Η επόμενη μέρα στη Γερμανία έπειτα από την αναμενόμενη πτώση της κυβέρνησης του Ολαφ Σολτς εξαρτάται από τις ισορροπίες που θα προκύψουν μετά τα αποτελέσματα της κάλπης της 23ης Φεβρουαρίου. Σε μια ιστορική διαδικασία, ο Γερμανός καγκελάριος προκήρυξε ψηφοφορία προκειμένου να τη χάσει σκόπιμα, ζητώντας επί της ουσίας από την Μπούντεσταγκ όχι να τον στηρίξει με ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά να τον… απαλλάξει από ένα καθήκον που τελικά είχε καταλήξει να είναι «κουραστικό» και για τον ίδιο.
Μετά τους τίτλους τέλους του τρικομματικού συνασπισμού-σηματοδότη –από τα χρώματα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πράσινων και των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP)– τίθεται το ερώτημα τι χρειάζεται να γίνει από εδώ και πέρα έτσι ώστε η γερμανική οικονομία να αποκτήσει ξανά τον ρόλο της ατμομηχανής της Ευρώπης.
Το βασικό διακύβευμα των επερχόμενων πρόωρων εκλογών, τέταρτων στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, είναι η διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η πανίσχυρη Γερμανία, το μοντέλο της οποίας προβαλλόταν στην Ευρώπη ως πρότυπο ορθής διαχείρισης, δεν υπάρχει πλέον. Κολοσσοί όπως η Volkswagen και η Bosch κλείνουν εργοστάσια, απολύουν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους και, αν η περίοδος αστάθειας συνεχιστεί μετεκλογικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη ζημιά για τη γερμανική οικονομία.
Η Γερμανία βρίσκεται πολλαπλά εκτεθειμένη. Ο ανταγωνισμός από την Κίνα εντείνεται διαρκώς, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία στέρησε τη γερμανική οικονομία από το πλεονέκτημα της φτηνής ενεργειακής τροφοδοσίας με ρωσικά καύσιμα, δρομολογώντας διαδικασίες περαιτέρω αποβιομηχάνισης. Οι υποσχέσεις για συνέχιση της στήριξης του Κιέβου δημιουργούν πρόσθετες δημοσιονομικές ανάγκες, ενώ η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αυξάνει την πίεση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση στο ουκρανικό και συνοδεύεται από την απειλή θέσπισης δασμών της τάξης του 10-20% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές από τις ΗΠΑ.
Ολα αυτά τη στιγμή που το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει καταγράψει ανησυχητικά υψηλά ποσοστά στις περιφερειακές εκλογές, κάτι που του έχει προσδώσει ώθηση και σε εθνικό επίπεδο.
Η πορεία προς την πτώση
Ο Σολτς θεωρείτο «αδύναμος» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η απόφαση πιθανότατα είχε ληφθεί εδώ και εβδομάδες και απλώς επικυρώθηκε με την τυπική διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του 2021 το SPD κέρδισε τις περισσότερες έδρες, αλλά όχι την πλειοψηφία. Σχημάτισε μια τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού, την πρώτη στη Γερμανία εδώ και πολλές δεκαετίες, με δύο μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους του FDP. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για την αστάθεια της κυβέρνησης. Οι συντηρητικές οικονομικές θέσεις των Ελεύθερων Δημοκρατών τούς έφεραν αρκετές φορές σε αντίθεση με τους εταίρους τους στον συνασπισμό.
Στις αρχές Νοεμβρίου, λίγες ώρες αφότου έγινε γνωστό ότι ο Τραμπ θα επιστρέψει στο «τιμόνι» των ΗΠΑ, ο Γερμανός καγκελάριος εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες για να ανακοινώσει ότι ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός του κατέρρεε λόγω διαφωνιών για τις δαπάνες στον υπό κατάρτιση προϋπολογισμό. Τον ίδιο μήνα ήρθε και η οριστική ρήξη, όταν ο Σολτς απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών και ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντνερ ύστερα από διαμάχη για τη διαχείριση του χρέους. Ως αντίδραση διαμαρτυρίας το FDP παραιτήθηκε από τον συνασπισμό, αφήνοντας τη Γερμανία με μια κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Εφτασε η στιγμή του Μερτς;
Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Φρίντριχ Μερτς, ηγέτης της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU/CSU) της Ανγκελα Μέρκελ, είναι πολύ πιθανό να γίνει ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, οδηγώντας είτε σε έναν μεγάλο συνασπισμό με το SDP είτε σε κάποιον πιο περίπλοκο τρικομματικό συνασπισμό. Μέχρι στιγμής το CDU προηγείται στις δημοσκοπήσεις με 32%, το AfD βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 18%, το SPD στην τρίτη με 16% και ακολουθούν οι Πράσινοι με 14%.
Η πορεία του 68άχρονου Μερτς στη γερμανική πολιτική επηρεάστηκε έντονα από την αντιπαλότητα με τη Μέρκελ, η οποία τον περιόρισε πολιτικά και οδήγησε στην αποχώρησή του από την Μπούντεσταγκ το 2009. Ωστόσο ο Μερτς επέστρεψε δυναμικά το 2021, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της CDU.
Εχει θέσει ως αποστολή του να αναιρέσει τις κινήσεις φιλελευθεροποίησης της Μέρκελ και να μετατοπίσει το CDU προς τα δεξιά, στρέφοντάς το προς πιο συντηρητικές θέσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μετανάστευση. Οι απόψεις του για το εν λόγω ζήτημα έχουν προκαλέσει αντιδράσεις. Χαρακτηριστικά, έχει επικριθεί για δηλώσεις όπως η αναφορά σε «κοινωνικό τουρισμό» από Ουκρανούς πρόσφυγες, αν και αργότερα ζήτησε συγγνώμη.
Περιγράφει τον εαυτό του ως συντηρητικό κοινωνικά και φιλελεύθερο οικονομικά. Εχει ταχθεί υπέρ της μείωσης της γραφειοκρατίας και της φορολογίας για τις επιχειρήσεις, καθώς και υπέρ της ισχυροποίησης της Γερμανίας ως επενδυτικού κόμβου. Είναι υπέρμαχος της ενίσχυσης του ΝΑΤΟ και της γερμανοαμερικανικής συνεργασίας. Εχει επικρίνει τη διαχείριση της κυβέρνησης Σολτς στα διεθνή ζητήματα δηλώνοντας ότι η Γερμανία πρέπει να αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο στην εξωτερική πολιτική.
Οσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, την οποία επισκέφτηκε αυτό τον μήνα, ο Μερτς υποστηρίζει μια ακόμη πιο επιθετική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Taurus για πλήγματα σε ρωσικό έδαφος.