Ο Στάθης Γκότσης γράφει στο Docville: Κάτω τα χέρια από τα κρατικά αρχαιολογικά μουσεία

Ο Στάθης Γκότσης γράφει στο Docville: Κάτω τα χέρια από τα κρατικά αρχαιολογικά μουσεία

Ο αγώνας ενάντια στο σχέδιο νόμου για τα πέντε μεγάλα κρατικά μουσεία της χώρας είναι αγώνας για τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού.

Με ανακοινώσεις αντίθεσης, πανό και συγκεντρώσεις διαµαρτυρίας έξω από τα κρατικά µουσεία υποδέχτηκαν οι εργαζόµενοι τη διαρροή του σχεδίου νόµου που ετοίµασε εν κρυπτώ το υπουργείο Πολιτισµού για την αποκοπή πέντε µεγάλων κρατικών µουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Ηρακλείου) από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη µετατροπή τους σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΝΠ∆∆).

Οι κυβερνητικές προθέσεις για τα µουσεία έγιναν γνωστές από τις προγραµµατικές δηλώσεις της υπουργού Λίνας Μενδώνη το καλοκαίρι του 2019, όταν –σε µια ανακύκλωση νεοφιλελεύθερων φληναφηµάτων και ποµπωδών εκφράσεων και ιδιωµατισµών µιας τεχνοκρατικής γλώσσας του συρµού (rebranding, συνέργειες, στρατηγικός αναπτυξιακός πόρος κ.ο.κ.)– έγιναν ορατές οι βασικές προτεραιότητες της πολιτιστικής πολιτικής της: έκπτωση του πολιτισµού από δηµόσιο αγαθό σε αποκλειστικά οικονοµικό µέγεθος συνδεδεµένο απόλυτα µε τις προτεραιότητες τουριστικών και εργολαβικών συµφερόντων, απόσυρση του δηµοσίου από τη χάραξη, τη χρηµατοδότηση και την υλοποίηση πολιτικής στον πολιτισµό, πλήρης παράδοση του πολιτισµού σε ιδιωτικά επιχειρηµατικά συµφέροντα, «χορηγούς» και «κοινωφελή» ιδρύµατα.

Λίγες µέρες πριν από το Χριστούγεννα του 2020 συζητήθηκαν στο υπουργικό συµβούλιο οι κατευθύνσεις του σχετικού νοµοσχεδίου, οι συγκεκριµένες διατάξεις του οποίου έµειναν και πάλι κρυφές, µε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει πως η κυβερνητική παρέµβαση «αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα µουσεία µας», τα οποία «πλέον µπορούν να χαράσσουν αυτόνοµη πολιτική, διαχειριζόµενα τα ίδια πόρους αλλά και χορηγίες»…

«Κρίνεται σκόπιµη η απεµπλοκή των πέντε µεγάλων µουσείων της χώρας από το κεντρικό κράτος» συµπλήρωνε ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, «προκειµένου να παρασχεθεί σε αυτά διοικητική και οικονοµική αυτοτέλεια και συνεπώς µεγαλύτερη ευελιξία και ταυτόχρονα σταδιακή µείωση των κρατικών πόρων τους. Στόχος της µετατροπής είναι τα µουσεία αυτά» εξηγούσε ο ίδιος, «αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και µάρκετινγκ, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους µε υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια».

Περισσότερο από ένα χρόνο µετά οι διατάξεις που περιλαµβάνονται στο κείµενο του νοµοσχεδίου που έγινε γνωστό εξανεµίζουν τις ελπίδες και των πλέον καλόπιστων ότι οι γενικόλογες κυβερνητικές εξαγγελίες έχουν οποιαδήποτε σχέση µε την πραγµατικότητα. Ποια εχέγγυα σοβαρότητας και αποτελεσµατικότητας µπορεί να ανιχνεύσει κανείς σε µια νοµοθετική παρέµβαση που προέκυψε χωρίς κανένα διάλογο µε τους ειδικούς επιστήµονες, µε τους εργαζόµενους στα µουσεία και την αρµόδια διοικητική ιεραρχία των στελεχών του υπουργείου; Από ποια έρευνα προκύπτουν οι υποτιθέµενες αδυναµίες των συγκεκριµένων µουσείων να ανταποκριθούν στον σύνθετο ρόλο τους και ποια οικονοµοτεχνική ή µελέτη σκοπιµότητας επικυρώνει την αναγκαιότητα των όποιων νοµικού τύπου παρεµβάσεων;

