Ο Ρίγκαν από την Κάτω Ραχούλα

Ο Ρίγκαν από την Κάτω Ραχούλα

Ενώ οι αναπτυγμένες οικονομίες επιλέγουν ε παν α κρατικοποιήσεις και ένταση παραγωγής, ο Μητσοτάκης ποντάρει στον καπιταλισμό-καζίνο.

Τον Οκτώβριο του 2021 ο Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε ένα «fireside chat» με τον γνωστό οικονομολόγο Τζέφρι Σακς στο πλαίσιο του «Athens ESG & Climate Crisis Summit». Η έμπνευση του είδους της συζήτησης ως fireside chat έγινε πιθανότατα από το επιτελείο του πρωθυπουργού. Ομως ο όρος προέρχεται από τα ραδιοφωνικά διαγγέλματα του χαρισματικού Αμερικανού προέδρου Φράνκλιν Ντελέινο Ρούζβελτ, 19331944. Χρησίμευαν για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την πορεία του New Deal και εν συνεχεία του πολέμου. Ο Ρούσβελτ, επίσης, έλεγε ότι «η αληθινή ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την οικονομική ασφάλεια και την ανεξαρτησία».

Το θέμα όμως είναι τι κάνουν πλέον οι σύγχρονες πολιτικές ηγεσίες στις χώρες τους. Εγκαταλείπουν τον νεοφιλελευθερισμό με ταχύτητα που κάνει τον Μίλτον Φρίντμαν να στριφογυρνάει στον τάφο του. Διότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι βιώσιμος, γεγονός που το πιστοποιεί τόσο ο κεϊνσιανός Σακς όσο και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Ο τελευταίος τον περασμένο Ιούνιο μιλούσε για την αποτυχία της διάχυσης των trickle-down economics, κοινώς των νεοφιλελεύθερων οικονομικών. Ενόσω οι Γάλλοι κρατικοποιούν την εταιρεία ηλεκτρισμού EDF, η Βαρκελώνη μειώνει τον υπερτουρισμό και το Βερολίνο έχει ήδη κρατικοποιήσει το νερό. Επομένως γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η διεύρυνση του κρατικού ρόλου στην οικονομία είναι το μέλλον και οι αγοραίες λύσεις το παρελθόν.

Νεοφιλελευθερισμός για ιθαγενείς

Για τον Κυριάκο βέβαια, που βρίσκεται μια φάση πίσω σαν αρχοντοχωριάτης στο σαλόνι, η ισότητα «είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση». Ως εκ τούτου τα πιο βάρβαρα αφηγήματα και οι πιο απάνθρωπες πολιτικές είναι η φυσική πορεία του ανθρώπου προς την ελευθερία.

Ωστόσο, από την εποχή του καουμπόη προέδρου Ρίγκαν πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι και θεωρητικά θα ήταν απορίας άξιον η ιδεοληπτική επιμονή σε τέτοιες συνταγές αν η κυβέρνηση δεν είχε επανειλημμένως αποδείξει ότι λειτουργεί ως ντίλερ ολιγαρχικών συμφερόντων. Παρά ταύτα, την εποχή του Ρίγκαν και της Θάτσερ, από τα βάθη της δεκαετίας του 1980 από όπου εφορμά ο Μητσοτάκης, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανιζόταν ως η μόνη προγραμματική βάση ικανή να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και τους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της περιόδου. Η εφαρμογή του θεωρήθηκε πραγματική αντεπανάσταση.

