Επιβλητικός και αγέρωχος, ο Πύργος Μπαζαίου δεσπόζει κοντά στο χωριό Σαγκρί της Νάξου. Η κατασκευή, η οποία χτίστηκε περίπου το 1600 για να λειτουργήσει ως ορθόδοξο μοναστήρι, εδώ και 21 χρόνια έχει μετατραπεί σε ορόσημο σύγχρονης τέχνης και πολιτισμού χάρη στον Μάριο Βαζαίο, εμπνευστή του Φεστιβάλ Νάξου και τελευταίο απόγονο της οικογένειας των ιδιοκτητών.
Η οικογένεια Μπαζαίου (Baseggio) είναι από τις παλαιότερες ενετικής καταγωγής οικογένειες στις Κυκλάδες – εγκαταστάθηκε στη Νάξο στα τέλη του 17ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα αγόρασαν τις εκτάσεις γύρω από το εγκαταλειμμένο μοναστήρι και όταν στο τέλος του αιώνα αυτό πουλήθηκε από το ελληνικό δημόσιο –που είχε απαλλοτριώσει τις εκκλησιαστικές γαίες– το αγόρασε σε ερειπωμένη κατάσταση ο παππούς τού Μάριου, ο Νικόλαος Ιάκ. Μπαζαίος.
«Στον πύργο αποτυπώνονται όλες οι ιστορικές φάσεις του νησιού και αυτή είναι η έννοια του μνημείου, αυτό χαιρόμαστε. Επάνω στην ιστορία του διαβάζουμε όλη την εξέλιξη του τόπου» λέει μιλώντας στο Documento ο διευθυντής του φεστιβάλ Νάξου, Μάριος Βαζαίος.
Μια ενετική οικογένεια και ο πύργος της
Οι πύργοι της Νάξου –διατηρούνται περισσότεροι από 30 σήμερα– χτίστηκαν κατά κύριο λόγο είτε από τους Ενετούς είτε από ορθόδοξους άρχοντες. «Η οικογένεια Μπαζαίου, ακολουθώντας τη φεουδαρχική παράδοση των Ενετών του νησιού, διατηρούσε τον πύργο ως εποχική κατοικία και χώρο συλλογής των αγροτικών προϊόντων από τις γύρω εκτάσεις που είχε στην ιδιοκτησία της. Στον πύργο αποτυπώνεται ο τρόπος οργάνωσης της ναξιώτικης κοινωνίας η οποία κατά κύριο λόγο ήταν αγροτική. Το νησί δεν είχε αναπτυγμένη ναυτιλία ή εμπόριο, ήταν επικεντρωμένο στην αξιοποίηση της γης. Υπήρξε πάντα μια αυτάρκης κοινωνία. Όταν πέθανε ο παππούς η οικογένεια σταμάτησε να χρησιμοποιεί τον πύργο. Ο πατέρας μου πήγε στην Αθήνα όπου και γεννήθηκα» αφηγείται ο Μάριος Βαζαίος. Το 1955 ο πατέρας του έκανε τις πρώτες προσπάθειες για τη συντήρηση της οροφής για να μην υπάρξει άλλη εξωτερική φθορά – πλέον η εγκατάλειψη ήταν ορατή διά γυμνού οφθαλμού.
Του ζητώ να φέρει στο μυαλό του παιδικές αναμνήσεις από το επιβλητικό κτίσμα. «Στα παιδικά μου μάτια ο πύργος ήταν τρομακτικός. Υπήρχαν δωμάτια και χώροι που δεν τολμούσα να σπρώξω την πόρτα. Είχαν κλείσει τα ανοίγματα και επικρατούσε σκοτάδι. Στο ισόγειο όπου σήμερα περίλαμπρα στέκει το υφαντό της Μαρίας Κώτσου ήταν θεοσκότεινα και κάτω ήταν βράχος, δεν υπήρχε πάτωμα. Ο δεύτερος όροφος ήταν χαλάσματα και από τα ανοίγματά του έμπαιναν πουλιά, άκουγες τα φτερουγίσματα».
Αυτό λοιπόν το γεμάτο ιστορία και ζωή αρχιτεκτόνημα αποφάσισε να διασώσει ο Μάριος Βαζαίος δίνοντάς του συνέχεια στον χρόνο. «Σκέφτηκα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επανέλθει στο προσκήνιο της ζωής της Νάξου, να αποκτήσει παρουσία στο τοπικό γίγνεσθαι και να ζωντανέψει. Τότε ξεκαθάρισα μέσα μου ότι το κυρίως κτίσμα, ο πύργος, θα αναστηλωνόταν και θα έμενε ως κέλυφος-τεκμήριο του παρελθόντος και θα κατοικούνταν πλέον μέσα από την τέχνη» λέει ο διευθυντής του Φεστιβάλ Νάξου.
