Πολυτάλαντο παιδί μιας ταραγμένης εποχής που ενσάρκωσε στο έπακρο τις αντιφάσεις του καιρού του.
Στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη –του Μίκη σκέτα, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι– συµπυκνώνεται µε τον πιο ανάγλυφο τρόπο το δράµα και το µεγαλείο εκείνης της σπουδαίας γενιάς που άκουσε να ηχούν στα αυτιά της οι πολεµικές σειρήνες του ’40. Της γενιάς που γοητεύτηκε από το αντιστασιακό «χωνί» της Κατοχής και ανταποκρίθηκε ψυχή τε και σώµατι στο κάλεσµα. Που µάτωσε κι έχασε τα καλύτερα παιδιά της από γερµανικά πολυβόλα, µα κι από το χέρι Ελλήνων προδοτών και δωσιλόγων. Που ονειρεύτηκε πράγµατα που καµιά προηγούµενη γενιά δεν είχε καν τολµήσει να φανταστεί. Και τα είδε –τη στιγµή που άπλωνε το χέρι να τα ακουµπήσει– να αποµακρύνονται και να χάνονται.
Που άκουσε το φονικό κροτάλισµα των όπλων από τις ταράτσες της πλατείας Συντάγµατος στις 3 του ∆εκέµβρη του ’44. Ο 19χρονος ΕΛΑΣίτης Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκεί στα ∆εκεµβριανά. Κι έµεινε για δεκαετίες πεισµατικά γαντζωµένος στην Αριστερά όσα κι αν ακολούθησαν, όσες διώξεις κι αν υπέστη για την επιλογή του αυτή.
Πρακτικά µπορούµε να πούµε πως ο Μίκης είναι η επιτοµή της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας µας. Ο πατέρας του Γιώργης, δικηγόρος από τον Γαλατά Χανίων, ήταν ανώτερο στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών και υπηρέτησε ως διευθυντής σε πολλές νοµαρχίες όλης της χώρας. Παρότι βενιζελικός, ουδέποτε εναντιώθηκε στις ριζοσπαστικές επιλογές του γιου του. Αντιθέτως τον υποστήριξε και του συµπαραστάθηκε –µε τρόπο χαρακτηριστικά «κρητικό»– σε όλες τις δοκιµασίες που πέρασε.
«Βέβαια και ήµουν. Ολοι ήµασταν στη Νεολαία Μεταξά. ∆εν υπήρχε παιδί που να µην είναι» θα εξηγήσει ο ίδιος, χωρίς να επιχειρήσει να αποκρύψει τη συµµετοχή του στην ΕΟΝ. Αυτό δεν τον εµποδίζει από τα 15 του χρόνια, καλοκαίρι του 1940 στην Τρίπολη, να ασχολείται µε την ποίηση του Ρίτσου, µε τον οποίο κρατά έναν ανοιχτό λογαριασµό τον οποίο θα εξοφλήσει 23 χρόνια µετά µε τον «Επιτάφιο». Το «Οχι» τον συνεπαίρνει, όµως είναι µόλις 15 χρόνων. ∆ύο χρόνια αργότερα θα τρυπώσει σε µια διαδήλωση για την 25η Μαρτίου στην Τρίπολη και θα χτυπήσει έναν Ιταλό αξιωµατικό. Τον συλλαµβάνουν και τον στέλνουν στη φυλακή. Εκεί θα κάνει την πρώτη γνωριµία του µε τους κοµµουνιστές. Από αυτούς θα ακούσει για µαρξισµό και επανάσταση.
Στην Αντίσταση και στα ∆εκεµβριανά
Το 1943 τον ξαναπιάνει ο Ιταλός αστυνοµικός διοικητής Τρίπολης Φεστούτσιο αλλά γλιτώνει χάρη στη µεσολάβηση του πατέρα του. «Σταµπαρισµένος» πλέον, καταφεύγει στην Αθήνα και µπαίνει στο ΕΑΜ. Στη µεγάλη διαδήλωση κατά της επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στη Μακεδονία ο Μίκης Θεοδωράκης είναι παρών σύµφωνα µε τις µαρτυρίες. Στους κύκλους των αντιφασιστών νέων γνωρίζει την ΕΠΟΝίτισσα φοιτήτρια Ιατρικής Μυρτώ Αλτίνογλου, την οποία θα παντρευτεί το 1953 σε ένα διάλειµµα ανάµεσα σε Μακρόνησο και Παρίσι. Παρά τις αντιρρήσεις του µέλλοντος πεθερού του: «Μουσικός; Aδειο πιάτο»!
