαι ότι ήδη έχω διανύσει αρκετό από το τελευταίο τέταρτο της ζωής μου, οπότε δεν είμαι αναγκασμένος να υποστώ τόση τεχνολογία. Είμαι τελείως χειροποίητος· σκεφτείτε ότι γράφω πάντα με στιλό, δεν μπορώ αλλιώς».

Περιγράφει την εποχή που εργαζόταν στον Τύπο κι έβλεπε τη Ροζίτα Σώκου να πληκτρολογεί τα κείμενά της σε γραφομηχανή. «Εγραφε σε τρεις γλώσσες, μετέφραζε γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και τα χέρια της πετούσαν. Τη θαυμάζω απεριόριστα γι’ αυτό που έκανε». Ο ίδιος διαβάζει ακόμη και σήμερα δύο εφημερίδες τη μέρα. Του ζητάω να συγκρίνει τον Τύπο της εποχής εκείνης με τον σημερινό. «Ελάχιστα ήταν τα λάθη τότε, τουλάχιστον στα πολιτιστικά που με ενδιέφεραν. Τότε μιλούσαμε για τον δαίμονα του τυπογραφείου. Πλέον μιλάμε για τον δαίμονα γενικά».

INFO

Βιβλικοί ήρωες με χαμηλά λιπαρά

Γιάννης Ξανθούλης – Θανάσης Δήμου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ελληνικά Γράμματα

ISBN: 978-960-19-0723-9

ΣΕΛ.: 96

ΤΙΜΗ: €13,90

*Φωτογραφίες Στέλιος Μισίνας/Eurokinissi

Ετικέτες

Documento Newsletter