Ο Στουρνάρας καταργεί και τους εισαγγελείς

Ο Στουρνάρας καταργεί και τους εισαγγελείς

Συντονισμένη προσπάθεια για να ξεφύγουν από τους εισαγγελείς και την απόδοση ποινικών ευθυνών καταβάλλουν οι τραπεζίτες, προωθώντας καλυμμένες νομικές ρυθμίσεις που θα αντικαθιστούν πρακτικά τους εισαγγελείς με την Τράπεζα της Ελλάδος και φυσικά τον διοικητή της.

Ηδη στην ΤτΕ και στα γραφεία της Ενωσης Τραπεζών κυκλοφορεί κείμενο το οποίο γίνεται απόπειρα να προωθηθεί ως άρθρο στο νομικό πλαίσιο που θα προβλέπει τον ρόλο και την ευθύνη των τραπεζικών στελεχών στη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων.

Με το πρόσχημα πως όσοι ρυθμίσουν τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει να έχουν κάποια μορφή ασυλίας ώστε να μη βρίσκονται υπό τη συνεχή απειλή δίωξης, οι τραπεζίτες μετατρέπουν τον Γιάννη Στουρνάρα και τους τεχνοκράτες του σε ένα είδος τραπεζικού Ερντογάν. Καμιά δίωξη εναντίον τραπεζιτών δεν θα μπορεί να γίνει αν δεν συναινεί η ΤτΕ, ενώ (ακόμη χειρότερο) οι μηνύσεις πολιτών και οι αναφορές θα «αρχειοθετούνται» όχι από τους εισαγγελείς αλλά από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Το προκλητικό στην υπόθεση δεν είναι μόνο ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργείται το ακαταδίωκτο για τους τραπεζίτες, αλλά και πως έτσι εκχωρούνται αρμοδιότητες της δικαστικής εξουσίας, διακριτής δηλαδή εξουσίας που πηγάζει από το σύνταγμα, στον Στουρνάρα και στους ανθρώπους του.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, μιας ιδιωτικής εταιρείας στην ουσία, ο οποίος δεν ελέγχεται θεσμικά από τον λαό ούτε τοποθετείται από αυτόν, υπερκαλύπτει το σύνταγμα και αποκτά εξουσίες που το αναιρούν.

Το κείμενο της προωθούμενης ρύθμισης έχει αποσταλεί στα γραφεία των τραπεζικών στελεχών και αναζητούνται ευήκοα πολιτικά ώτα για να το υιοθετήσουν ως πρωτοβουλία επίλυσης των βαλτωμένων τραπεζικών θεμάτων.

Η υπέρτατη αρχή

Το επίμαχο άρθρο αποτελείται από οκτώ παραγράφους. Σε μία παράγραφο αναφέρει με σαφήνεια ότι «ποινική δίωξη ασκείται μόνο κατόπιν αίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος, ύστερα από απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ» και συνεχίζει στην επόμενη παράγραφο: «Μήνυση ή αναφορά για αξιόποινη πράξη η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο στον εισαγγελέα και δεν συνοδεύεται από αίτηση (σ.σ. από έγκριση δηλαδή από την Τράπεζα της Ελλάδος) τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διαβιβάζει στην Αρχή που είναι αρμόδια να υποβάλλει την αίτηση αντίγραφο της μήνυσης ή αναφοράς καθώς και αντίγραφα των σχετικών υποβληθέντων στοιχείων, ως γνωστοποίηση πληροφοριών».

Στην Ελλάδα δημιουργείται μια υπέρτατη και υπερσυνταγματική αρχή που κρίνει τη δικαστική εξουσία και διατάζει εισαγγελείς, οι οποίοι είναι ανίκανοι πλέον να κάνουν αυτό που επιτάσσει το σύνταγμα.

Οι εισαγγελείς, οι οποίοι τόσο σε τραπεζικά όσο και σε άλλα θέματα είναι υποχρεωμένοι να κάνουν έρευνα, να πάρουν καταθέσεις ή να παραγγείλουν πραγματογνωμοσύνες προκειμένου να ασκήσουν διώξεις, δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτε από όλα αυτά χωρίς την άδεια της ΤτΕ. Φυσικά δίπλα στον ευνουχισμό και την αχρήστευση των εισαγγελέων επέρχεται και η κατάπτωση της δημοκρατίας.

Ενα απλό ερώτημα είναι τι γίνεται αν μια μήνυση αφορά την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος ή τα όργανά της. Ποιος θα τους ελέγξει; Δεν μπορεί κανένας, αφού ακόμη και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ως εισαγγελέας, δεν έχει πλέον δικαιοδοσία.

