Τρία και κάτι χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ο «Μάκβεθ» του Τζουζέπε Βέρντι στην πρώτη του παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής, επιστρέφει δριμύτερος για να γίνει η πρώτη όπερα που θα φιλοξενηθεί στην κεντρική σκηνή της Εθνικής Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, από τις 23 Απριλίου μέχρι τις 3 Μαΐου.
Η σκηνοθεσία του Ιταλού σκηνοθέτη και θεωρητικού της όπερας Λορέντσο Μαριάνι εστιάζει στον τρόπο σκέψης του Μάκβεθ και της Λαίδης Μάκβεθ και οπτικοποιεί την αντίδραση στο συναίσθημα του φόβου. Το σκηνικό είναι ένα no man’s land, ένας τόπος που βρίσκεται μέσα μας και απεικονίζει τα σκοτεινά σημεία του μυαλού μας. Στον ρόλο του Μάκβεθ ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ο οποίος μας μιλά για τη συναρπαστική όπερα αλλά και για το συγκεκριμένο ανέβασμα.
Τι είναι αυτό που βρίσκετε ενδιαφέρον σ’ αυτή την όπερα; Τι την κάνει να ξεχωρίζει;
Πριν φτάσουμε στον Βέρντι, αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη όπερα να ξεχωρίζει είναι ο Σαίξπηρ. Είναι το ίδιο το θέμα της όπερας που γοητεύει τον Βέρντι. Ο Ιταλός συνθέτης έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον Βρετανό συγγραφέα, γιατί πάντα έψαχνε ένα ενδιαφέρον θεατρικό για να το κάνει όπερα. Ο Σαίξπηρ γίνεται ο απόλυτος σύμμαχός του. Αγάπησε το συγκεκριμένο έργο από πολύ νωρίς, γι’ αυτό και έχουμε δύο βερσιόν του. Ο δικός του «Μάκβεθ» γράφεται στην αρχή της ωριμότητάς του. Η μουσική του είναι μια κατεξοχήν θεατρική μουσική, ζωντανεύει τη θεατρική πράξη. Γι’ αυτό και δεν ακούγεται τόσο εύκολα όταν δεν τη βλέπεις. Επειδή όλα είναι ανάγλυφα: η κάθε σχέση, το κάθε συναίσθημα γίνεται μουσικά ανάγλυφο.
Αυτό σας λύνει τα χέρια;
Με βοηθάει και με γοητεύει αυτή η συνύπαρξη μουσικής και υποκριτικής, η πολύμορφη παρουσίαση των ανθρώπινων σχέσεων και παθών. Με βοηθάει γιατί μου ανοίγει μια ευρεία γκάμα δυνατοτήτων ερμηνευτικής προσέγγισης και παρουσίας επί σκηνής.
Τι απαιτεί όμως από εσάς;
Είναι μεγάλο παλούκι (γέλια). Να σας το πω επιστημονικά. Είναι πάρα πολύ δύσκολος ρόλος, εξαντλητικά απαιτητικός, ακριβώς επειδή πραγματεύεται και πραγματώνει επί σκηνής τόσο έντονα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα. Ενας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τους μεγάλους φόβους του και τις μεγάλες φιλοδοξίες του, τον πόθο για εξουσία και αίμα, όταν φτάνει στον φόνο, όταν η ίδια η φαντασία ξεπερνά τις δυνατότητές του και χάνεται βλέποντας οράματα και μπαίνει σε τόσο βαθιές εσωτερικές διαδρομές. Είναι λογικό ένας τέτοιος ρόλος να είναι εξαντλητικός για όποιον τον ερμηνεύει. Πρακτικά, επίσης, είναι από τους μεγαλύτερους σε διάρκεια ρόλους του Βέρντι. Είναι σχεδόν μία ώρα συνεχούς τραγουδιού και αυτό είναι σπάνιο. Εχει ακόμη αρκετές έντονες σκηνές μεταφυσικής επικοινωνίας, στις οποίες πρέπει να μείνεις συνεπής και πειθαρχημένος για να μη σε πάρει και σε σηκώσει κυριολεκτικά η ένταση αυτής της επικοινωνίας και αυτού του πάθους. Οι καταστάσεις που βιώνει ο Μάκβεθ ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια. Πρέπει να τις αγγίζεις, να δίνεις το σώμα σου, ώστε να γίνεται ήχος όλη αυτή η ενέργεια, χωρίς να σε καίει.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το συγκεκριμένο ανέβασμα το 2014, τώρα επαναλαμβάνεται. Αισθάνεστε ότι έχετε τον ρόλο στο τσεπάκι σας ή τώρα τον ανακαλύπτετε ξανά από την αρχή;
Ο ρόλος σού συστήνεται από την αρχή και σου ζητάει να τον ανακαλύψεις ξανά. Δεν σου χαρίζεται ποτέ. Ακόμη κι αν αισθανθείς κάποια στιγμή ότι τον ξέρεις, εκεί κινδυνεύεις να χάσεις το παιχνίδι. Γι’ αυτό σ’ αυτήν τη νέα σειρά παραστάσεων άρχισα να μελετάω ξανά τον ρόλο και να εξασκώ επί τούτου το όργανο για να αντέξει και να είναι σε φόρμα. Θα το περιέγραφα ως εξής: Δεν μπορείς να τρέχεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες κάθε εβδομάδα. Από την άλλη μεριά όμως θέλεις να κάνεις μεγάλους αγώνες, ξανά και ξανά, γιατί μόνο έτσι εξελίσσεσαι, ωριμάζεις, μαθαίνεις νέα πράγματα. Είναι επίσης απαραίτητο να παίρνεις μια απόσταση από τον ρόλο. Για να μπορείς όταν τον ξανασυναντάς να ανακαλύπτεις νέες πτυχές. Κάθε ρόλος είναι κάτι ζωντανό. Γεννήθηκε πριν από δύο αιώνες και περνάνε από μέσα του χιλιάδες ερμηνευτές, που του δίνουν σώμα κάθε φορά στον εκάστοτε τόπο. Δεν μας δείχνει μόνο πτυχές του ίδιου του χαρακτήρα αλλά και στοιχεία του ίδιου μας του εαυτού, και καλλιτεχνικά και ανθρώπινα.
Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση του Λορέντσο Μαριάνι;
Ο Μαριάνι δημιουργεί ένα πλαίσιο σχεδόν αφηρημένο. Η δράση δεν προσδιορίζεται από έναν τόπο και έναν χρόνο. Αν με ρωτούσατε πού και πότε συμβαίνουν όλα αυτά, θα σας έλεγα ότι συμβαίνουν μέσα μας. Το δικό μας ανέβασμα εστιάζει στο συναίσθημα του φόβου, στην ανθρώπινη φιλοδοξία και τη σχέση του ήρωα με τη γυναίκα του και στο πού μπορούν να τον οδηγήσουν όλα αυτά στον βίο του. Θα έλεγα ότι είναι μια πιο ψυχολογική προσέγγιση, παρά μια εξωτερική προσέγγιση που βασίζεται στη δράση. Είναι σαν να παρακολουθείς το μέσα σου με έναν τρόπο.
Info
Παραστάσεις: 27, 29 Απριλίου, 3 Μαΐου 2017
Κεντρική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής – Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» – Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ωρα έναρξης: 20.00