Για ποια «ευελιξία» και «µείωση γραφειοκρατίας» µπορεί να γίνεται λόγος όταν αντί του ενός διευθυντή που έχουν σήµερα, τα υπό ίδρυση µουσεία ΝΠ∆∆ θα διοικούνται το καθένα από επταµελές διοικητικό συµβούλιο και θα διαρθρώνονται οργανωτικά σε γενική διεύθυνση µε πέντε διευθύνσεις; Για ποια οικονοµία µπορεί να µιλήσει κανείς όταν ο κρατικός προϋπολογισµός θα επιβαρύνεται µε τη µισθοδοσία, τις ειδικές αποζηµιώσεις και τα έξοδα παραστάσεων δώδεκα νέων θέσεων ευθύνης για καθένα από τα πέντε µουσεία;

Τι µένει λοιπόν από τα ωραία και µεγάλα λόγια;

Μένουν τα διορισµένα διοικητικά συµβούλια, τα µέλη των οποίων θα επιλέγονται από τον εκάστοτε υπουργό «µεταξύ προσωπικοτήτων µε συµβολή στον χώρο του πολιτισµού ή τον επαγγελµατικό ή κοινωνικό χώρο αυτών», τουτέστιν µεταξύ αποτυχόντων πολιτευτών, απόστρατων και συνταξιούχων, εντεταλµένων ιδρυµάτων και επιχειρηµατικών οµίλων, φιλόδοξων «φιλότεχνων και φιλάρχαιων» πολιτικών φίλων. Μένει δηλαδή η µετατροπή των µουσείων από δηµόσιους επιστηµονικούς και µορφωτικούς φορείς σε κυβερνητικά υποχείρια.

Μένει η δυνατότητα να εισπράττουν χρήµατα για εκθέσεις, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράµµατα, εκδηλώσεις, προβολή οπτικοακουστικού υλικού κ.λπ. (δράσεις δηλαδή που µέχρι σήµερα παρέχονται δωρεάν), η δυνατότητα να νοικιάζονται, επί της ουσίας, οι µουσειακοί χώροι έναντι της προκαταβολής «από τους ενδιαφερόµενους διοργανωτές» οικονοµικού ανταλλάγµατος, για «την πραγµατοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων και οµαδικών επισκέψεων στο µουσείο εκτός του προκαθορισµένου ωραρίου λειτουργίας του».

Μένει τελικά το διάπλατο άνοιγµα του δρόµου για την εφαρµογή ιδιωτικοοικονοµικών κριτηρίων λειτουργίας τους, για την ανάθεση κρίσιµων τοµέων λειτουργίας τους που σήµερα εκτελούνται από το προσωπικό των µουσείων σε ιδιωτικές εταιρείες (φύλαξης, καθαριότητας, οργάνωσης εκθέσεων, επικοινωνίας κ.ο.κ.), για την εισαγωγή της εθελοντικής εργασίας, για µείωση των εσόδων του Ο∆ΑΠ, τα οποία στηρίζουν όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και τα µουσεία της χώρας.

Και κάτι ακόµη: µένει η γενικευµένη πλέον δυνατότητα για αποµάκρυνση των µουσειακών συλλογών από τη χώρα, µέσα από την πρόβλεψη της ίδρυσης παραρτηµάτων των µουσείων στο εξωτερικό, τα οποία µάλιστα «µπορεί να προσλαµβάνουν τη νοµική µορφή και φύση που προβλέπεται από το νοµικό καθεστώς των χωρών υποδοχής».

Οχι, στο νοµοθέτηµα αυτό δεν χωρούν βελτιώσεις. Και η µάχη για να µην εισαχθεί στη Βουλή και να µη γίνει νόµος του κράτους δεν αφορά µόνο τους εργαζόµενους στα µουσεία ή ευρύτερα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αφορά όλους και όλες που επιµένουν να πιστεύουν πως τα αρχαιολογικά µουσεία της χώρας πρέπει να συνεχίσουν να είναι δηµόσιοι µορφωτικοί επιστηµονικοί φορείς και όχι εµπορικά και πολιτικά ελεγχόµενα µαγαζιά.

Ο Στάθης Γκότσης είναι ιστορικός στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και γενικός γραμματέας του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων

Ετικέτες

Documento Newsletter