Το Documento απευθύνθηκε στον Ρος Ντέιλι για να γράψει την άποψή του σχετικά με όσα συμβαίνουν στον χώρο της μουσικής εξαιτίας της πανδημίας
Μου ζητήθηκε να καταθέσω και τη δική µου άποψη για όσα συζητιούνται αυτό τον καιρό σχετικά µε τη στήριξη των µουσικών και των καλλιτεχνών γενικότερα. Καταρχάς θα µιλήσω µονάχα για το κοµµάτι των µουσικών όχι επειδή θεωρώ ότι είναι σηµαντικότερο από οποιοδήποτε άλλο, αλλά επειδή είναι το κοµµάτι που γνωρίζω κάπως καλύτερα για ευνόητους λόγους. Για τις άλλες τέχνες ας µιλήσουν άλλοι, αρµοδιότεροι από µένα, που θα µπορέσουν να φωτίσουν κρίσιµες πτυχές που πιθανόν µου διαφεύγουν.
Η µαύρη εργασία και τα πνευµατικά δικαιώµατα
Η υπόθεση της στήριξης των µουσικών είναι πολύ µεγαλύτερη και ευρύτερη από ένα επίδοµα των 800 ευρώ, χωρίς ωστόσο να σηµαίνει ότι δεν χρειάζεται και αυτό στην παρούσα ιδιαίτερη και δύσκολη συγκυρία. Ουσιαστικά η στήριξη των µουσικών πρέπει να έχει ένα βραχυπρόθεσµο και άµεσο σκέλος αλλά και άλλο ένα µακροπρόθεσµο και διαχρονικό.
Η βραχυπρόθεσµη αντιµετώπιση αφορά την άµεση στήριξη που συσχετίζεται µε τη συγκεκριµένη δυσκολία που περνάµε όλοι οι πολίτες αυτό τον καιρό. ∆ηλαδή µια οικονοµική βοήθεια σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που εξαιτίας της καραντίνας και της αναστολής της δραστηριότητας διάφορων κλάδων δεν µπορούν να ασκήσουν το επάγγελµά τους. ∆ηλαδή να τους δοθούν τα 800 ευρώ χωρίς πολλή συζήτηση καθώς όλοι οι άνθρωποι δυσκολεύτηκαν αρκετά αυτό το διάστηµα. ∆εν είναι καιρός για διακρίσεις εξαιτίας ασήµαντων τυπικών λεπτοµερειών.
Το δεύτερο σκέλος, το µακροπρόθεσµο, έχει για µένα πολύ µεγαλύτερη σηµασία καθώς καταπιάνεται µε τις πραγµατικές αιτίες όλων των προβληµάτων που πλήττουν τα εργασιακά των µουσικών. Το βασικό πρόβληµα βρίσκεται στο ότι είναι πολύ αµφίβολο κατά πόσο ισχύει ως επάγγελµα η µουσική στη σηµερινή µεταµνηµονιακή Ελλάδα. Εκτός από το ότι όλα τα επαγγέλµατα που αφορούν τον πολιτισµό γενικότερα υπέφεραν και σε κάποιες περιπτώσεις αποδεκατίστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια, οι µουσικοί δοκιµάστηκαν από άλλες δύο πολύ µεγάλες συµφορές που προέκυψαν ανεξάρτητα από τα µνηµόνια.
Η πρώτη είναι η ολική κατάρρευση της δισκογραφίας – η οποία βέβαια δεν κατέρρευσε µόνη της· την κατασπάραξαν οι µεγάλες εταιρείες ΙΤ (Apple, Google, Spotify, Amazon κ.λπ.). Η δισκογραφία πρόσφερε δουλειά σε παρά πολύ κόσµο σε ένα ευρύ φάσµα επαγγελµάτων και όχι µόνο στους µουσικούς. Το δεύτερο σοβαρό πλήγµα ήταν η κατάρρευση της ΑΕΠΙ µέσα σε σκάνδαλα και σοκαριστικά σενάρια κακοδιαχείρισης. Αυτή η συµφορά υπήρξε ιδιαίτερα τοξική καθώς έπληττε κυρίως τους δηµιουργούς που συχνά δεν είχαν άλλη βιοποριστική διέξοδο, αφού αρκετά συχνά δεν είναι αυτοί οι ίδιοι που ανεβαίνουν στη σκηνή εκτελώντας τα έργα τους σε συναυλίες και άλλες παρόµοιες εκδηλώσεις. Συνεπώς, αφού τα πνευµατικά δικαιώµατα βρίσκονται αυτήν τη στιγµή σε µια κατάσταση αποδιοργάνωσης (και για αρκετό διάστηµα ακόµη, απ’ ό,τι φαίνεται) και αφού η ηχογραφηµένη µουσική ως πηγή εσόδων έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο, ως δυνάµει επαγγέλµατα για τους µουσικούς µένουν ουσιαστικά µονάχα η ζωντανή εκτέλεση και η διδασκαλία.
