Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο κόσμος

Στις 2 Μαρτίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έλαβε την απόφαση ES-11/1, η οποία καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ζητά την άμεση αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τη χώρα αυτή. Την πρόταση υπερψήφισαν 141 κράτη, 47 απείχαν ή απουσίαζαν και πέντε καταψήφισαν. Ακόμη και κάποιες από τις χώρες που υπερψήφισαν την απόφαση και θεωρούνται σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, δεν φαίνεται να ακολουθούν την πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Αν θέλουμε να κάνουμε μια πρώτη ομαδοποίηση των κρατών που δεν υπερψήφισαν την απόφαση, θα ξεχωρίσουμε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσονται περιφερειακές δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική και το Ιράν. Στη δεύτερη οι περισσότερες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης στην κεντρική Ασία και στον Καύκασο. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται διάσπαρτες χώρες που είτε βρίσκονται σε ανταγωνιστικές σχέσεις με την Ουάσινγκτον, όπως η Κούβα και η Νικαράγουα, είτε έχουν σημαντικές σχέσεις με τη Ρωσία ή την Κίνα, όπως η Αλγερία και το Ιράκ, και κάποιες αφρικανικές και ασιατικές χώρες.

Οι περιφερειακές δυνάμεις που αναφέραμε, η καθεμιά με τον τρόπο της, διεκδικούν την ηγεμονία στην εγγύς περιφέρειά τους με βάση την ισχύ τους και όχι το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς κανόνες. Επίσης επιθυμούν να κρατούν την υπερδύναμη όσο πιο μακριά γίνεται από την περιφέρειά τους και να απολαμβάνουν ελευθερία κινήσεων. Δηλαδή αποβλέπουν σε κάτι ανάλογο με τη ρωσική πολιτική στην Ουκρανία και γενικότερα στον πρώην σοβιετικό χώρο. Συνεπώς είναι αντίθετες σε μια καταδίκη της Ρωσίας σήμερα που θα νομιμοποιήσει μελλοντικές καταδίκες εναντίον τους. Από την άλλη μεριά, πολλές χώρες βλέπουν με ανησυχία τη σταδιακή αποχώρηση της αμερικανικής υπερδύναμης από την περιοχή τους, όπως στη Μέση Ανατολή, την υποσαχάρια Αφρική και τη νότια Ασία, και δεν επιθυμούν την επιδείνωση των σχέσεών τους με τις περιφερειακές ηγεμονικές δυνάμεις.

Επίσης, για μια σειρά χωρών που δεν ακολουθούν το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της Δύσης η επιβολή σκληρών κυρώσεων ως μέσο συμμόρφωσής τους με το μοντέλο αυτό αποτελεί ένα πραγματικό και πολύ επικίνδυνο ενδεχόμενο. Σήμερα οι κυρώσεις επιβάλλονται μονομερώς από τις ΗΠΑ και έχουν μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας, ακόμη κι αν ο σκοπός τους είναι δίκαιος και ευγενής. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η κεντρική θέση της Ουάσινγκτον στο διεθνές χρηματοπιστωτικό και γενικά οικονομικό σύστημα της δίνει τη δυνατότητα να επιβάλλει σε χώρες και εταιρείες την εφαρμογή των κυρώσεων ακόμη και χωρίς τη συμφωνία τους. Οι κυρώσεις αυτές έχουν πολλές φορές επιλεκτικό χαρακτήρα. Συνεχίζονται για δεκαετίες εναντίον της Κούβας και του Ιράν, αλλά δεν επιβάλλονται ποτέ εναντίον χωρών όπως η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν ή η Τουρκία, παρά τις κατ’ εξακολούθηση βάναυσες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και την εισβολή της τελευταίας στην Κύπρο αλλά και εσχάτως στη Συρία, καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου και χρησιμοποιώντας επιχειρήματα ανάλογα με αυτά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Μια άλλη κατηγορία χωρών είναι τα κράτη-εισοδηματίες που είναι παραγωγοί υδρογονανθράκων, τα κράτη δηλαδή των οποίων το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος προέρχεται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και η πολιτική και κοινωνική σταθερότητά τους βασίζεται σε αυτή την παραγωγή. Κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα ή το Κατάρ βλέπουν την ουκρανική σύγκρουση και ως προσπάθεια των ΗΠΑ να αναδιατάξουν την παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων υπέρ του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, γι’ αυτό και δεν επιθυμούν να σπάσουν τις συμφωνίες ΟΠΕΚ plus με τη Ρωσία που ρυθμίζουν τα επίπεδα παραγωγής και τιμών του πετρελαίου.

Μετά το τέλος του Α΄ και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι νικητές προσπάθησαν μέσα από κείμενα διεθνών συμφωνιών να διαμορφώσουν κανόνες ειρηνικής συμβίωσης των κρατών στην Ευρώπη. Στην περίπτωση του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι κανόνες αυτοί δεν πέτυχαν τον στόχο τους. Οι κανόνες του Β΄ Παγκόσμιου απέτρεψαν την πολεμική σύγκρουση για πάνω από σαράντα χρόνια. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι νικητές δεν διαμόρφωσαν νέα κείμενα πολιτικής συμφωνίας για την ειρηνική συμβίωση. Θεώρησαν ότι το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης οικονομίας και του φιλελεύθερου πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου θα ήταν αρκετά ικανό για να διασφαλίσει την ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν μετατράπηκαν ποτέ σε κείμενα διεθνών συμφωνιών αθετήθηκαν, με αποτέλεσμα την αύξηση της αμοιβαίας καχυποψίας και τη διεύρυνση του χάσματος πληροφόρησης για τις προθέσεις και τα σχέδια κάθε πλευράς. Η περιδίνηση επιθετικότητας ήταν πια αναμενόμενη.