Ο Αμερικανός δημιουργός μιλάει στο Documento για τις προκλήσεις του «Ready player one» και φωτίζει άγνωστες πτυχές από κλασικές ταινίες του περασμένων δεκαετιών
Με το «Ready player one» o Στίβεν Σπίλµπεργκ επιστρέφει και πάλι στο µέλλον και µας θυµίζει για ποιον λόγο θεωρείται ο µεγάλος παραµυθάς του Χόλιγουντ. Στη συνέντευξη που ακολουθεί περιγράφει πώς οδηγήθηκε στη δηµιουργία της ταινίας που βασίζεται στο µπεστ σέλερ του Ερνεστ Κλάιν –ο οποίος υπογράφει και το σενάριο του φιλµ–, ενώ δεν χάνουµε την ευκαιρία να ανατρέξουµε στις µεγάλες στιγµές της καριέρας του, τις οποίες σχολιάζει µε τη δική του αφοπλιστική αθωότητα και αµεσότητα.
Είχατε διαβάσει το βιβλίο «Αν είσαι έτοιµος, πάτα enter» του Ερνεστ Κλάιν προτού αποφασίσετε να γυρίσετε την ταινία;
Η αλήθεια είναι ότι πρώτα µου έστειλαν το σενάριο. Οταν το διάβασα µε ενθουσίασε η αντιπαράθεση των δύο κόσµων. Στη συνέχεια διάβασα το βιβλίο και εντυπωσιάστηκα καταλαβαίνοντας πόσο βαθύ και πολυεπίπεδο είναι. Ηταν τροµαχτικό αλλά και προσβάσιµο… Με είχε καταπιεί.
Ωστόσο, ένα τόσο πολυεπίπεδο βιβλίο δεν χάνει διάφορα στοιχεία όταν προσαρµόζεται για σενάριο;
Κάθε βιβλίο πρέπει να περάσει από µια διαδικασία προσαρµογής για να γίνει από λογοτεχνικό έργο κινηµατογραφικό. Νοµίζω ότι κρατήσαµε τα σωστά στοιχεία για να πούµε µια πραγµατικά φοβερή ιστορία.
Στο βιβλίο του Ερνεστ Κλάιν ανακαλύψατε πράγµατα που αφορούν είτε εσάς προσωπικά είτε το έργο σας;
Το βιβλίο είχε πολλές αναφορές στις ταινίες µου και δεν ήθελα να γίνει καθρέφτης µου. Αφήσαµε µερικές αναφορές, αλλά βάλαµε και πολλά στοιχεία από το αποτύπωµα που άφησαν άλλοι κινηµατογραφιστές, καλλιτέχνες, σχεδιαστές µόδας και µουσικοί εκείνης της περιόδου.
Πώς βλέπετε τον κόσµο που επινόησε ο Ερνεστ Κλάιν;
Το «Ready player one» είναι µια µεγάλη περιπέτεια που διαδραµατίζεται εναλλάξ σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσµους. Ο Ερνεστ Κλάιν είναι ένας οραµατιστής που έγραψε για ένα µέλλον το οποίο δεν είναι και τόσο µακριά από εκεί όπου κατευθυνόµαστε µε την εξέλιξη της εικονικής πραγµατικότητας.
Οι ήρωές σας πάντως τουλάχιστον αρχικά ζουν άνετα στο κουκούλι της εικονικής πραγµατικότητας…
Καταφέρνουν να ζουν µια εκπληκτική ζωή µέσα από το άβατάρ τους. Το µόνο που χρειάζονται είναι η φαντασία, γιατί τους οδηγεί µακριά στο OASIS. Αλλά όταν αποδράσουν από την πραγµατικότητα αποχωρίζονται την πραγµατική ανθρώπινη επαφή. Η ιστορία και φαίνεται και είναι διασκεδαστική, αλλά διαθέτει και κοινωνικό σχόλιο.
Ο πιο µυστηριώδης χαρακτήρας στην ταινία σας είναι ο εκκεντρικός δηµιουργός του OASIS – τον οποίο υποδύεται ο Μαρκ Ράιλανς που είχε κερδίσει το Οσκαρ Β΄ αντρικού ρόλου πριν από δύο χρόνια µε µια άλλη ταινία σας, τη «Γέφυρα των κατασκόπων»
Ολος ο κόσµος ζει µέσα στο όνειρό του, το όνειρο από το οποίο έχτισε έναν ολόκληρο κόσµο. Αλλά όταν πέθανε δεν είχε κληρονόµους, οπότε άφησε πίσω του έναν διαγωνισµό. Ο πρώτος που θα κέρδιζε σε τρεις προκλήσεις και θα έβρισκε τα τρία κλειδιά τα οποία θα τον οδηγούσαν στο Αυγό –που κρύβεται κάπου µέσα στο OASIS– θα κληρονοµούσε τα πάντα. Οσο ήταν ζωντανός ο Χάλιντεϊ έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξεφύγουν από την πραγµατικότητα. Οταν πέθανε τους έδωσε ένα µέλλον για να ελπίζουν. Ενα παιχνίδι µέσα στο παιχνίδι, µε έπαθλο την τεράστια περιουσία και τον πλήρη έλεγχο του OASIS. Οπως φαντάζεστε, όλοι θέλουν να εντοπίσουν το Αυγό, συµπεριλαµβανοµένου και του νεαρού ήρωά µας, του Γουέιντ Γουάτς.
