Για το 2023, σύµφωνα µε το προσχέδιο, όλα τα µεγέθη της ελληνικής οικονοµίας θα κινηθούν σε χαµηλότερο επίπεδο σε σχέση µε το 2022, ενσωµατώνοντας εκτιµήσεις για τις δυσµενείς επιπτώσεις του περιβάλλοντος αυξηµένης αβεβαιότητας και ενεργειακής κρίσης στην οικονοµία, που τροφοδοτούνται από την παρατεταµένη διεθνή γεωπολιτική ένταση. Ετσι µειώνονται οι εκτιµήσεις για τη µεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, της δηµόσιας κατανάλωσης και των επενδύσεων και διευρύνονται οι αντίστοιχες για µεγέθυνση του εµπορικού ελλείµµατος και πιθανότατα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι εκτιµήσεις αυτές ενδέχεται να αποδειχτούν λανθασµένες στην περίπτωση που οι πληθωριστικές πιέσεις διατηρηθούν ή ενταθούν (ιδίως στα ενεργειακά αγαθά και τα τρόφιµα και στη στέγαση), οπότε θα σηµειωθεί περαιτέρω επιβάρυνση στα πραγµατικά εισοδήµατα των νοικοκυριών και στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Το πραγµατικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών ολόκληρο το 2022 βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος.
∆υσµενή σενάρια ενδεχόµενης ύφεσης στην ευρωζώνη καθώς και αυξηµένων κινδύνων διασφάλισης ενεργειακής επάρκειας προβλέπεται να ασκήσουν περαιτέρω αρνητικές πιέσεις στη µεγέθυνση της ελληνικής οικονοµίας. Η εντύπωση που δηµιουργείται από τις εκτιµήσεις των διάφορων διεθνών οίκων είναι ότι η µεγέθυνση για το 2023 θα είναι χαµηλότερη από την εκτιµώµενη από την ελληνική κυβέρνηση. Σηµαντικός παράγοντας προς µια αρνητικότερη εκτίµηση της µεγέθυνσης είναι το µέγεθος θετικής µεταβολής της προβλεπόµενης επενδυτικής δαπάνης στο 16%.
Και τον προηγούµενο χρόνο η ελληνική κυβέρνηση ήταν πολύ αισιόδοξη στον τοµέα αυτό προβλέποντας θετική µεταβολή 21,6%, για να την περιορίσει στο 10% µε το προσχέδιο του 2023. Μάλιστα από τη στιγµή που υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι που µπορεί να θολώσουν πολύ γρήγορα το επενδυτικό περιβάλλον και κυρίως ο πόλεµος στην Ουκρανία και η άνοδος των γεωπολιτικών εντάσεων µε την Τουρκία.
Παράλληλα οι εκτιµήσεις ότι οι τιµές των εισαγόµενων προϊόντων θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία επαυξάνουν τους κινδύνους για µεγαλύτερα εξωτερικά ελλείµµατα.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η προγραµµατιζόµενη µείωση της δηµόσιας κατανάλωσης υπόκειται στην αβεβαιότητα των εξελίξεων και την ανάγκη πρόσθετων δηµοσιονοµικών παρεµβάσεων που αφήνουν ερωτηµατικό για τον τρόπο χρηµατοδότησής τους. Αυτό θέτει εν αµφιβόλω τον στόχο για έστω και µειωµένο πρωτογενές πλεόνασµα 0,7%. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η πρόσφατη αύξηση της απόδοσης των δεκαετών οµολόγων που µπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα δηµόσια οικονοµικά κατά περίπου 0,2-0,4% του ΑΕΠ.
Πέρα από τις εκτιµήσεις, όµως, υπάρχουν ορισµένες εξελίξεις οι οποίες θεωρούνται εξ αντικειµένου. Ετσι δεδοµένη εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται ότι η αύξηση της µέσης κατά κεφαλήν αµοιβής της µισθωτής εργασίας θα κινηθεί σε επίπεδα χαµηλότερα από τον πληθωρισµό, γεγονός που αναθεωρεί προς τα κάτω την αναλογία ιδιωτικής κατανάλωσης – εισοδήµατος από µισθωτή εργασία, ενισχύοντας τους κινδύνους περαιτέρω µείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η ασκηθείσα επιδοµατική πολιτική απέκρυπτε την αλήθεια για το ονοµαστικό διαθέσιµο εισόδηµα της µισθωτής εργασίας, το οποίο βρισκόταν σε τάση µείωσης τουλάχιστον από το 2021. Επίσης εξ αντικειµένου εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται η παραµονή των τιµών των εισαγοµένων σε υψηλό επίπεδο.
Επίσης εξ αντικειµένου εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται η άνοδος των επιτοκίων και η συνεχιζόµενη σύσφιξη της νοµισµατικής πολιτικής της ΕΚΤ. Εξέλιξη που θα έχει αρνητικές επιδράσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις αλλά και στην αναχρηµατοδότηση του δηµόσιου χρέους.