«Το έβλεπα ως χρέος όχι μόνο προσωπικό, αλλά και ως πρόταση για το πώς μπορούμε να αγκαλιάσουμε, να διασώσουμε και να αναδείξουμε τους πύργους. Οχι απλώς πώς θα γίνει μια αρχιτεκτονική αναστήλωση, αλλά πώς μπορούν να ζωντανέψουν τα στοιχεία που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία της Νάξου. Οι πύργοι της Νάξου πρέπει να εγγράφονται στην πολιτισμική τοπιογραφία του νησιού. Επιμένω ότι δεν είναι μόνο τα αρχαία μνημεία που όλοι αναγνωρίζουν – η μεσαιωνική ιστορία παρουσιάζει ενδιαφέροντα πολιτισμικά δείγματα».
Οι σπουδές του και η διαμονή του στη Γαλλία συνέβαλαν στην τελική του απόφαση μια και είχε δει τον τρόπο που οι Γάλλοι εντάσσουν τα μνημεία τους στη σύγχρονη κοινωνική ζωή. Οπότε η πολιτιστική λειτουργία του πύργου για τον ίδιο ήταν εκ των ων ουκ άνευ.
Φαντάζεται κανείς πόσο δελεαστική θα ήταν η προοπτική να μετατρέψει –σε τουριστικό κατάλυμα για παράδειγμα– τον πύργο σε χώρο που θα του απέφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο εισόδημα. «Έχεις ένα αρχιτεκτόνημα που αποτελεί τεκμήριο του παρελθόντος. Δεν το καταστρέφεις, δεν το κάνεις κατοικία ή ξενώνα. Στη δική μου αντίληψη όφειλε να είναι ανοιχτό στον κόσμο μέσα από μια πολιτιστική δράση που δεν αλλοιώνει την ταυτότητά του αλλά τη συμπληρώνει. Οταν προχώρησα στην αναστήλωση είχα προτάσεις να μετατραπεί η αυλή σε εστιατόριο, αλλά κάτι τέτοιο είναι ξένο στο δικό μου σκεπτικό. Ομως δεν μου έλειπε το καλό φαγητό αλλά η τέχνη». Όπως μου εξηγεί, είχε την τύχη να μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά το εγχείρημα – άλλωστε το μεγάλο κόστος αφορούσε την αρχική αναστήλωση, τα όποια σημερινά έργα απαιτούν πολύ λιγότερα χρήματα.
Ποτέ δεν υποτίμησε την περίπτωση ο πύργος να ενταχτεί σε ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά δεν υπήρχαν η τεχνογνωσία και το υπόβαθρο στις τοπικές αναπτυξιακές εταιρείες ώστε να προωθήσουν ένα τόσο ιδιαίτερο έργο, οπότε οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Οι μελέτες κόστιζαν σε χρόνο και χρήμα και τελικά υποβάλλονταν εκπρόθεσμα. Η πολιτιστική λειτουργία του χώρου αποσκοπεί και στη συντήρηση του μνημείου μέσα από τα έσοδα που προσπορίζει από τις δράσεις.
«Προχωράμε σε λογική αυτάρκειας και όχι εξάρτησης από άλλου είδους ενισχύσεις. Ο πύργος είναι επισκέψιμος με εισιτήριο όχι μόνο γιατί το έσοδο αυτό κατευθύνεται στη συντήρηση του χώρου αλλά και από άποψη: κάποιος επιλέγει να επισκεφτεί τον πύργο συνειδητά και όχι φευγαλέα, ευκαιριακά. Το εισιτήριο θέλουμε να λειτουργεί παιδευτικά, όχι απαγορευτικά» εξηγεί.
Η πολιτισμική διαχείριση και τα όρια της τέχνης
Αναρωτιέμαι αν οι τοπικές αρχές στηρίζουν το Φεστιβάλ Νάξου ή οι μόνοι υποστηρικτές του είναι ιδιωτικές εταιρείες. «Δεν υπάρχει συμπαράσταση ώστε το φεστιβάλ να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική και ανταγωνιστικότητα σε σύγκριση με άλλα τοπικά φεστιβάλ. Είναι θέμα κουλτούρας το πώς η τοπική αυτοδιοίκηση αντιλαμβάνεται την προστιθέμενη αξία που δίνει στον τόπο ο πολιτισμός. Τυχαίνουν περίοδοι που είναι γόνιμη και ουσιαστική η συνεργασία και άλλες περίοδοι απόλυτης ξηρασίας. Eμάς ο προσανατολισμός μας είναι πάντα δημόσιος, ενώ στην τοπική αυτοδιοίκηση τα συμφέροντα πολλές φορές κλίνουν προς τον ιδιωτικό. Αυτό δημιουργεί ανησυχία για την πολιτιστική ανάπτυξη γενικώς της χώρας – όχι μόνο τοπικά.