ΤΙΤΛΟΣ: «Η ιστορία του μικρού Ελιοτ στον “ΕT” είναι η δική μου ιστορία»
Για τα «Σαγόνια του καρχαρία»
«Οι δυσκολίες με τον μηχανικό καρχαρία ήταν τεράστιες αρχικά. Δεν δούλευε καθόλου και στην αρχή τα γυρίσματα ήταν πλήρης αποτυχία. Τότε αποφάσισα να ακολουθήσω το δόγμα του Χίτσκοκ και αντί να δείχνω τον καρχαρία, να υπονοώ απλώς την παρουσία του είτε μέσω του κλασικού μουσικού θέματος είτε με άλλα σύμβολα όπως τα βαρέλια ή τα καραβίσια σχοινιά που καταπίνει με ταχύτητα η θάλασσα».
Για τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου»
«Με προβλημάτισε πώς θα γινόταν η πρώτη επαφή ανθρώπων και εξωγήινων. Με την ομάδα μου είχαμε καταλήξει ότι η επαφή αυτή θα έπειθε περισσότερο αν γινόταν μέσω των μαθηματικών. Ομως την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη και αποφάσισα να βάλω τις μουσικές νότες στο παιχνίδι και να συνομιλήσουν έτσι άνθρωποι και εξωγήινοι».
Για το «1941»
«Τελείως άστοχη η απόφασή μου να διηγηθώ μια πολεμική ιστορία με κωμικό τρόπο. Οι κριτικοί με ξέσκισαν, το κοινό γύρισε την πλάτη στο φιλμ. Και από εκεί που ήμουν το σούπερ ταλέντο μπήκα ξαφνικά στη μαύρη λίστα των παραγωγών».
Για τον «Ιντιάνα Τζόουνς»
«Είχα πλέον πειστεί ότι δεν θα έκανα ξανά ταινία στο Χόλιγουντ. Τα στούντιο μου είχαν κλείσει τις πόρτες λόγω του “1941”. Ομως ο Τζορτζ Λούκας έπεισε τους ανθρώπους της Paramount να κάνουν μια τελευταία ταινία μαζί μου με τον απαράβατο όρο να μην ξεπεράσω το μπάτζετ και τα γυρίσματα να μην κρατήσουν ούτε μια μέρα πάνω από τις προβλεπόμενες. Πειθάρχησα και στα δύο με πόνο καρδιάς και μεγάλο άγχος –υπήρξαν σκηνές δράσης που έπρεπε να βγουν με τη μία όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα– αλλά στο τέλος πήγαν όλα καλά και η ταινία θριάμβευσε».
Για το «ΕΤ ο εξωγήινος»
«Μου λένε ότι είναι η καλύτερη ταινία πάνω στο θέμα του εξωγήινου που βρίσκεται στη Γη και εγώ τους λέω την αλήθεια: είναι μια πολύ προσωπική ιστορία που μιλάει για τη διάλυση της οικογένειας. Το διαζύγιο των γονιών μου με είχε τσακίσει. Για πολλά χρόνια ήμουν θυμωμένος τόσο με τη μητέρα μου όσο και, κυρίως, με τον πατέρα μου και μόνο έπειτα από πολλά χρόνια ανακάλυψα ότι ήταν ο τελευταίος που έφταιγε για εκείνο τον χωρισμό. Η ιστορία του μικρού Ελιοτ είναι η δική μου ιστορία και η οργή του για τη φυγή του πατέρα είναι ολότελα δική μου. Για πρώτη φορά μάλιστα είχα κάνει αναφορά στο παιδικό τραύμα μου στις “Στενές επαφές τρίτου τύπου”, όπου σε μια σκηνή ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους κλαίει και ο μικρός γιος του τον κοροϊδεύει φωνάζοντας: “Κλαψιάρη, κλαψιάρη”. Δυστυχώς έτσι είχα φωνάξει κι εγώ στον πατέρα μου όταν ήμουν παιδί».
Για το «Πορφυρό χρώμα»
«Επέλεξα να αφήσω έξω από το φιλμ το λεσβιακό στοιχείο που περιλάμβανε το συγκλονιστικό μυθιστόρημα της Αλις Γουόκερ. Τότε έλεγα ότι δεν ήταν σημαντικό για το φιλμ. Σήμερα δηλώνω ότι ήταν λάθος μου και μάλλον πήρα αυτή την απόφαση επειδή ήμουν πουριτανός εκείνη την εποχή».
Για τη «Λίστα του Σίντλερ»
«Την είχα διαβάσει από παλιά, κοντά δύο δεκαετίες, αλλά φοβόμουν να αναμετρηθώ μαζί της. Δεν είχα ούτε τα κότσια ούτε το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο που απαιτούνταν. Κάποια μέρα όμως ξύπνησα και είπα ότι τώρα μπορώ να το κάνω. Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή εκείνη την περίοδο σε αυτό το έργο, που το θεωρώ έργο ζωής. Δύο πράγματα με απασχόλησαν περισσότερο: πώς θα αποδώσω τους δύο χαρακτήρες και πώς θα κλείσω το φιλμ. Η συνδρομή του Γιάνους Καμίνσκι ήταν καταλυτική. Επέλεξε να δώσει με σκοτεινό φως τον αντιφατικό και αινιγματικό Σίντλερ του Λίαμ Νίσον, ο οποίος στην αρχή έχει δόλια κίνητρα, αφού σκοπεύει να βγάλει λεφτά από τον πόλεμο, προτού οδηγηθεί στην ανακάλυψη του πραγματικού εαυτού του, ενώ το κτήνος, τον Αμον Γκεθ του σπουδαίου Ρέιφ Φάινς, το δείχνουμε με κάτασπρο φως αφού δεν έχει τίποτε να κρύψει. Η μοχθηρία του δεν κρύβεται. Είναι πανταχού παρούσα. Το εύρημα του κλεισίματος με τους αληθινούς επιζώντες πάνω από τον τάφο του Σίντλερ στο σήμερα είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στα θύματα του Ολοκαυτώματος».