Κυριαρχούν η αβεβαιότητα και οι δυσοίωνες προβλέψεις για την επόμενη ημέρα
Είναι η πρώτη φορά μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929 που χώρες με αναπτυγμένες, αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες βιώνουν ταυτόχρονα ύφεση. Η ειδοποιός διαφορά της τρέχουσας οικονομικής κρίσης –ότι πυροδοτήθηκε από έναν εξωγενή παράγοντα, την πανδημία της Covid-19– για πολλούς οικονομολόγους σημαίνει ότι άπαξ και η υγειονομική κρίση τεθεί υπό έλεγχο, η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει.
Ωστόσο, καθώς το έδαφος ήταν πρόσφορο ήδη από το 2019, η ορμή της σημερινής ύφεσης μπορεί να κάνει τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 να μοιάζει παιχνιδάκι.
Βουτιά στην τιμή του πετρελαίου, πτώσεις 20% και 30% στα διεθνή χρηματιστήρια (Φεβρουάριο και Μάρτιο αντίστοιχα), κατάρρευση των βιομηχανιών τουρισμού, εστίασης και ενέργειας, μεγάλο πλήγμα στην καταναλωτική δραστηριότητα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, προβλέψεις για εκτίναξη της ανεργίας – για την Ελλάδα αγγίζει το 22% για το 2020 και το 19% για το 2021. Ιδού η σημερινή οικονομική πραγματικότητα μετά την άφιξη του SARS-CoV-2 και του ουσιαστικά παγκόσμιου lockdown.
Μεγαλύτερη ύφεση από το 2009
Οι αριθμοί συνθέτουν σαφή εικόνα. Η ανάπτυξη στις αναπτυγμένες οικονομίες για το 2020 αναμένεται να αγγίξει το -6,1% –στην ουσία πρόκειται για συρρίκνωση της οικονομίας–, ενώ η αντίστοιχη πρόβλεψη για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες αγορές που κανονικά σημειώνουν ποσοστά ανάπτυξης μεγαλύτερα των αναπτυγμένων οικονομιών είναι -1% – και αν εξαιρεθεί η Κίνα -2,2%. Παράλληλα, σε τουλάχιστον 170 χώρες εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κάνει λόγο για οικονομική ύφεση «πολύ χειρότερη» σε σχέση με αυτήν του 2009, ενώ στα μέσα του περασμένου Απριλίου γνωστοποιούσε ότι το σύνολο των μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως, οι οποίες συνθέτουν το G7, είχαν ήδη μπει ή έμπαιναν σε φάση «βαθιάς ύφεσης».
Η πανδημία… κάνει τη διαφορά
Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι ο παράγοντας της πανδημίας είναι αυτός που διαφοροποιεί την ύφεση από πολλές άλλες του παρελθόντος.
Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι αναγνωρίζουν ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της σημερινής ύφεσης θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια γρήγορη (τουλάχιστον σε πρώτη φάση) ανάκαμψη της οικονομίας: η περίοδος του lockdown βάζει απότομα φρένο σε ορισμένες υπηρεσίες,
ακόμη κι αν η ζήτηση συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι ένα κομμάτι της ανεσταλμένης οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να θεωρηθεί προσωρινό πλήγμα για τον εφοδιασμό. Με το άνοιγμα των επιχειρήσεων η ζήτηση που δεν ικανοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα αναμένεται να καλυφθεί από τα έτοιμα προϊόντα που δεν μπορούσαν να φτάσουν στους καταναλωτές.
Το έδαφος ήταν έτοιμο
Ωστόσο, «ακόμη κι αν η σημερινή παγκόσμια ύφεση οδηγήσει σε μια άτονη ανάκαμψη τύπου U, μια μεγαλύτερη ύφεση τύπου L θα ακολουθήσει μέσα στη δεκαετία» γράφει στον «Guardian» o Νούριελ Ρουμπινί, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναφερόμενος σε δύο μορφές δυνητικής οικονομικής πορείας.
Μετά την κρίση του 2009 αντί οι κυβερνήσεις να θέσουν επί τάπητος τα δομικά προβλήματα που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κατάρρευση, «τα έσπρωξαν κάτω από το χαλί, δημιουργώντας τεράστιους κινδύνους για μείωση της οικονομικής ανάπτυξης η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε νέα κρίση», σύμφωνα με τον οικονομολόγο.
Σε αυτούς συγκαταλέγει την εκτόξευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων λόγω των μέτρων που εφαρμόζονται εν μέσω Covid-19, τη στιγμή που το δημόσιο χρέος σε πολλές χώρες (βλ. Ελλάδα) είναι ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα, τον αποπληθωρισμό, την υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων και την περιβαλλοντική καταστροφή, η οποία «μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο χαμό στην οικονομία σε σχέση με μια χρηματοπιστωτική κρίση».