Ο πανύψηλος νεαρός παίρνει µέρος στη µάχη της Αθήνας και αντιµετωπίζει τα «Εγγλεζάκια» στις περιοχές Κουκάκι – Καλλιθέα – Νέα Σµύρνη («Στον τάφο µου θέλω να γραφεί “Πολέµησε τον ∆εκέµβρη”», ήταν η ύψιστη διεκδίκηση υστεροφηµίας του). Μετά τη δεκεµβριανή ήττα και τη Συµφωνία της Βάρκιζας ζει κι αυτός το όνειρο της «ειρηνικής µετεξέλιξης». ∆εν παροπλίζεται πολιτικά αλλά επιστρέφει στην άλλη µεγάλη του αγάπη: τη µουσική. Καθώς τα σύννεφα του Εµφυλίου πυκνώνουν ξαναρχίζει η καταδίωξή του από την αστυνοµία. Αρχίζει να ζει παράνοµος στην Αθήνα και στον Πειραιά. Πέφτει στα χέρια των διωκτικών αρχών που τον στέλνουν εξορία (1946-49) στην Ικαρία. Με το τρενάκι του Λαυρίου κατάφορτο µε «ανεπιθύµητους» φαντάρους µεταφέρεται αρχικά στο «νησί του θανάτου», τη Μακρόνησο. Γνωρίζει την πλύση εγκεφάλου µε την καθηµερινή «ηθική αγωγή» και τα ρόπαλα των αλφαµιτών του Σκαλούµπακα. «Η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου» θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος.
Κονσέρτο για πολυβόλα και ατοµικές βόµβες
Ο Θεοδωράκης έχει πλήρη επίγνωση ότι ως µαχητής ήταν απλώς «ένα τουφέκι». Ως συνθέτης άξιζε για την Αριστερά όσο µια ατοµική βόµβα. «Σύνθεση ή αγώνας;» θα αναρωτηθεί και θα δώσει ο ίδιος την απάντηση: «Στο βάθος δυο πράγµατα όµοια. Μήπως όταν πήρα το όπλο στο χέρι δεν έκανα σύνθεση;» (αφήγηση του φίλου του Βύρωνα Σάµιου).
Αποφοιτά από το Ωδείο της Αθήνας το 1950 µε δίπλωµα στην αρµονία. Με το θάρρος που τον χαρακτήριζε και την πληθωρική άνεση που είχε να ανοίγει κουβέντα ακόµη και µε εχθρούς εισβάλλει στο Εθνικό Ιδρυµα Υποτροφιών και στο γραφείο του υπευθύνου απαιτώντας να µην τον κόψουν –«επειδή είµαι αριστερός»– από την υποτροφία «που µου ανήκει». Πράγµατι το 1954 πηγαίνει υπότροφος στο Παρίσι και γράφεται στο Κονσερβατουάρ. Το 1957 του απονέµεται το 1ο βραβείο του Φεστιβάλ Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του «Σουίτα No 1», γεγονός που προκαλεί ταραχή στην Αθήνα.
Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1960. Είναι η εποχή της πολιτικής «απόψυξης» και ο Μίκης βρίσκεται στο πλευρό της Ε∆Α. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαµπράκη (27 Μαΐου 1963) συνεγείρει λαό και νεολαία. Στις 14 Σεπτεµβρίου του 1964 ιδρύεται η ∆ηµοκρατική Νεολαία Λαµπράκη και στις 15 Μαρτίου 1965 ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρός της. Τίθεται επικεφαλής µιας πρωτοφανούς «πολιτικής και πολιτιστικής» εκστρατείας, ιδρύοντας λέσχες «Λαµπράκηδων» σε όλη την Ελλάδα. Εκλέγεται βουλευτής Πειραιά µε την Ε∆Α το 1964 µε 12.534 σταυρούς.
Ενάντια στην Αποστασία και τη χούντα
Παίρνει µέρος στους αγώνες του 1-1-4 εναντίον της Αποστασίας µέχρι την επιβολή της δικτατορίας του 1967. Την 21η Απριλίου περνά στην παρανοµία και την 23η εκδίδει την πρώτη διακήρυξη για αντίσταση κατά της χούντας. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει µαζί µε άλλους (Αρ. Μανωλάκος, Χρ. Μίσσιος, Γ. Βότσης, Θ. Μπανούσης) το ΠΑΜ, το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο, µε τον –ανέφικτο– στόχο της συνεργασίας όλων των αντιχουντικών δυνάµεων.
Τον Αύγουστο του 1967 η Ασφάλεια τον συλλαµβάνει και τον κλείνει στο κολαστήριο της οδού Μπουµπουλίνας, εκεί όπου «χτυπάνε στην ταράτσα τον Ανδρέα» – τον Λεντάκη, µεταδικτατορικό δήµαρχο Υµηττού. Η σύλληψή του γίνεται γνωστή διεθνώς µέσω της Αννας Συνοδινού, η οποία το είχε πληροφορηθεί εντέχνως από τον διοικητή Ασφαλείας Βασίλη Λάµπρου. Ο ίδιος ο Μίκης πιστώνει τη διαρροή στον αρχιασφαλίτη ο οποίος, παρότι σκληροπυρηνικό όργανο της δικτατορίας, ήθελε να αποφύγει το βάρος µιας δολοφονίας του στελέχους της Αριστεράς από θερµοκέφαλους χουντικούς (τηλεοπτική συνέντευξη στη Βίκυ Φλέσσα).
