Την απροθυμία των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης να εφαρμόσουν τον κανόνα της Αλληλεγγύης που διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση στηλίτευσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στην ομιλία του κατά την δεύτερη ημέρα των εργασιών της ‘Ατυπης Συνάντησης των 13 αρχηγών κρατών της Ομάδος Arraiolos, που ολοκληρώνεται σήμερα στη Μάλτα.
«Όταν υπάρχουν κανόνες Oικονομικής Πολιτικής πρέπει άμεσα να τους εφαρμόσεις. Δεν έχεις κανένα περιθώριο να ξεφύγεις. Όταν όμως μιλάμε για τον κανόνα της Αλληλεγγύης, τότε αρχίζουν να μπαίνουν εξαιρέσεις και ενστάσεις. Και εγώ θα μπορούσα να προβάλλω ενστάσεις για το Οικονομικό Πρόγραμμα της Ελλάδος και για τους λάθος υπολογισμούς, που έκαναν αυτοί που το έφτιαξαν. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ για το θέμα της Αλληλεγγύης πρέπει να γίνουν σεβαστές. Δεν μπορώ να ακούω εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε, αλλά εμείς έχουμε τις θέσεις μας. Δεν μπορεί η εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της ΕΕ να είναι αλά κάρτ» τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, απαντώντας επί της ουσίας στον Πρόεδρο της Ουγγαρίας που μίλησε προηγουμένως.
Συνεχίζοντας, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στις σύγχρονες προκλήσεις ασφαλείας στην περιοχή της Μεσογείου και στην ανάγκη να υπάρξει αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής για την αντιμετώπισή τους, αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στην ομιλία του κατά την δεύτερη ημέρα των εργασιών της Άτυπης Συνάντησης των 13 Αρχηγών Κρατών της Ομάδος Arraiolos, που ολοκληρώνεται σήμερα στη Μάλτα.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας στην περιοχή της Μεσογείου είναι πολύ περισσότερο ζήτημα εφαρμογής ισχυουσών διατάξεων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, οι οποίες δυστυχώς έχουν μείνει ως τώρα ανενεργές, και λιγότερο ζήτημα τροποποίησης ή συμπλήρωσης των διατάξεων τούτων. Μάλιστα, σημείωσε ότι «μόνον όταν υπάρξει η αναγκαία -ούτως ή άλλως επιβεβλημένη, επίσης από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, πλην όμως άκρως ασθενική σήμερα- Αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, οι προκλήσεις ασφάλειας και στην περιοχή της Μεσογείου θ’ αντιμετωπισθούν αποτελεσματικώς».
Αναλύοντας την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι «ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή και η δράση της τρομοκρατικής βαρβαρότητας που εκπορεύεται από τον ISIS, σε συνδυασμό -δίχως βεβαίως, κατ’ ουδένα τρόπο, να γίνεται οιαδήποτε σύγκριση της φύσης και της επικινδυνότητας μεταξύ τους- με τα ποικίλα ζητήματα που ανακύπτουν από τις διαρκώς ενισχυόμενες ροές παράνομης μετανάστευσης στην Ευρώπη από την Αφρική, και κυρίως από την Υποσαχάρια, αναδεικνύουν πλέον σαφώς τις σημαντικές προκλήσεις ασφάλειας».
Επισήμανε, επίσης, ότι πριν απ΄όλα, πρέπει να επισημανθεί μ’ έμφαση το αρνητικό γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρενέβη ενεργώς όσο θα έπρεπε στα τεκταινόμενα λόγω του πολέμου στην Μέση Ανατολή και, κατά συνέπεια, και στην χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του ISIS, όταν μάλιστα ήταν και είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το «πολεμικό θέατρο» της Μέσης Ανατολής αφορούσε και αφορά ευθέως πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με άμεσες επιπτώσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως ανέφερε «η κατάσταση αυτή έφερε στο φως και το σημαντικό θεσμικό και πολιτικό κενό που προκύπτει εκ του ότι ο «πυλώνας» της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) των άρθρων 23 επ. της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ) ήταν και παραμένει σχεδόν «ατροφικός». Συνακόλουθα δε αρκετά αδύναμος για να οδηγήσει, ιδίως σε περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγοντος όπως εν προκειμένω, στην αποτελεσματική και έγκαιρη χάραξη ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας» σημείωσε ο Πρόεδρος».
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι «παρίσταται, έστω και τώρα, άμεση ανάγκη ολοκληρωμένης ενεργοποίησης και εφαρμογής των θεσμών της ΚΕΠΠΑ, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 23 επ. της ΣυνθΕΕ. Τούτο συνεπάγεται, περαιτέρω, και:
Τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Συνεννόησης και, ιδίως, της Αλληλεγγύης κατά την χάραξη και εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ, όπως ρητώς ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 1 εδ. α΄ της ΣυνθΕΕ.