Η παθογένεια ενδημεί στο σύνολο της χώρας. Η πολιτισμική διαχείριση θα πρέπει να είναι μακρόπνοη και μεγαλόπνοη και όχι ευκαιριακή». Το φεστιβάλ τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού, ωστόσο η ενίσχυση που του δίνεται ήταν πάντα συμβολική. «Δεν έχουμε κατορθώσει να συζητήσουμε συλλογικά – ίσως πρέπει να συσταθεί ένας φορέας όλων των φεστιβάλ. Τα φεστιβάλ στην περιφέρεια έχουν μικρότερη χρηματοδότηση από ό,τι μια θεατρική παράσταση. Το Φεστιβάλ Νάξου έχει οικοδομήσει γέφυρες με το εξωτερικό· πάντα φιλοξενούμε ξένους καλλιτέχνες ή στέλνουμε τους δικούς μας και συνεργαζόμαστε με ξένα ινστιτούτα και πρεσβείες στην Ελλάδα. Αυτό, πέραν της καλής θέλησης και των προσωπικών επαφών, απαιτεί ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο στήριξης, γιατί ειδάλλως αισθάνεσαι Δον Κιχώτης» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μάριος Βαζαίος.
Το Φεστιβάλ Νάξου φέρνει στο προσκήνιο τη σύγχρονη τέχνη μέσα από εκθέσεις σημαντικών Ελλήνων και ξένων εικαστικών. «Στόχος μας είναι, πέρα από ένα καλοκαιρινό φεστιβάλ που προσφέρει αναψυχή στους παραθεριστές, να συμβάλει στη ζύμωση της τοπικής κοινωνίας με τη σύγχρονη πολιτιστική καλλιτεχνία». Η ομαδική εικαστική εκθεσιακή εγκατάσταση «Ταπισερί – Υφαίνοντας τον πύργο», σε επιμέλεια της Ίριδας Κρητικού, κρατάει έως τον Οκτώβριο προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα και οι μαθητές να τη δουν. Μάλιστα πριν από τον κορονοϊό σχολεία του νησιού παρακολουθούσαν τους καλλιτέχνες να δημιουργούν επιτόπου. Ο κ. Βαζαίος μιλάει με σθένος για την επαναστατικότητα και τη δύναμη που ενέχει η σύγχρονη τέχνη.
«Ο σύγχρονος πολιτισμός είναι επαναστατική πράξη, αλλιώς μένουμε με αυτά που ονομάζουμε πατροπαράδοτα, τα οποία μας κρατάνε στο παρελθόν όχι μόνο πολιτιστικά αλλά και κοινωνικά και πολιτικά. Οι τοπικές κοινωνίες μαστίζονται από την παρελθοντολογία και την αρχαιολατρία, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις συντηρητικές αντιλήψεις, για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Το να λέμε a priori ότι η σύγχρονη τέχνη δεν μας αφορά είναι ένα πολύ συντηρητικό δόγμα. Μας αφορά γιατί σπάει τις νόρμες, τα στερεότυπα, ανοίγει ορίζοντα φαντασίας και δημιουργίας χωρίς σύνορα. H σύγχρονη τέχνη είναι διεθνής γλώσσα».
Το πρόγραμμα του 22ου Φεστιβάλ Νάξου
• Ομαδική εικαστική εκθεσιακή εγκατάσταση «Ταπισερί – Υφαίνοντας τον πύργο», σε επιμέλεια Ίριδας Κρητικού. Δώδεκα σύγχρονοι υφαντικοί τόποι των συμμετεχόντων εικαστικών συνομιλούν με την ελληνική διαχρονική υφαντική παράδοση στους εσωτερικούς χώρους του πύργου. Συμμετέχουν: Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, Ζωή Γαϊτανίδου, Μαρία Γρηγορίου, Ειρήνη Γκόνου, Μανόλης Ζαχαριουδάκης, Νίκος Κόνιαρης, Μάρω Κορνηλάκη, Μαρία Κώτσου, Πανδώρα Μουρίκη, Σοφία Πάσχου, Ισμήνη Σαμανίδου, Ιωάννα Τερλίδου.
• Συναυλία της Σαβίνας Γιαννάτου και του φωνητικού συνόλου Chόrεs (26/7, Πύργος Μπαζαίου)
• Συναυλία του κουιντέτου Volosi (2/8, Πύργος Μπαζαίου)
• Συναυλία με τους Γιάννη Ζευγόλη, βιολί, Βασίλη Ρακόπουλο, κλασική κιθάρα midi, Τσίκο, κρουστά (7/8, Πύργος Μπαζαίου)
• Χορευτικό σόλο του Gabriel Gaudray-Donnio (13/8, Ναός Διονύσου Υρια)
Στο πλαίσιο του Ετους Ιάκωβου Καμπανέλλη ο Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων και το Φεστιβάλ Νάξου διοργανώνουν:
• Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και ο Μάνος Καρατζογιάννης παρουσιάζουν τα μονόπρακτα «Αυτός και το παντελόνι του» και «Επικήδειος» (11/8, Πύργος Μπαζαίου)
• «Η μυστική ζωή του Γουόλτερ Μίττυ» & «Ο πανηγυρικός» (16/8, Πύργος Μπαζαίου). Δύο μονόπρακτα με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Φραγκιόγλου, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Πολυχρονοπούλου
• Η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (19/8, Αμφιθέατρο Ι. Ψαρράς, Φιλότι).
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 17.7.2022