Ακολουθούν η αποµόνωση και η µεταγωγή στις φυλακές Αβέρωφ. Υστερα από µια µεγάλη απεργία πείνας νοσηλεύεται και εντέλει αποφυλακίζεται αλλά τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισµό. Το 1968 εκτοπίζεται στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, όπου τον ακολουθεί η οικογένειά του. Μεταφέρεται στο στρατόπεδο Ωρωπού. Εκεί ακούει τη µελωδική «καντάδα» που του έκανε απέξω ο Μανώλης Χιώτης.
Η διεθνής καµπάνια για την απελευθέρωσή του (Σοστακόβιτς, Μπερνστάιν, Νερούδα, Μίλερ, Μπελαφόντε) αποδίδει και τον Απρίλιο του 1970 ο συντηρητικός Γάλλος εκδότης Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σρεµπέρ του «L’Express» τον παίρνει µε το ιδιωτικό αεροπλάνο του στο Παρίσι. Εκεί µε τους άλλους αυτοεξόριστους αντιστασιακούς, τη Μελίνα, τον Ανδρέα, τον Μπριλάκη, τον Μητσοτάκη κ.ά. επιδίδονται σε διεθνή εκστρατεία καταγγελίας της χούντας. Ο Θεοδωράκης αλωνίζει την υφήλιο µετατρέποντας τις συναυλίες του σε βήµα διαµαρτυρίας.
Η δράση του στα χρόνια της δηµοκρατίας
Η πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 τον ξαναφέρνει θριαµβευτικά στην πατρίδα. Προσχωρεί στην άποψη –προκαλώντας αντιδράσεις και εντός της Αριστεράς– πως το στέριωµα της ασταθούς δηµοκρατίας περνά µέσα από την πολιτική αντιδικτατορική στήριξη στον «κιγκινάτο» Κωνσταντίνο Καραµανλή. Εκλογικά όµως προσγειώνεται οδυνηρά. Αν και ενόψει της ψηφοφορίας της 17ης Νοεµβρίου 1974 συµµετέχει στη συγκρότηση του ετερογενούς σχήµατος της Ενωµένης Αριστεράς, τη µοναδική έδρα στον Πειραιά την κερδίζει ο ∆ηµ. Γόντικας, µε 12.619 σταυρούς, έναντι 6.345 του τρίτου Μίκη. Ο οργανωµένος κόσµος της Αριστεράς αγαπά τον µεγάλο µουσουργό αλλά δεν το εκφράζει στην κάλπη.
Τον Οκτώβριο του 1978 κατεβαίνει για δήµαρχος στην Αθήνα µε την υποστήριξη του ΚΚΕ και συγκεντρώνει το 16,7% των ψήφων, έναντι 12% της προηγούµενης κοµµατικής επίδοσης. Συνεχίζει να αγωνίζεται για την ενότητα της Αριστεράς (στοιχεία από διαδικτυακό άρθρο του Ηλία Νικολακόπουλου «Η πολιτική δράση του Μίκη Θεοδωράκη και οι διεθνείς του πρωτοβουλίες µετά τη Μεταπολίτευση»). Καταφέρνει τον Φρανσουά Μιτεράν να έρθει στην Ελλάδα και να καθίσει στο ίδιο τραπέζι µε τους Χαρίλαο Φλωράκη, Γεώργιο Μαύρο, Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι Σοβιετικοί τον τίµησαν το 1983 µε το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Από το 1981 είχε εκλεγεί βουλευτής Πειραιά µε το ΚΚΕ και επανεκλέγεται το 1985 µε το ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Τον Μάιο του 1986 παραιτήθηκε. Την επόµενη χρονιά από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη (26 Σεπτεµβρίου 1989) κάνει κοινή εµφάνιση µε τον Κων. Μητσοτάκη σε πασχαλιάτικη λειτουργία στα Χανιά. Εκλέγεται συνεργαζόµενος βουλευτής µε τη Νέα ∆ηµοκρατία και αναλαµβάνει υπουργός της κυβέρνησης της Ν∆, άνευ χαρτοφυλακίου πρώτα και Επικρατείας κατόπιν από το 1990 µέχρι το 1992, οπότε και παραιτείται.