Ο πολίτης είναι ανίκανος να διεκδικήσει την απόδοση δικαιοσύνης αφού η ίδια η δικαστική εξουσία δεν έχει αρμοδιότητα.

Και πονηρή διατύπωση αμνηστίας

Στην παράγραφο του προτεινόμενου άρθρου υπάρχει ακόμη μία πονηρή διατύπωση. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται το άρθρο αυτό να προβλέπει ότι «οι διατάξεις δεν αναιρούν την ποινική ή αστική ευθύνη για δάνεια που χορηγήθηκαν χωρίς να ληφθούν οι αναγκαίες εξασφαλίσεις». Δηλαδή φαίνεται ότι η παράγραφος αφήνει παράθυρο για ποινικές διώξεις αφού προβλέπει ποινικές και αστικές ευθύνες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για διατύπωση πλάγιας αμνηστίας για όλα τα τραπεζικά σκάνδαλα.

Σε όλες τις δικογραφίες που έχουν σχηματιστεί έως σήμερα για τραπεζικά σκάνδαλα, η επιχειρηματολογία των υπόδικων τραπεζιτών είναι πως όταν χορηγούσαν τα δάνεια υπήρχαν καλύψεις. Οι εισαγγελείς ωστόσο επιμένουν πως δεν έχει σημασία μόνο να υπήρχαν εγγυήσεις όταν χορηγήθηκαν τα δάνεια, αλλά έπρεπε να είναι καλυμμένα συνεχώς. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να πήρε δάνειο με εγγύηση κάποιο ακίνητο και στη συνέχεια να το πούλησε ή να έπεσε η αξία του και η τράπεζα να μη φρόντισε να καλυφθεί. Σε τέτοια περίπτωση υφίσταται απιστία εκ μέρους των στελεχών της τράπεζας που δεν φρόντισαν να είναι τα δάνεια συνεχώς καλυμμένα.

Με τη διατύπωση αυτής της διάταξης «νομοθετείται», παρά τη λογική και το σκεπτικό των εισαγγελέων, ότι πρόβλημα νομικό κατά τη χορήγηση δανείων υπάρχει μόνο όταν δεν είναι καλυμμένα όταν χορηγήθηκαν. Αρα η μη κάλυψή τους με εγγυήσεις όλη την υπόλοιπη περίοδο δεν συνιστά ποινικό αδίκημα.

Οπότε ακόμη και σε περιπτώσεις δικογραφιών που αφορούν ευθύνες τραπεζιτών οι οποίοι δεν εξασφάλισαν την τράπεζα όταν κατέπεσαν οι εγγυήσεις, η συγκεκριμένη διάταξη, αν ψηφιστεί, θα αποτελεί διατύπωση που οδηγεί στη στιγμιαία ευθύνη του τραπεζίτη την ώρα και μόνο χορήγησης του δανείου. Με λίγα λόγια, το επιχείρημα θα είναι «εμείς δώσαμε δάνεια καλυμμένα όπως απαιτεί η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν φταίμε για όσα ακολούθησαν».

Το σύνολο των τραπεζικών σκανδάλων δεν αφορά δάνεια που δόθηκαν χωρίς εγγυήσεις αλλά δάνεια που οι εγγυήσεις τους έπαψαν να έχουν αξία μετά τη χορήγησή τους χωρίς η τράπεζα να απαιτήσει νέες. Αρα τα 40 και πλέον τραπεζικά σκάνδαλα για τα οποία υπάρχουν σχετικές διώξεις μπαίνουν στο αρχείο.

Το κείμενο των τραπεζιτών, για το οποίο αγωνιούν να γίνει νόμος του κράτους, προσβάλλει τη Δικαιοσύνη, τους εισαγγελείς και τη δημοκρατία. Ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες, «τραπεζίτες Ερντογάν», αναλαμβάνουν τη διοίκηση της χώρας με νόμους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα τους και τα σκάνδαλά τους.

Επί τωρινού διοικητή η «κάλυψη» Σάλλα

Ρεπορτάζ Κατερίνα Κατή

Η πληροφορία υπήρχε, αλλά η διασταύρωσή της έγινε από την πιο… αξιόπιστη πηγή. Από τον ίδιο τον Μιχάλη Σάλλα.

Οταν λοιπόν κάναμε ρεπορτάζ για τις υποθέσεις της Πειραιώς, κάποιο πουλάκι μάς είχε σφυρίξει ότι στη δικογραφία για τα ακίνητα υπάρχει και ένα υπόμνημα της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την υπόθεση των ακινήτων. Οχι πόρισμα, όπως υποστήριζε στην πρώτη του δήλωση ο Μιχ. Σάλλας, αλλά υπόμνημα, το οποίο μάλιστα είχε φτάσει στην Εισαγγελία με παράδοξο τρόπο.

