Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιώργος Σκαρλάτος μιλάει για τη «Νύχτα λίγο πριν τα δάση»

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιώργος Σκαρλάτος μιλάει για τη «Νύχτα λίγο πριν τα δάση»

Ο Γιώργος Σκαρλάτος κατάγεται από τη Ραφήνα, από παππούς Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στον τόπο αυτό. Στη Ραφήνα μεγάλωσε με την αδερφή του μέσα σε μία οικογένεια που δεν είχε σχέση με τις τέχνες. Ο πατέρας του εργάτης στην οικοδομή και η μητέρα του νοσηλεύτρια σε παιδιά με ψυχικές ασθένειες. Πιστεύει πως είναι καλύτερα που ανακάλυψε από μόνος του την τέχνη χωρίς «δηθενιές» και «καθοδηγήσεις», χωρίς να έχει γεμίσει με πληροφορίες από το οικογενειακό background. Αυτό, βέβαια, οδήγησε σε…μάχες, αφού όταν δήλωσε την επιθυμία του να σπουδάσει σε δραματική σχολή, υπήρξαν πολλές φωνές και πολλά χτυπήματα χεριού πάνω στο τραπέζι.

«Οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με καταλάβουν ως άνθρωποι που ζούσαν σε μια επαρχία, όπως ήταν η Ραφήνα, δίχως να έχουν βγει καθόλου παραέξω» λέει ο Σκαρλάτος, «τα τελευταία δύο χρόνια όμως έχουν χωρίσει, άρα προσπαθώ αυτόν τον καιρό να αφουγκραστώ τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες». Βέβαια, οι γονείς του θέλησαν να τον πάνε σε μουσικό σχολείο και τους ευχαριστεί πολύ γι’ αυτό, αφού άλλαξε η ζωή του. Έτσι, ο Σκαρλάτος έμαθε να ασκεί τη φωνή του, να διαβάζει παρτιτούρα και να παίζει λαούτο, εντρυφώντας παράλληλα στην κλασική και την παραδοσιακή μουσική. Τι είναι αυτό που τον έκανε να φύγει από τη μουσική και να στραφεί στην υποκριτική τέχνη, που είναι και πιο ομαδική; «Δεν έφυγα ποτέ από το θέατρο που το αντιμετωπίζω σαν μουσική! Το βλέπω ως ρυθμό και ως ποιότητες μουσικής, ακόμη και ως ορχήστρα, που άλλος παίζει τα πρίμα και άλλος τα μπάσα. Έτσι είναι κι οι ρόλοι και μαζί τους κι οι άνθρωποι πάνω στη σκηνή».

Αποφοιτώντας από το μουσικό Γυμνάσιο, δεν δούλεψε σαν μουσικός, αφού σπούδαζε σε δραματική σχολή κρυφά απ’ τους γονείς του. Έδωσε κρυφά, λοιπόν, εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό στα 18 του. Τον πήραν στο Τέχνης, αλλά δεν πήγε ποτέ, λόγω των αντιδράσεων του πατέρα του. «Με πείσμωσε αυτή η στάση των δικών μου με αποτέλεσμα μετά να μαλακώσουν εκείνοι. Έβλεπαν ότι το παιδί τους ήθελε να προχωρήσει σε κάτι, αλλά ήταν αγχωμένοι με το βιοποριστικό κομμάτι. Δεν κρατιόμουν, δεν μαζευόμουν, ήθελα να κάνω ότι ονειρευόμουν». Αποτέλεσμα ήταν ο Σκαρλάτος να δουλέψει σε πολλές δουλειές και να μείνει 55 κιλά εξ αιτίας των σφιχτών οικονομιών που έκανε. Θυμάται ακόμα την ατάκα του πατέρα του: «Αν είσαι καλός, θα σε πάρουν σε μια καλή κρατική σχολή», κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού. Τελικά δούλεψε, μάζεψε «πέντε φράγκα» και έδωσε εξετάσεις στο ΚΘΒΕ, θέλοντας να φύγει από την Αθήνα.  «Έμαθα ότι πέρασα στο ΚΘΒΕ μέσα στο τρένο Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Ήμουν με μία φίλη και κάναμε μεσημεριάτικα ένα τρένο Ανάστα ο Κύριος» (γέλια). Γυρνώντας στη Ραφήνα, πήγε στους δικούς του και τους είπε: «Ετοιμάστε βαλίτσες! Φεύγω»!