Συνήθως οι μουσικοί αναπτύσσουν ένα πραγματικό μωσαϊκό δραστηριοτήτων προκειμένου να επιβιώσουν οικονομικά σε ένα περιβάλλον που δεν τους ευνοεί καθόλου
Στην περίπτωση της ζωντανής µουσικής ο µουσικός µπορεί να εργαστεί είτε ως υπάλληλος (σε κάποιο χώρο, θεατρική οµάδα ή σε κάποια ορχήστρα) είτε ως ελεύθερος επαγγελµατίας µε κάποιον αντίστοιχο ΚΑ∆ και κόβοντας αποδείξεις µε δελτίο παροχής. Στην περίπτωση που δουλεύει µε δελτίο παροχής ως ελεύθερος επαγγελµατίας το σύνολο των κρατήσεων λειτουργεί τόσο εξοντωτικά (εξάλλου οι περισσότεροι κάνουν λίγες δουλειές µε αυτό τον τρόπο) ώστε στο τέλος κυριολεκτικά δεν του µένει κάτι. Στην άλλη περίπτωση, της διδασκαλίας, τα πράγµατα είναι πάλι αρκετά θολά. Κάποιοι µπορεί να έχουν πολλούς µαθητές και η δουλειά τους (ή έστω µέρος αυτής) να δηλώνεται κανονικά και να καλύπτεται µε παραστατικά. Αν έχουν λίγους µαθητές, συνήθως κάποια άλλη φόρµουλα θα βρεθεί. Το αποτέλεσµα όλης αυτής της κατάστασης είναι ότι πολύ µεγάλο ποσοστό των µουσικών έχει οδηγηθεί µε τον ένα ή µε τον άλλο τρόπο εκτός νόµιµου πλαισίου και δουλεύει µαύρα. Εάν έκοβαν παραστατικά για τη δουλειά που έκαναν, δεν θα άντεχαν ούτε τρεις µήνες µε την υπάρχουσα κατάσταση των κρατήσεων.
Ενα άλλο πρόβληµα που επιβαρύνει τους µουσικούς είναι ότι ακόµη και στην περίπτωση που θα κάνουν µια συναυλία λόγου χάρη για κάποιον δήµο, οι δήµοι τους αντιµετωπίζουν σαν να είναι µεγαλοεργολάβοι που δεν έχουν κανένα πρόβληµα να περιµένουν έξι µήνες (συχνά και περισσότερο) να πληρωθούν. Και µάλιστα δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να χρειαστεί να πληρώσουν τον ΦΠΑ που αναλογεί στο συγκεκριµένο παραστατικό από την τσέπη τους προτού καν πληρωθούν για την ίδια τη συναυλία. Με δεδοµένο ότι οι περισσότεροι µουσικοί ζουν από τη µια παράσταση µέχρι την επόµενη και σπάνια τους µένουν χρήµατα στην άκρη, αυτή η πρακτική τούς δηµιουργεί µεγάλα προβλήµατα.