Χωρίς να έχει παραγγελθεί από τους εισαγγελείς, μια ωραία πρωία εμφανίστηκε στην Οικονομική Εισαγγελία ο επιθεωρητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Πάσχας με ένα υπόμνημα υπό μάλης. Αυτό αφορούσε την υπόθεση που ερευνούσαν με τα ακίνητα της Πειραιώς και, σύμφωνα με το δια ταύτα του, όλα είχαν γίνει καλώς και δεν υπήρξε καμία ζημία για το πιστωτικό ίδρυμα.

Περιχαρής λοιπόν ο κ. Πάσχας προσκόμισε αυτοβούλως το εν λόγω αθωωτικό για τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση των ακινήτων πόρισμα, το οποίο οι εισαγγελείς δεν είχαν ζητήσει. Και να δεχθούμε ότι ο κ. Πάσχας ως ευσυνείδητος επιθεωρητής της ΤτΕ προσκόμισε ο ίδιος το υπόμνημα για να σιγουρευτεί ότι παραδόθηκε σωστά και για να πιάσει και… τόπο. Δεν είναι όμως εύκολο να δεχτούμε ότι πήρε από μόνος του την πρωτοβουλία σύνταξης του απαλλακτικού υπομνήματος.

Για ποιον λόγο πήγε εκείνη την ημέρα στους εισαγγελείς ο κ. Πάσχας, αν είχε κληθεί για κάποια υπόθεση και επί τη ευκαιρία κατέθεσε αυθορμήτως και το υπόμνημα, δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως πλέον, καθώς το επικαλείται ο ίδιος ο Μιχ. Σάλλας στην αναφορά του κατά των εισαγγελέων, ότι πρόκειται για το από 18 Ιουνίου του σωτήριου έτους 2015 υπόμνημα του κ. Πάσχα. Επί των ημερών δηλαδή του Γιάννη Στουρνάρα στην Τράπεζα της Ελλάδος, ο υφιστάμενός του Γ. Πάσχας, πλήρως ενημερωμένος για την υπό εξέλιξη έρευνα της Δικαιοσύνης και έχοντας προφανώς ενημερώσει για τις κινήσεις του τους ανωτέρους του, προσκόμισε το αθωωτικό για τον Μιχ. Σάλλα και τους λοιπούς εμπλεκόμενους πόρισμα. Το οποίο τώρα επικαλείται μετ’ επιτάσεως ο κατηγορούμενος τραπεζίτης, καθώς, όπως επισημαίνει στην αναφορά του κατά των οικονομικών εισαγγελέων, βεβαιώνει ότι:

* Για την αγορά των ακινήτων ακολουθήθηκαν οι θεσμοθετημένες διαδικασίες από την Τράπεζα Πειραιώς.

* Οι αγορές των ακινήτων από την Τράπεζα Πειραιώς κινήθηκαν στο πλαίσιο των συνθηκών της κτηματαγοράς.

* Λαμβανομένου του κόστους των τότε μισθωμάτων δεν εξέθεσαν την τράπεζα σε κίνδυνο μη ανταποδοτικής επένδυσης.

«Και βέβαια» επισημαίνει, με τη σειρά του ο Μιχ. Σάλλας –που ενδιαφέρεται για την προσωπική του δίωξη και όχι μόνο και κυρίως για τους «απλούς εργαζόμενους της Τράπεζας», όπως τονίζει–, «δεν αντιλαμβάνομαι ειδικά γιατί διώκομαι εγώ, που δεν συμμετείχα σε οποιαδήποτε από τις αποφάσεις για την αγορά και πώληση των ακινήτων».

Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με το πόρισμα του αναπληρωτή εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Γαληνού Μπρή, ο Μιχ. Σάλλας χρησιμοποιούσε την τράπεζα της οποίας ήταν πρόεδρος για να κάνει παιχνίδι με αγοραπωλησίες ακινήτων και αγορές μετοχών μέσω εταιρειών που ανήκαν στην οικογένειά του ζημιώνοντας την Πειραιώς κατά πολλά εκατομμύρια ευρώ. Στην υπόθεση φέρεται να εμπλέκονται και παρένθετα πρόσωπα που εμφανίζονταν να αγοράζουν κοψοχρονιά τα επίμαχα ακίνητα από τις εταιρείες συμφερόντων της οικογένειας Σάλλα και μέσα σε ελάχιστο χρόνο να τα πουλάνε στην τράπεζα σε τιμή πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική τους αξία.

Documento Newsletter