Στη Θεσσαλονίκη έμεινε τρία χρόνια με πολύ λίγα κατεβάσματα στην Αθήνα, γιατί δεν υπήρχε χρόνος με τη σχολή. «Δουλεύαμε εφτά στα εφτά με εντατικές πρόβες απ’ το πρωί ως το βράδυ χωρίς να ξεκουραζόμαστε. Η ζωή μας ήταν μες στη σχολή που δεν προλαβαίναμε, αλλά ένιωθα μονίμως στην τσίτα. Και φιλίες έκανα και έναν μεγάλο έρωτα έζησα και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μού θύμιζε αυτό της Ραφήνας. Δηλώνω παιδί της θάλασσας». Του άρεσε ακόμη που με ένα βήμα μπορούσε να’ναι πότε στη σχολή και πότε σ’ ένα μπαρ ή στη θάλασσα. Ωστόσο δεν νιώθει ότι έκανε ποτέ φοιτητική ζωή, αφού βρισκόταν νυχθημερόν μέσα σε ένα κτίριο και δούλευε πάνω στο αντικείμενο του.

Με την επιστροφή του στην Αθήνα την περίοδο 2020 – 21, μέσα στον covid, εργάστηκε σε ένα παιδικό μιούζικαλ του Εθνικού Θεάτρου, που τελικά δε βγήκε ποτέ στον αέρα, επί σκηνής, αφού προοριζόταν εξ αρχής για διαδικτυακή προβολή. «Ήταν μια δουλειά της Σοφίας Βγενοπούλου και δουλέψαμε επίσης πολύ, κάτι που μας έδωσε νόημα μέσα σε μια τρομερά δύσκολη περίοδο για όλους».

Ρωτάω τον Γιώργο Σκαρλάτο να μου απαριθμήσει τα πιο σημαντικά πράγματα που έχει κάνει ίσαμε σήμερα. Διαλέγει να μου μιλήσει γι’ αυτή τη δουλειά με τη Βγενοπούλου, την οποία γνώρισε στα πρώτα του βήματα στον χώρο, όταν εκείνη τον είχε καλέσει να δουλέψει με μια ομάδα εφήβων που την έλεγε «Θέατρο Συνόλου». Αναφέρει επίσης τις παραστάσεις που έχουν κάνει με τη Γεωργία Μαυραγάνη, τρεις τον αριθμό: Μεταξύ αυτών, τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και το «Ονειρόδραμα» που ανέβηκε στο Εθνικό. «Μένει» σ’ αυτές τις παραστάσεις, καθώς εκτιμά τη διεισδυτική ματιά της Μαυραγάνη απέναντι στα πράγματα, προσωπική και συνάμα βαθιά ποιητική. Τέλος, με το φόβο να αδικήσει δουλειές προηγούμενες, νιώθει την ανάγκη να εστιάσει στην τωρινή του παράσταση, την αιτία της συνάντησης μας.

Καταρχάς η παράσταση που φέρει τον τίτλο «Η νύχτα λίγο πριν τα δάση» (ένα έργο του Μπερνάρ Μαρί – Κολτές), που σκηνοθετεί και παίζει ο Σκαρλάτος, δεν έχει εισιτήριο, αλλά κουτί συνεισφοράς. Η συνθήκη αυτή τον κάνει εξ ορισμού πολιτικοποιημένο.

