Ο συνδυασμός χρήματος και εξουσίας δεν είναι νέο φαινόμενο στην αμερικανική –και όχι μόνο– πολιτική ιστορία. Στο τιμόνι των ΗΠΑ έχουν βρεθεί πρόεδροι με επιχειρηματική πείρα, μεταξύ αυτών ο Τζορτζ Μπους και ο Χέρμπερτ Χούβερ. Η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ ωστόσο είναι διαφορετική, καθώς όλοι οι πλούσιοι προκάτοχοί του είχαν ήδη μεταπηδήσει στην πολιτική προτού διεκδικήσουν το ανώτατο αξίωμα της χώρας. Αντιθέτως, ο Τραμπ είναι ο πρώτος που δεν κατείχε ποτέ υψηλό κυβερνητικό ή στρατιωτικό αξίωμα.
Στη χώρα που το πολιτικό σύστημα ευνοεί τη διαμεσολάβηση των λόμπι, η (επαν)εκλογή Τραμπ φαίνεται να παρακάμπτει τους πολιτικούς μεσάζοντες. Ενας βαθύπλουτος αναλαμβάνει απευθείας τα ηνία και τρέχει την ισχυρότερη χώρα του κόσμου σαν να ήταν εταιρεία του, έχοντας αυτήν τη φορά ως δεξί χέρι του τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου. Ο Ιλον Μασκ είναι ακόμη ένας κροίσος με πολιτική εμπλοκή, ο οποίος κινεί τις επιχειρήσεις του με κρατικό χρήμα (SpaceX) ή προωθητική πολιτική (Tesla), και ετοιμάζεται να αναλάβει ως επιχειρηματίας το ψαλίδισμα των κρατικών δαπανών στην «εταιρεία ΗΠΑ».
Μετά την πρώτη νίκη του ο μεγιστάνας ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την επιχειρηματική του δραστηριότητα με εταιρείες, ξενοδοχεία, καζίνα, γήπεδα γκολφ και επικεντρώθηκε στα ταμπλόιντ της Νέας Υόρκης. Το επιχειρηματικό – πολιτικό μοντέλο του ωστόσο αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά ευεργετικό για τις ΗΠΑ: επί προεδρίας του η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη οικονομική πίεση από τη δεκαετία του 1930 και με τη μεγαλύτερη φυλετική αναταραχή από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Παράλληλα, η θητεία του αμαυρώθηκε από το θλιβερό ρεκόρ των 230.000 νεκρών λόγω κακοδιαχείρισης της πανδημίας και πλήρωσε το κόστος για όλα στις εκλογές του 2020.
Ο 78άχρονος μπορεί να είναι ο πρώτος δισεκατομμυριούχος πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά ακολουθεί τα βήματα άλλων μεγιστάνων που πέρασαν στον πολιτικό στίβο. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, οι περισσότεροι επιχείρησαν να μεταφέρουν την πείρα τους από τη διοίκηση των επιχειρήσεων στη διοίκηση της χώρας, αλλά οι θητείες τους σημαδεύτηκαν από επιλογές που δεν ικανοποίησαν τους πολίτες και σκάνδαλα (από τα διαβόητα πάρτι «bunga bunga» μέχρι την υπόθεση της 17χρονης «Ρούμπι»). Το 2011 η Ιταλία βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού λόγω του δυσθεώρητου χρέους, με αποτέλεσμα ο «καβαλιέρε» να παραιτηθεί, χωρίς να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις και την πολιτική.
Στον Μπερλουσκόνι, όπως και στον Τραμπ, άρεσε να επιδεικνύει τον πλούσιο τρόπο ζωής του. Αμφότεροι ξεκίνησαν την καριέρα τους στο real estate και εδραιώθηκαν μέσω των media. Για τους επικριτές του ο τρεις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, που έχτισε μια περιουσία αγοράζοντας τηλεοπτικούς σταθμούς, ήταν ένας λαϊκιστής που απείλησε να υπονομεύσει τη δημοκρατία χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία ως εργαλείο για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις επιχειρήσεις του και να αποκτήσει ασυλία για οτιδήποτε… παράνομο.
Στο μοντέλο αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί και ο Σεμπαστιάν Πινιέρα, πρόεδρος της Χιλής από το 2018 έως το 2022, με οικονομική αυτοκρατορία που περιλάμβανε μερίδιο στη μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία της χώρας, κανάλι και ποδοσφαιρική ομάδα. Επί διακυβέρνησής του ξέσπασαν ογκώδεις διαδηλώσεις το 2019 καθώς οξύνθηκαν οι ήδη βαθιές κοινωνικές ανισότητες που τροφοδοτούσαν επί χρόνια την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Διαβάστε επίσης:
ΠΑΣΟΚ για Τέμπη: «Απαιτούνται άμεσα πειστικές απαντήσεις για το χαμένο υλικό»
Διευθυντής γραφείου Σαμαρά για νέο κόμμα: «Δεν μπορώ ούτε να διαψεύσω, ούτε να επιβεβαιώσω»
Μαξίμου: «Ξορκίζει» τα σενάρια πρόωρων εκλογών – «Ακροβασίες» και ανησυχία για ντόμινο εξελίξεων