Καθώς και τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Αλληλεγγύης στους τομείς του Ασύλου και της Μετανάστευσης, δηλαδή τον πλήρη σεβασμό των διατάξεων των άρθρων 77 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και κατ’ εξοχήν του άρθρου 80 που ρητώς αναφέρεται στην ως άνω αρχή της Αλληλεγγύης. Αυτό καθίσταται τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο κατά την κρίση στην Μέση Ανατολή παρατηρείται, εκ μέρους ορισμένων κρατών-μελών, μια προκλητική παραβίαση της αρχής της Αλληλεγγύης ως προς την αντιμετώπιση των προσφύγων υπό όρους Ανθρωπισμού και Δικαιοσύνης, ήτοι υπό όρους πλήρους σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παραβίαση, η οποία συνοδεύεται και από μιαν εξίσου προκλητική άγνοια της έννοιας των θαλασσίων συνόρων των κρατών-μελών, επέκεινα δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τρόπου φύλαξής τους υπό όρους πλήρους σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου».
Επιπροσθέτως, υπενθύμισε, ότι η πικρή εμπειρία του πολέμου στην Μέση Ανατολή και η εξ αυτού δεινή Προσφυγική κρίση, σε συνδυασμό και με τα ζητήματα εφαρμογής της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας για τους πρόσφυγες, δικαιολογεί βασίμως τον έντονο προβληματισμό ως προς την ανάγκη τροποποίησης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου περί Ασύλου. Έτσι ώστε να υπάρξει η, επιβεβλημένη πλέον εκ των πραγμάτων, διάκριση μεταξύ αιτούντων άσυλο γενικώς και αιτούντων άσυλο λόγω της ιδιότητας του πρόσφυγα πολέμου. Με άλλες λέξεις η διάκριση μεταξύ παραδοσιακών προσφύγων και προσφύγων πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, σημείωσε, το τεράστιο ζήτημα που δημιουργείται σε συγκεκριμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ροές παράνομων μεταναστών προερχόμενων από την Αφρική, και κυρίως από την Υποσαχάρια, φέρνει στο φως αφενός την ανάγκη αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού -πάντοτε με πλήρη σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -και υπό το πρίσμα της ασφάλειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για όλη την Μεσόγειο. Και, αφετέρου, την διαπίστωση ότι και εδώ το πρόβλημα γιγαντώθηκε κατά μεγάλο μέρος, διότι εφαρμόσθηκαν ανεπαρκώς οι σχετικές προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο, του 2008.
Αναφερόμενος δε στην ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση των παραπάνω παθογενών φαινομένων τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας των κατάλληλων μηχανισμών, ώστε η επεξεργασία των στοιχείων των αιτούντων άσυλο στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πραγματοποιούνται σε αφρικανικό έδαφος. «Προς τούτο πρέπει να υπάρξει συνεργασία ιδίως με της αρχές της Λιβύης. Περαιτέρω δε να δημιουργηθούν σε κατάλληλο τόπο, πάντοτε σε αφρικανικό έδαφος, οι απαραίτητες ασφαλείς ζώνες για την ταυτοποίηση των αιτούντων άσυλο, οπωσδήποτε με πλήρη σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» σημείωσε.
Παράλληλα, υπογράμμισε και την ανάγκη να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει αμέσως και με τρόπο ολοκληρωμένο το «Ευρωπαϊκό Καταπιστευματικό Ταμείο», το οποίο θα προσφέρει την κατάλληλη βοήθεια στις οικονομικώς ασθενέστερες χώρες της Αφρικής, ώστε να συγκρατήσουν στο έδαφός τους όσο το δυνατόν περισσότερους υπηκόους τους, που σήμερα λιμοκτονούν και αναγκάζονται για λόγους επιβίωσης να επιδιώξουν την μετανάστευση σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπενθυμίζεται ότι το ως άνω Ταμείο προβλέπεται, εμμέσως πλην σαφώς, από τις διατάξεις της παρ. V του προαναφερόμενου Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008. Οι οποίες όμως έμειναν, δυστυχώς, ουσιαστικώς ανενεργές από το 2008 ως τώρα, με αποτέλεσμα να ζούμε ακόμη την δραματική ανθρωπιστική κρίση στον χώρο της Μεσογείου.
Συνεχίζοντας, πρόσθεσε ότι «Πρέπει τ’ αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταρτίσουν -εφόσον δεν υπάρχουν ήδη- και να εφαρμόσουν με τις αντίστοιχες τρίτες χώρες τις αναγκαίες Συμφωνίες επανεισδοχής των παράνομων μεταναστών. Και εδώ υπενθυμίζεται ότι τούτο προβλέπεται επίσης ρητώς από τις διατάξεις της παρ. ΙΙ του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008, δίχως όμως οι διατάξεις αυτές να έχουν ενεργοποιηθεί επαρκώς».
Καταλήγοντας, μίλησε για την άμεση ανάγκη να ενισχυθεί η δομή και η λειτουργία του FRONTEX, πρώτον για την διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων στην θάλασσα αλλά και για την καλύτερη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων των κρατών-μελών, άρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάντα με πλήρη σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δεύτερον διότι είναι πλέον κάτι παραπάνω από προφανές ότι για να επιτελέσει μια τέτοια αποστολή ο FRONTEX πρέπει να μετεξελιχθεί, έτσι ώστε να αποτελέσει πλήρως ευρωπαϊκό μηχανισμό, κατά το πρότυπο της EUROPOL.