Τον ακούω να μου λέει το εξής: «Τι σκατά καλλιτέχνης είσαι εάν δεν είσαι πολιτικοποιημένος;»

Και συνεχίζει: «Δεν είναι ξεχωριστά πράγματα το θέατρο από την πολιτική πράξη. Δεν είμαστε λογικής σούπερ μάρκετ για να διαχωρίζουμε το καλλιτεχνικό από το πολιτικό κομμάτι». Μου λέει ακόμη κάτι πολύ ενδιαφέρον, πως το συγκεκριμένο έργο τον απασχολούσε από τα 17 του χρόνια: «Όταν το πρωτοδιάβασα, το ρούφηξα σαν λεμονάδα. Δεν κατάλαβα πότε ‘’έφυγε’’ κι όταν πήρα τα μάτια μου απ’ τις σελίδες του, είπα ‘’τι έγινε τώρα;’’» Μου δίνει πάσα να σχολιάσω πως πρέπει από πολύ νωρίς να είχε έφεση στα ψαγμένα διαβάσματα. «Δεν ήμουν βιβλιοφάγος με την κλασική έννοια της λέξης, αλλά όταν κάτι μου κέντριζε το ενδιαφέρον, το έψαχνα σε βάθος». Η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση» ήταν και το έργο που επέλεξε για τη διπλωματική εργασία του και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, ξαναπαίζεται σε δική του σκηνοθεσία. Θεωρεί πως τώρα μόνο μπαίνει μια πρώτη τελεία στη σχέση του με το έργο του Γάλλου δραματουργού.

Του ζητάω να μου πει τι διαπραγματεύεται η παράσταση για κάποιον που δεν έχει αξιωθεί να τη δει. «Είναι ένα έργο που άμα πας να πεις τι πραγματεύεται, όλο σου φεύγει απ’ τα χέρια. Είναι, θα έλεγα, σαν να βλέπεις έναν τυχαίο περαστικό, που σε σταματάει και για μία ώρα σου λέει όλη του τη ζωή ή πρόκειται για έναν άνθρωπο που λέει πράγματα, τα οποία εσύ δεν ‘’πιάνεις’’, γιατί τον πετυχαίνεις από ένα σημείο του λόγου του και μετά». Μου εξηγεί ότι το έργο μιλάει για την πολιτική και τον έρωτα, τη βία και τις κοινωνικές αλλαγές, όλα μέσω της αφήγησης ενός ξένου στο Παρίσι που περπατάει στους δρόμους του. «Στη σκηνοθεσία μου, ουδόλως με απασχόλησε το Παρίσι αφού θα μπορούσε να διαδραματίζεται παντού».

Τον ρωτάω στο σημείο αυτό τι τον έκανε να μη στραφεί σε κάποιον χρηματοδοτικό φορέα και προτίμησε την οδό της ανεξάρτητης παραγωγής. Μου απαντάει με κάτι πολύ απλό: «Ήθελα να μη βάλω πολλούς βραχνάδες στο κεφάλι μου. Είχαμε πολλά πράγματα να κάνουμε με την ομάδα σαν μία συλλογική εργασία. Δεν είχα εγώ τις δυνάμεις για να το ‘’τρέξω’’ μ’ αυτούς τους όρους. Βρήκαμε το χώρο που παραχωρείται δωρεάν σε καλλιτέχνες, όχι ακριβώς αυτοδιαχειριζόμενο, αφού την όλη επιμέλεια του έχει η Μυρτώ Ράις, που μας έκανε και τη μετάφραση του έργου. Το κουτί συνεισφοράς μπήκε, λοιπόν, γιατί δεν υπάρχει εταιρεία παραγωγής από πίσω που να κόβει αποδείξεις, παραστατικά κλπ. Διαχειριζόμαστε την κατάσταση όλοι μαζί».