Μάλιστα, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ γράφοντας για τον νεοφιλελευθερισμό στοχευμένα έγραψε ότι δεν είναι τίποτε άλλο από παλινόρθωση ταξικής ισχύος και συσσώρευση διά της αφαίρεσης πόρων. Αυτό ακριβώς εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης. Μια ρεβανσιστική Δεξιά που κάνει όσες εξυπηρετήσεις μπορεί στο μεγάλο κεφάλαιο, ενώ τιμωρεί και εξυβρίζει όσους στάθηκαν στο διάβα της. Η μεγιστοποίηση του κέρδους για τους ελάχιστους μεν πανίσχυρους δε «κολλητούς» είναι το μόνο κίνητρο για τον Μητσοτάκη. Αλλωστε δεν είναι τυχαία η κατάληξη στρατηγικών επιχειρήσεων την περίοδο της τρέχουσας «γαλάζιας» διακυβέρνησης. Η περαιτέρω χρηματιστικοποίηση της ΔΕΗ, η διάλυση της ΛΑΡΚΟ, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, η πώληση των «κόκκινων» δανείων στα αρπακτικά ξένα funds («Ηρακλής» 1 και 2) και η πλήρης επιχειρηματικοποίηση των ΑΕΙ, ενώ μπαίνουν οι βάσεις και στην υγεία, είναι οι πιο εμβληματικές πολιτικές μιας κυβέρνησης που δεν μπορεί και δεν θέλει να δει τι γίνεται στο διεθνές περιβάλλον. Εμμένει ουσιαστικά σε λογικές που μοναδικό στόχο έχουν την εκμετάλλευση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών είτε από ξένα συμφέροντα είτε από την ντόπια ολιγαρχία σε τιμή ευκαιρίας μάλιστα.

Πολιτικές εκτός τόπου και χρόνου

Πριν από δύο δεκαετίες, την εποχή που o εκσυγχρονισμός του Σημίτη αποτελούσε το «εθνικό σχέδιο» και η ένταξη στο ευρώ παρουσιαζόταν ως επίτευξη μιας «μεγάλης ιδέας», το διεθνές πλαίσιο ενθάρρυνε τις πολιτικές του «light» νεοφιλελευθερισμού έστω με σοσιαλδημοκρατικό στίγμα. Σήμερα όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην και δη την τελευταία διετία. Οι αλλεπάλληλες και πλέον αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις που βίωσαν η ευρωζώνη και η Ελλάδα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Απαιτούνταν ήδη από την περίοδο της πανδημίας αλλαγή υποδείγματος ώστε να αμβλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης. Μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία η αλλαγή θεωρητικά θα έπρεπε να αποτελεί ύψιστη πολιτική προτεραιότητα, όμως για την κυβέρνηση το όλο ζήτημα αντιμετωπίζεται ως «business as usual».

Αντί της ενίσχυσης της κρατικής παρέμβασης για την εξασφάλιση της επιβίωσης και της αναπαραγωγής της κοινωνίας, επιλέγεται ο δρόμος των ολιγαρχών. Αντί της φορολογίας στους έχοντες για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, επιλέγεται η δοκιμασμένη καταστροφική συνταγή της λιτότητας. Αντί της παρέμβασης στην αγορά των ακινήτων που χτυπάνε τιμές Λονδίνου, επιλέγεται ο «μονόδρομος» της αγοράς. Για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση ο νεοφιλελευθερισμός είναι κάτι θέσφατο και αν δεν είχε προκύψει ως ιστορική αναγκαιότητα του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης του 1979, θα έπρεπε να εφευρεθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή –απλούστατα– ο Μητσοτάκης εκπροσωπεί την τάξη του. Ακολούθως, η τάξη του δεν έχει άλλο όραμα πέρα από τη μετατροπή της χώρας σε απέραντο καζίνο, όπου θα σερβίρουν τους κάθε λογής συνταξιούχους τα γκαρσόνια της Ευρώπης ενώ παραδίπλα σε «ένα πεδίο βολής φτηνό» θα «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Πέραν τούτου, η ύφεση, που με μαθηματική ακρίβεια προκαλούν η ενεργειακή κρίση ως άμεση συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και οι κακοσχεδιασμένες ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας, δημιουργεί το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις για ένα νέο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Με άλλα λόγια, ο laissez-faire καπιταλισμός αλά balcanica του Μητσοτάκη σύντομα θα πνέει τα λοίσθια.

Documento Newsletter