Γιατί «στραμπουλάει» τη γλώσσα του όταν πρόκειται για τα φλέγοντα εθνικά ζητήματα
Κόβει πρώτος το νήμα και με διαφορά. Ο λόγος για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει κλέψει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τη… δόξα του γνωστού για τις ακατάληπτες δηλώσεις του πρώην αντιπροέδρου του Εδεσσαϊκού.
Η πολιτική και βέβαια η ρητορική του πρωθυπουργού χαρακτηρίζονται από παλινωδίες σε όλα τα επίπεδα, από το μέτωπο του κορονοϊού μέχρι τα ελληνοτουρκικά και ασφαλώς τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζει πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά διγλωσσία, κυρίως στα εθνικά ζητήματα, την ίδια στιγμή που αρνείται ακόμη και να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών ή έστω να τους ενημερώνει κατά μόνας σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Τελευταίο και ίσως ενδεικτικότερο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει τα εθνικά θέματα είναι αυτό της κοινής ανακοίνωσης του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά την επίσκεψη στην Ελλάδα του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Υποκρισία με την «ιστορική συμφωνία των Πρεσπών»
Εμφανίζοντας απροκάλυπτα υποκριτική στάση, το Μέγαρο Μαξίμου εξέθεσε τον υπουργό Εξωτερικών και υποβάθμισε συνολικά τον ρόλο ενός εμβληματικού υπουργείου, υποχρεώνοντας τους αρμοδίους να αλλάξουν το κοινό ανακοινωθέν στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η φράση «ιστορική συμφωνία των Πρεσπών».
Μπορεί βεβαίως η κυβέρνηση μπροστά στον φόβο των «μακεδονομάχων» να διέγραψε το «ιστορική» από το κοινό ανακοινωθέν, οι Αμερικανοί ωστόσο συνεχίζουν να καταγράφουν ως τέτοια την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, παρά τη διόρθωση, το αποτέλεσμα της συμφωνίας, δηλαδή μεταξύ άλλων και η ένταξη των γειτόνων μας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, παρέμεινε «ιστορικό».
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι για τους δύο υπουργούς Εξωτερικών, και εκ των πραγμάτων για τις δύο κυβερνήσεις, η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί γεγονός ιστορικής σημασίας. Εξάλλου, όπως έχει επισημάνει ο πρωθυπουργός της γείτονος Ζόραν Ζάεφ, ο Κυρ. Μητσοτάκης έδωσε μάχη για την ένταξη της χώρας του στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Προεκλογικά βέβαια ο κ. Μητσοτάκης διαδήλωνε την πρόθεσή του να ασκήσει βέτο στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, πράγμα το οποίο προφανώς δεν έκανε, ενώ συχνά επικαλούνταν το βέτο που είχε απειλήσει ότι θα ασκήσει ο Κώστας Καραμανλής το 2008 ώστε η τότε πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Προφανώς η ίδια η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός αναγνωρίζουν πλέον τη –διεθνώς αδιαμφισβήτητη– σημασία της συμφωνίας των Πρεσπών, ακόμη κι αν τα προηγούμενα χρόνια φορούσε την περικεφαλαία του «μακεδονομάχου».
Η συμφωνία που δεν υπήρξε, αλλά… υπήρξε
Η διγλωσσία του πρωθυπουργού δεν αφορά ασφαλώς μόνο το μακεδονικό, αλλά πολύ περισσότερο, λόγω και των εξελίξεων, τα ελληνοτουρκικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κατηγορηθεί πολλάκις για μυστική διπλωματία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.
Ερωτηθείς σχετικά με άρθρο του σε τρεις εφημερίδες του εξωτερικού, στο οποίο έκανε λόγο για έγγραφη συμφωνία με την Τουρκία κατά την τριμερή συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο στα μέσα Ιουλίου, ο Κυρ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για παραφιλολογία και ισχυρίστηκε ότι είχε ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς, πράγμα το οποίο διέψευσαν άπαντες.
Μιλώντας συγκεκριμένα για όσα συνέβησαν στην τριμερή, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για καταρχήν συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Βερολίνο. Σε μια αποστροφή του ωστόσο λίγα δευτερόλεπτα αργότερα συμπλήρωσε ότι «δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση συμφωνία διεθνή». Συνεχίζοντας ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι επρόκειτο για προφορική συμφωνία η οποία, όπως είπε, τελικώς παραβιάστηκε.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσο τελικά υπήρξε ή όχι συμφωνία στο Βερολίνο έμεινε αναπάντητο, αν και απ’ ό,τι φαίνεται και απ’ όσα ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός πράγματι υπήρξε. Εξάλλου ο σύμβουλος του Τούρκου προέδρου Ιμπραήμ Καλίν είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι «καταλήξαμε σε συμφωνία», για να προσθέσει ότι «ακόμη και τα υπουργεία Εξωτερικών συμφώνησαν επί του κειμένου ώστε να κάνουν κοινή δήλωση επί του θέματος».
«O,τι χρειάζεται για να μην κάνουμε ό,τι χρειάζεται»
Ανεξίτηλη στη μνήμη όλων έχει μείνει και μια φράση του πρωθυπουργού σε συνέντευξή του στον Alpha. Σε μια περίοδο κατά την οποία η Αγκυρα κλιμάκωνε την επιθετικότητά της έναντι της Αθήνας και ο Ερντογάν ανήγγειλλε την αποστολή σεισμογραφικού πλοίου στην ανατολική Μεσόγειο, ο κ. Μητσοτάκης απαντώντας στο ερώτημα τι θα πράξει η χώρα μας αν βρεθεί τουρκικό ερευνητικό πλοίο μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα είπε το αμίμητο: «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μη φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε ό,τι χρειάζεται».
Εύλογα μπορεί κανείς να πει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Κυρ. Μητσοτάκης προσεγγίζει ή μιλάει για τα εθνικά ζητήματα θυμίζει την ακατάληπτη πλην όμως αστεία περιγραφή του πρώην αντιπροέδρου του Εδεσσαϊκού, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: «Εμείς γιατί, κοίταξε, στην τέτοια αρχή, ούτε και κοιτάξτε αυτοί δεν ήθελαν για να γίνει αυτό το παιχνίδι αλλά ύστερα, μόλις… Κι εμείς μετά είπαμε ότι λέμε, δεν, λέμε, δεν κάνει, γίνει αυτό πάλι, για να αυτό ξαναγίνει το παιχνίδι. Αυτό ακριβώς…».
Η διαφορά των δύο είναι βέβαια ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι πρωθυπουργός και τα λεγόμενά του δεν μπορούν να εκληφθούν απλώς ως αστεία καθώς επηρεάζουν τη χώρα και απασχολούν τη διεθνή κοινότητα.