Με το «όλοι μαζί» αναφέρεται φυσικά στη Μυρτώ Ράις, τον εαυτό του που σκηνοθετεί και παίζει δίπλα στον Δημήτρη Ροΐδη, τη Θωμαΐδα Σταυριανού που επιμελήθηκε την κινησιολογία, τη Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου που ανάλαβε τη σκηνογραφία – ενδυματολογία και τη Γεωργία Αθανασοπούλου, που έκανε τη φωτογράφηση και την αφίσα των παραστάσεων.

Επί σκηνής βρίσκονται μόνο ο Σκαρλάτος και ο Ροΐδης, ενώ όλοι οι υπόλοιποι εργάστηκαν στους άλλους τομείς και είναι πάντα εκεί δίπλα τους. «Αν μιλάω εγώ τώρα είναι σαν να μιλάω με τα στόματα όλων μας» αισθάνεται την ανάγκη να μου πει. Κι όταν τον ρωτάω να μου πει λεπτομέρειες για το δικό του ρόλο, μου εξηγεί πως το έργο από τη φύση του δεν έχει συγκεκριμένη φόρμα, δηλαδή αν είναι θεατρικό έργο ή απλώς ένα διήγημα του συγγραφέα. «Είναι ένα άναρχο, ‘’κουλό’’, συνειρμικό πράγμα, το οποίο δεν ‘’πιάνεται’’ και υπό αυτή την έννοια δεν μιλάμε για σουρεαλισμό, εφόσον έχει πολύ πραγματική – ρεαλιστική γραφή». Η παράσταση διαρκεί μία ώρα και φεύγει «σφαίρα», όπως έχω ακούσει απ’ άλλους και όχι απ’ τον Σκαρλάτο. Ο ίδιος το προσδιορίζει σαν έναν «πολύ ρεαλιστικό λόγο, αλλά που εξ αιτίας των συνειρμών του, παίζει με το υπερρεαλιστικό στοιχείο. Ούτε μπορούμε να του προσδώσουμε κωμικά ή δραματικά στοιχεία, αφού λειτουργεί διαφορετικά στον καθένα θεατή.

Παίρνω το θάρρος να τον ρωτήσω αν φοβήθηκε μήπως μία παράσταση με κουτί θα τον περιθωριοποιούσε κιόλας.
Μου απαντάει: «Καθόλου, μα καθόλου! Θεωρώ ότι έχω κάνει σκληρή δουλειά σ’ αυτό το έργο, αφιερώνοντας πολλές εργατοώρες. Άλλωστε, όπως είπα, δεν είχα το χρόνο να το ψάξω με παραγωγό και με βόλεψε τρομερά η ύπαρξη του χώρου που μας δόθηκε. Νιώθαμε ότι μπορεί να γίνει θέατρο κι αλλιώς»!
Στην ερώτηση μου για τις προθέσεις του, ο Γιώργος Σκαρλάτος απαντά: «Είμαι ειλικρινής και το ίδιο προσπαθώ και στην προσωπική μου ζωή, κάτι που απαιτεί πολύ κόπο, όχι για να μην εκτεθείς στους άλλους, αλλά για να είσαι όντως ειλικρινής και όχι ψευτο-ειλικρινής». Τον ρωτάω για το τέλος να μου δώσει τον δικό του ορισμό για το τι είναι Τέχνη που απασχολεί τη ζωή πολλών ανθρώπων. «Πω, τώρα με ”γάμησες”» απαντάει και σκάμε στα γέλια. Ωστόσο το κάνει: «Πιστεύω πως η Τέχνη δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα γλέντι που οι άνθρωποι συνυπάρχουν σαν μία δημιουργική παρέα και μαθαίνουν, ονειρεύονται, συνδιαλέγονται μαζί».
INFO
Το έργο «Η νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Μπερνάρ Μαρί – Κολτές παίζεται στο «Στούντιο» (Οικονόμου 3, πλατεία Εξαρχείων) με ελεύθερη είσοδο και κουτί συνεισφοράς. Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκαρλάτος. Παίζουν: Δημήτρης Ροΐδης – Γιώργος Σκαρλάτος.
Διαβάστε επίσης:
Documento Newsletter