O Σέρβος σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγεβιτς μιλά στο Documento

O Σέρβος σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγεβιτς μιλά στο Documento

Καθώς αναζητά τις σωστές λέξεις στα αγγλικά, συμφωνεί απρόσμενα αναφωνώντας «α, ναι!» και «μπράβο».  γ 

Η εξοικείωση του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς με την Ελλάδα και την ελληνική θεατρική σκηνή γιορτάζει δέκα χρόνια και είναι πια προφανής – πολιτογραφώντας έναν από τους πιο διακεκριμένους Σέρβους σκηνοθέτες σχεδόν ως Ελληνα. Ο θαυμασμός του Μιλιβόγεβιτς για το πάθος και τη δημιουργικότητα των Ελλήνων ηθοποιών, ο ήχος της ελληνικής γλώσσας που ερεθίζει κάτι μέσα του, οι προτάσεις από εγχώριους θεσμούς που δεν έπαψαν να έρχονται και να τον συγκινούν δημιουργούν πλέον ένα γνώριμο τοπίο που ο ίδιος περιγράφει με τη ζεστασιά μιας ελληνικής λέξης: αγάπη τη λέει. Αυτήν τη φορά ωστόσο ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς επιστρέφει στην Αθήνα αφηγούμενος μια ιστορία για την πατρίδα του, την πολύπαθη Σερβία, και το μνημειώδες «Γεφύρι του Δρίνου» του Ιβο Αντριτς.

Γιατί ασχοληθήκατε εξαρχής με το θέατρο;

Θα έλεγα ότι ήταν κάτι σαν μοίρα, το πεπρωμένο μου. Δεν ήμουν ένα παιδί που μεγάλωνε σε καλλιτεχνική οικογένεια, δεν είχα καμία καλλιτεχνική ενασχόληση μέχρι τότε. Γεννήθηκα και σε επαρχιακή πόλη, μη γνωρίζοντας τίποτα για το θέατρο. Το μοναδικό πράγμα που με έφερνε κοντά στην τέχνη ήταν η ανάγνωση, τα βιβλία. Επίσης το σινεμά, που το λάτρευα. Ετσι, η πρώτη μου σκέψη ήταν να σπουδάσω λογοτεχνία. Τα πράγματα άλλαξαν όταν μια παρέα στενών φίλων μού έριξε την ιδέα να κάνουμε σπουδές σκηνοθεσίας, εφόσον αγαπούσαμε όλοι το σινεμά. Κι έτσι, χάρη στην προτροπή τους, πήρα αυτό το μονοπάτι. Το αστείο είναι ότι από όλη αυτή την παρέα φίλων που δώσαμε εξετάσεις μόνο εγώ πέρασα. Ομολογουμένως σοκαρίστηκα, μπερδεύτηκα, γιατί έβλεπα τα σχέδιά μου να αλλάζουν. Ωστόσο, λίγο πριν από τις εξετάσεις για το μάθημα της σκηνοθεσίας αισθάνθηκα στ’ αλήθεια πως κάτι υπήρχε εκεί για μένα· σαν να έβρισκα τον εαυτό μου μ’ έναν τρόπο που δεν είχα συνειδητοποιήσει έως τότε.

Στην πορεία, τι είδους αλλαγές έφερε το θέατρο στη ζωή σας;

Νομίζω ότι ανέδειξε τον καλύτερο εαυτό μου. Καθώς μεγάλωσα στην επαρχία, το θέατρο μεγέθυνε την εικόνα της ζωής μου, με έκανε να διψώ να γνωρίσω και να μάθω περισσότερα. Και φυσικά, ερέθισε τη φαντασία μου. Το θέατρο ήταν για μια μένα μια υπενθύμιση του τι σημαίνει να είναι κανείς στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

Αξιολογείτε τον εαυτό σας ως σκηνοθέτη της πολιτικοποιημένης σκηνής;

Πέρασα μια περίοδο της καλλιτεχνικής ζωής μου στη Σερβία όπου ήμουν πραγματικά πολιτικοποιημένος ως σκηνοθέτης. Δουλεύοντας κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ένιωθα ότι δεν ήταν ηθικό να παρουσιάσω κάτι που δεν συνδέεται με την πραγματική ζωή. Ηθελα να δείξω τη συνειδητότητά μου πάνω σε όσα συνέβαιναν στην πατρίδα μου τότε, να δίνω την αίσθηση πως αντιδρώ. Είχα την εντύπωση ότι ο μόνος τρόπος να σκηνοθετήσω ήταν να συγκρουστώ με την πραγματικότητα.

Μια εντύπωση που συντηρείτε ακόμη;

Με έναν τρόπο ναι. Αλλά από την άλλη, αυτή η άμεση αντίδραση στην πραγματικότητα δεν με απασχολεί πια· άλλαξα λίγο τη στρατηγική μου. Αν θελήσω να περιγράψω κάπως την κατάσταση που περιβάλλει τον σύγχρονο κόσμο όπου μας κυβερνούν με όρους μαφίας –ειδικά σε χώρες σαν τη Σερβία ή την Ελλάδα που είναι μικρές και παίζεται στις πλάτες τους μεγάλο παιχνίδι– δεν νομίζω να επιλέξω ένα κείμενο εξόφθαλμα κοντά σ’ αυτή. Μπορείς να πεις αλήθειες μέσα από ένα άλλο πλαίσιο, λιγότερο μπανάλ από το στρατευμένο – είναι και πιο εύκολο να το διαχειριστείς.

Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι αυτό είναι πολιτικό θέατρο;

Είναι σκεπτόμενο θέατρο σε πολλά επίπεδα κι ένα από αυτά είναι το πολιτικό. Το θέατρο είναι πολύπλοκη κατασκευή, δεν είναι μια γραμμή αφήγησης. Πλέον με απασχολεί να αφηγηθώ πράγματα που με αγγίζουν. Το υλικό πρέπει να είναι πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου – διαφορετικά δεν μπορώ να δουλέψω. Χρειάζομαι κείμενα που με συγκινούν. Πλέον, βρίσκω καλύτερες διεξόδους να μιλήσω για το τώρα μέσα από τα κλασικά έργα.

Υποθέτω πως σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται και το ότι επιλέξατε το «Γεφύρι του Δρίνου».

Ακριβώς. Καταρχάς είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Ομολογώ πως ονειρευόμουν πολλά χρόνια να το ανεβάσω αλλά δίσταζα, αφενός γιατί είναι εμβληματικό έργο, αφετέρου επειδή πολλοί πίστευαν πως είναι αδύνατον να παρασταθεί. Για τον λαό των Σέρβων «Το γεφύρι του Δρίνου» είναι κάτι σαν το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι ή «Το μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Την ίδια ώρα, είναι μια υπέροχη ιστορία με γοητευτικούς χαρακτήρες κι έτσι έπαψα να σκέφτομαι το αδύνατο κι αποφάσισα να το κάνω δυνατό. Μπήκα στην αναζήτηση ώστε να βρω το κλειδί και να μεταμορφώσω τη λογοτεχνική γλώσσα σε θεατρική.

Πώς μεταφράζετε την έννοια της γέφυρας;

Η γέφυρα είναι μια από τις σημαντικότερες έννοιες του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι το σημείο επαφής, σύνδεσης. Υπάρχει μια φράση στο βιβλίο του Αντριτς που λέει «όλες οι δυνάμεις μας, όλες οι προσπάθειές μας στοχεύουν στο να φτάσουμε στην άλλη πλευρά γιατί όλες οι ελπίδες μας βρίσκονται στην άλλη πλευρά». Βρίσκω συγκλονιστική αυτήν τη διατύπωση. Είναι πολύ δυνατή η σκέψη ότι η ελπίδα μας βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Για μένα προσωπικά η συνάντηση με το θεατρικό κοινό είναι η συνάντηση με την άλλη πλευρά.

Το βιβλίο του Αντριτς ωστόσο αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό μνημείο.

Η γέφυρα του Δρίνου ήταν και είναι σημείο συνάντησης και σύγκρουσης· ένα σημείο συνάντησης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Χτίστηκε στην ακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 400 χρόνια πριν, μα όταν οι Τούρκοι έχασαν την κυριαρχία της περιοχής και αποχώρησαν η γέφυρα έχασε τον ρόλο της. Δεν ένωνε πια τη Δύση και την Ανατολή αλλά δυο χωριά μεταξύ τους. Μίκρυνε, δηλαδή, πολύ το πεδίο επίδρασης της γέφυρας κι αν το σκεφτεί κανείς είναι πολύ εντυπωσιακές οι αλλαγές μέσα στον ιστορικό χρόνο. Γιατί η ιστορία για το γεφύρι επαναλήφθηκε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στα 1990 προσπάθησαν να το καταστρέψουν, έγινε τόπος θυσίας για πολλούς ανθρώπους, επιχείρησαν να τοποθετήσουν σύνορα πάνω του! Θυμάμαι ότι όταν πριν από περίπου έξι χρόνια επισκέφθηκα τη γέφυρα του Δρίνου, ένιωσα πως το Βίσεγκραντ (η πόλη που βρίσκεται στις παρυφές του) έμοιαζε τόσο κουρασμένη και παλιά. Ομως, το πιο ζωντανό, το πιο αλώβητο στοιχείο της περιοχής εξακολουθούσε να είναι το γεφύρι.

Σχολιάσατε το οξύμωρο της προσπάθειας κάποιων να χτίσουν σύνορα πάνω σε μια γέφυρα. Είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης να υψώνει τοίχους αντί να τους γκρεμίζει;

Στην παράσταση θέτουμε πολύ το ζήτημα των συνόρων γιατί τα σύνορα αλλάζουν ασταμάτητα στον ρου της ιστορίας. Δυστυχώς, ο άνθρωπος πολεμάει για το συμφέρον του κι αυτό προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Για την πατρίδα μου, τη Γιουγκοσλαβία, οι πόλεμοι και οι τροποποιήσεις των συνόρων δεν κόπασαν ποτέ. Κάθε φορά τα σύνορα ορίζονταν προσωρινά μέχρι να αλλάξουν ξανά με την επόμενη σύγκρουση. Μέσα σ’ έναν αιώνα η Σερβία έζησε πέντε πολέμους κι αυτό είναι εντελώς αφύσικο. Τίποτα το φυσιολογικό δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα από τόση βία… Αναρωτιέμαι πλέον ποια είναι η πατρίδα μου.