Απαραίτητη η αλλαγή της αντίληψης
Στους υπόλοιπους χώρους όπου εργάζονται οι µουσικοί υπάρχει µια πλούσια ποικιλία διαφορετικών «πρακτικών» που µπερδεύουν τα πράγµατα ακόµη περισσότερο. Οι αυτοαποκαλούµενες «µουσικές σκηνές», χώροι συνήθως πολύ πρόχειρα φτιαγµένοι και καθόλου κατάλληλοι για την ακρόαση µουσικής, κατά κανόνα αµείβουν τους µουσικούς –αν τους αµείβουν– µε πληρωµές κάτω του επιπέδου του ανειδίκευτου εργάτη (συχνά µαύρα πάλι). Τα τελευταία χρόνια µάλιστα συνηθίζεται σε κάποιους από τους µικρούς χώρους ακόµη και το «καπέλο» µαζί µε µια δήλωση υπογεγραµµένη από τους ίδιους τους µουσικούς ότι παίζουν αφιλοκερδώς. ∆ηλαδή αυτός που έχει τον χώρο εµφανίζει τον µουσικό ως επαίτη προκειµένου να µην έχει ο ίδιος τις στοιχειώδεις τυπικές υποχρεώσεις απέναντί του. Οσο για τους γάµους, τα βαφτίσια και τα πανηγύρια –τουλάχιστον στην Κρήτη όπου ζω–, επικρατεί το απόλυτο χάος που µάλλον θέλει ένα ολόκληρο άρθρο µόνο του.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουµε µάλλον ότι το «επάγγελµα» του µουσικού µόνο κανονικό επάγγελµα δεν είναι. Αντιθέτως είναι ένα εργασιακό και φορολογικό ναρκοπέδιο στο οποίο ο κάθε µουσικός καλείται να βρει κάποια µάλλον δύσβατη και σκοτεινή διαδροµή προκειµένου να επιβιώσει και µόνο. Στην πραγµατικότητα είναι λίγοι οι µουσικοί που κάνουν µία και µόνο δουλειά. Συνήθως αναπτύσσουν ένα πραγµατικό µωσαϊκό δραστηριοτήτων προκειµένου να επιβιώσουν οικονοµικά σε ένα περιβάλλον που δεν τους ευνοεί καθόλου. Αυτό που χρειάζεται άµεσα είναι να οριοθετηθεί και να επανιδρυθεί από το µηδέν το επάγγελµα αυτό µε τέτοιον τρόπο ώστε ο κάθε µουσικός να µπορεί να εργαστεί εντός νόµιµου πλαισίου µε λογικούς όρους και απλές και ευέλικτες διαδικασίες που θα του επιτρέπουν αφενός να ζήσει αξιοπρεπώς από τη δουλειά του, αφετέρου να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία. Και βέβαια χρειάζεται να συνειδητοποιήσουµε ότι όταν ένας πολύ µεγάλος αριθµός µουσικών –να µην πω η πλειονότητα– ωθείται να δουλεύει χωρίς τα νόµιµα παραστατικά, αυτό δεν σηµαίνει ότι όλοι αυτοί είναι περιθωριακοί ή φοροφυγάδες από πεποίθηση. Σηµαίνει µάλλον ότι το κράτος έχει αποτύχει να δηµιουργήσει ένα δίκαιο και ρεαλιστικό πλαίσιο λειτουργίας για το επάγγελµα αυτό. Για να είµαστε δίκαιοι, όµως, πρέπει να πούµε ότι για την κατάσταση αυτή δεν φταίει η µία ή η άλλη κυβέρνηση. Το πρόβληµα έχει βαθιές ρίζες τόσο στον χρόνο όσο και στο βάθος της ίδιας της κοινωνίας.
Παρόλο που η Ελλάδα διαθέτει µεγάλη και σηµαντική ιστορία διαχρονικά στον χώρο του πολιτισµού, αυτό δεν αντανακλάται πάντα στις τρέχουσες αντιλήψεις µιας αρκετά µεγάλης µερίδας της ίδιας της κοινωνίας που συχνά τείνει να βλέπει τους µουσικούς γενικότερα ως κάπως περιθωριακά στοιχεία από τη φύση τους. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να έχει διαµορφωθεί µέσα από πολλούς αιώνες στους οποίους ο µουσικός θεωρήθηκε άτοµο µάλλον αµφίβολης ποιότητας και υπόληψης, µε χαµηλή θέση στην κοινωνία και µε τον ρόλο κυρίως του διασκεδαστή. ∆υστυχώς έχουν µείνει µέχρι και σήµερα κατάλοιπα αυτής της αναχρονιστικής και ξεπερασµένης αντίληψης σε κάποια τµήµατα της κοινωνίας. Χρειάζεται όχι µόνο αλλαγή αντίληψης και αντιµετώπισης της πολιτείας απέναντι στους µουσικούς (και τους καλλιτέχνες εν γένει), αλλά ριζική αλλαγή στην αντίληψη και τη στάση της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στην τέχνη γενικότερα και στους ανθρώπους που την υπηρετούν. Από το σηµείο αυτό και µετά, κατά την άποψή µου, αρχίζει ο σοβαρός διάλογος.