«Ήταν λάθος µου µε τον Μητσοτάκη»
Ο ίδιος έδωσε την ακόλουθη εξήγηση για τις επιλογές του: «Εγώ δεν συνεργάστηκα µε τον Καραµανλή ούτε υπουργός του έγινα ούτε τίποτε, ακόµη και µε τον Μητσοτάκη που έγινα υπουργός δεν το έκανα για να πάρω οφίτσια κ.λπ., είχα τότε µια άλλη ιδέα και αυτό ήταν λάθος. Ναι, και µε τον Μητσοτάκη ήταν επίσης λάθος» θα πει σε συνέντευξη στον Κώστα Ρεσβάνη στα «Νέα» (23 Φεβρουαρίου 1998). «Είχα την ιδέα πως από τη µια θα χτυπιόταν αυτή η τυφλή τροµοκρατία που έφτασε µέχρι την πόρτα µου και από την άλλη πίστευα ότι θα αναγκαζόταν ο Παπανδρέου να πετάξει το σάπιο κοµµάτι του ΠΑΣΟΚ». Με τον Ανδρέα η σχέση παρέµεινε εχθρική και του χρέωσε, στη δίνη του ’89, ακόµη και πράξεις τροµοκρατίας.
Στα χρόνια του µνηµονίου ο Μίκης Θεοδωράκης ιδρύει το Κίνηµα Ανεξάρτητων Πολιτών Σπίθα, την 1η ∆εκεµβρίου 2010. Τον Σεπτέµβριο του 2013 αποφάσισε να αποστρατευτεί από τη Σπίθα. Γιατί «δεν έπεισα» θα εξηγήσει. Η αναζήτηση της µαγείας που ασκεί πάνω του ένα ακροατήριο παλλόµενο για τις πολιτικές οµιλίες του –και όχι για τις νότες του– τον στοιχειώνει στο διηνεκές. Ο ίδιος ο Μίκης είχε εκφράσει µε απόλυτη ειλικρίνεια το παράπονό του για τη σχέση του µε τα κόµµατα: «∆εν ήθελαν τον πολιτικό Θεοδωράκη, ήθελαν τη µουσική του, τον ήθελαν κλεισµένο στο κλουβί να τραγουδά και να φέρνει κόσµο»!
Θα υποστηρίξει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, στο δηµοψήφισµα θα ταχθεί υπέρ του «Οχι», ενώ στη συνέχεια θα ασκήσει οξύτατη κριτική εναντίον της δεύτερης κυβέρνησης. Και την κατηγόρησε (2017) πως έχει «αρχίσει να κινείται στα βήµατα του… µαδουρισµού». Και η οµιλία του στο συλλαλητήριο των «µακεδονοµάχων» (4 Φεβρουαρίου 2018) προκάλεσε απορία και θλίψη στους αριστερούς/δηµοκρατικούς πολίτες. Αυτούς που δεν επέτρεψαν, ευτυχώς, στον εαυτό τους να διαγράψει µονοκοντυλιά διαδροµές και να ακυρώσει προσφορές. Να εκτραχηλιστεί σε συµπεριφορές σαν αυτές που του είχαν επιφυλάξει οι παλιοί του εχθροί, που παρίσταναν πως «σχωρνάνε» τα νεανικά κρίµατα του Μίκη.
Παρ’ όλα αυτά, και ενάντια σε όλα αυτά, ο κόσµος της Αριστεράς (αλλά και του κέντρου, µέχρι τις παρυφές της πεφωτισµένης ∆εξιάς) δεν κάκιωσε ποτέ µε τον Μίκη. Ισως γιατί κάποιοι από αυτούς/εµάς µπορεί να µην είχαν προσεγγίσει ποτέ την Αριστερά χωρίς τη µεγάλη µουσική του και την αποκοτιά του να µελοποιήσει τη µεγάλη ποίηση.
«Σ’ αυτό τον δρόµο που διάλεξε να πάει»
Το παιδί που είχε µπροστά του µια ζωή στρωµένη µε ροδοπέταλα –χάρη στην αστική του καταγωγή και το θηριώδες ταλέντο του– έκανε, ευτυχώς, τη «λάθος κίνηση»: εντάχθηκε στην Αριστερά. Αλλά αν δεν είχε κάνει αυτή την επιλογή ζωής, θα έγραφε απλώς όµορφα τραγούδια. Οµως δεν θα έγραφε ποτέ τη «∆ραπετσώνα» και τους «Μοιραίους». Ούτε τον «Επιτάφιο» ούτε το «Άξιον εστί». Του χρωστάµε πάρα πολλά, όπως χρωστάει κι αυτός στον λαό την έµπνευσή του.
Τώρα που ο Μίκης έχει επιβιβαστεί στη «βαρκούλα για τον Κάτω Γαλατά» είναι πολύ νωρίς για την εκκαθάριση του ισοζυγίου αυτής της αλληλοτροφοδοτούµενης σχέσης.