Θα λέγατε ότι αυτή η παράσταση είναι μια προσπάθεια να την κατανοήσετε;

Ακριβώς. Με απασχολεί επίσης το ότι η ιστορία των χωρών μας –Ελλάδας και Σερβίας– έχει πολλά κοινά. Ακόμη και οι ηθοποιοί μου αντιδρούν στα ερεθίσματα της σερβικής ιστορίας. Κι αυτό γιατί η Ιστορία είναι μια αλυσίδα αντανακλάσεων και ισορροπιών.

Νιώθετε κάποια νοσταλγία για την πρώην Γιουγκοσλαβία;

Δεν ξέρω πώς να ονομάσω το συναίσθημα που νιώθω –ίσως είναι νοσταλγία–, πάντως νομίζω ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν ωραία χώρα. Μια χώρα πλούσια μέσα στις διαφορετικότητές της, κάτι το οποίο αντιλαμβάνεσαι αν επισκεφθείς σήμερα τη Βοσνία ή τη Σλοβενία. Ολες αυτές οι αποχρώσεις είχαν την αίσθηση του ανήκειν για μένα. Γι’ αυτό και μου φαίνεται αδιανόητο το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που ανοικοδομούνταν η Ευρωπαϊκή Ενωση, συνεργαζόταν συνάμα στο να καταστραφεί κάτι άλλο που προσομοίαζε στο μοντέλο μιας Ενωσης. Γιατί, ας το παραδεχθούμε, η πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μια μικρή ΕΕ. Και φυσικά αυτό το παράδειγμα ήταν μια πρώτη ευκαιρία να συνειδητοποιήσει κανείς πως οι άνθρωποι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα μπορούσαν να είναι σοβαροί, άνθρωποι με όραμα… Ολο αυτό δεν είναι παρά ένα είδος πολιτικής πορνογραφίας, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου. Δείτε στις ΗΠΑ, όπου άστεγοι και φτωχοί ψηφίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ για πρόεδρο… Κι όμως ζούμε μέσα σε αυτό το τρελό σύστημα – και το χειρότερο, αυτό το σύστημα δουλεύει.

Τι σας ανησυχεί περισσότερο σ’ αυτή την τόσο ασταθή περίοδο;

Είναι τόσο λυπηρό να συνειδητοποιείς ότι έπειτα από αιώνες προσπαθειών, αγώνων, βίας, δεν καταφέραμε να χτίσουμε μια καλύτερη κοινωνία. Κι αυτό κάτι δηλώνει για την ανθρώπινη φύση, κάτι είναι ελαττωματικό. Είμαστε καταστροφικοί κι αυτοκαταστροφικοί, εγωιστές και νάρκισσοι. Μου φαίνεται τόσο οξύμωρο που στην εποχή της ανοιχτής αγοράς υψώνουμε τοίχους, κλείνουμε σύνορα και χτίζουμε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κι αυτό το ονομάζουμε αρχή του 21ου αιώνα! Αν κάτι φοβάμαι, λοιπόν, είναι τους ανθρώπους. Ολα είναι τόσο απρόβλεπτα, φαίνεται ότι πρέπει να ετοιμαστούμε για το οτιδήποτε.

Με λίγα λόγια, είστε απαισιόδοξος.

Ναι. Δεν θέλω να το ομολογώ γιατί οφείλω να πιστεύω σε κάτι, αλλά από την άλλη είναι πολύ περίεργο αυτό το παιχνίδι. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να πιστέψει ενώ δεν μπορεί. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν έχει να ελπίζει σε πολλά.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι που σε ακραίες συνθήκες εξακολουθεί να ενώνει τους ανθρώπους;

Νομίζω η τέχνη είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να παρουσιάσει μια πιο θετική εικόνα αυτού του κόσμου. Νιώθω φοβερά προνομιούχος που έχω τη δυνατότητα να φωλιάζω σ’ ένα τέτοιο καταφύγιο. Η τέχνη είναι η όαση κι αν με κάποιον τρόπο πληγεί, ο κόσμος θα έχει φτάσει στο ύστατο σκαλοπάτι του. Οσο υπάρχει τέχνη υπάρχει έξοδος κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο, ναι, μπορώ να πιστέψω. Είναι ένα είδος προσωπικής θρησκείας. Η τέχνη είναι ένα συναισθηματικό πεδίο που αφήνει χώρο για όλους μας.

Info

Η παράσταση «Το γεφύρι του Δρίνου» παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ στις 9 & 10 Ιουνίου (21.00) στην Πειραιώς 260. 

Ετικέτες

Documento Newsletter