Ο ποιητής Φανφάρας, ο συγγραφέας Ψαθάς και ο τεράστιος Γιώργος Μιχαλακόπουλος

Ο ποιητής Φανφάρας, ο συγγραφέας Ψαθάς και ο τεράστιος Γιώργος Μιχαλακόπουλος

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος που «έφυγε» σήμερα σε ηλικία 85 ετών ήταν ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός, δε χωρεί καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ένας ηθοποιός που ταυτίστηκε με τον Κάρολο Κουν, με την αντίσταση στη χούντα μέσω της τέχνης, με συγγραφείς σαν τον Μουρσελά και τον Ψαθά, κυρίως όμως με ένα σημαντικό θεατρικό ρεπερτόριο και με μια αξιοπρεπή στάση ζωής μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας.

Παράξενο ακούγεται ο «αριστερός» Μιχαλακόπουλος, που δήλωνε ανένταχτος κομματικά, να ταυτίζεται με τον «συντηρητικό» Βασίλη Ψαθά, τον συγγραφέα της «Χαρτοπαίχτρας» και άλλων δημοφιλών κινηματογραφικών και θεατρικών κωμωδιών της δεκαετίας του 1960. Κι όμως, το μεγαλύτερο κοινό, όχι απαραίτητα το θεατρόφιλο, τον γνώρισε μέσα από μια κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη βασισμένη στο «Ξύπνα, Βασίλη», το ομότιτλο θεατρικό έργο του Ψαθά.

Η ταινία γυρίστηκε το 1968 και κυκλοφόρησε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 1969 με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Έλενα Ναθαναήλ, αλλά και τους Τασσώ Καββαδία – Γιώργο Μιχαλακόπουλο σε δύο επίσης κομβικούς ρόλους. Συγκεκριμένα, ο Μιχαλακόπουλος υποδυόταν τον ποιητή Τιμολέοντα Φανφάρα που απέδιδε με τρόπο ασυναγώνιστο το ποίημα «Το κόκκινο τυρί», έχοντας την εύνοια της δεξιάς εκδότριας Φαρλάκαινας (Τ. Καββαδία).

Μάλιστα, ο ποιητικός οίστρος του στο φινάλε του έργου έβγαζε ξανά στη φόρα την τρέλα του Βασιλάκη (Γ. Κωνσταντίνου), ο οποίος ως κόκορας πλέον κυνηγούσε τους παρευρισκόμενους στο πάρτι της Φαρλάκαινας. Κλασικός κεντρώος ο Ψαθάς, με τους χαρακτήρες του συγκεκριμένου έργου παρουσίαζε «Αριστερά» και «Δεξιά» ως τα δύο άκρα, χωρίς να είναι δίκαιος. Για τον Ψαθά αρκούσε να πετύχει κάποιος επαγγελματικά και οικονομικά ώστε από ασυμβίβαστος επαναστάτης να γίνει ένας υποταγμένος εθνικόφρων. Αυτό δηλαδή που κατάντησε ο κομμουνιστής Μάνος (Α. Αλεξανδράκης) με τον πρώην συντηρητικό Βασιλάκη να διεκδικεί τα δικαιώματα του και να αντιστρέφονται οι ρόλοι.

Οφείλουμε ωστόσο να παραδεχτούμε πως ήταν μία από τις λίγες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν μέσα στη χούντα και μιλούσαν για διαδηλώσεις, κομμουνιστές «αναρχικούς» και δεξιούς «καταπιεστές», έστω κι αν – όπως ήδη είπαμε – ο συγγραφέας δεν έπαιρνε ξεκάθαρες αποστάσεις. Κι είναι σχεδόν σίγουρο πως ο Δαλιανίδης και ο Φίνος δεν επέλεξαν τυχαία τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο να παίξουν στο φιλμ. Ο πρώτος είχε ήδη γυρίσει το αριστουργηματικό «Συνοικία το όνειρο» (1961) ως σκηνοθέτης, εκτός από πρωταγωνιστής, ενώ ο δεύτερος υπήρξε επίσης έντονα πολιτικοποιημένος με τους Λαμπράκηδες και τη γενιά του 1-1-4. Και οι δύο είχαν κόντρα ρόλους: Ο Αλεξανδράκης γίνεται από κομμουνιστής, καπιταλιστής, ενώ ο Μιχαλακόπουλος από το Ιερό τέρας της θεατρικής υποκριτικής (στα ξεκινήματα του τότε) γίνεται ένα καθ’ όλα γελοίο κινηματογραφικό πρόσωπο, ο υπερτιμημένος ατάλαντος ποιητής που κοροϊδεύει το κομμουνιστικό ιδεώδες.

Είναι γνωστό πως ο Ψαθάς σατίριζε οτιδήποτε καινούργιο και προοδευτικό έσκαγε μύτη εκείνα τα κοσμογονικά χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα άλλο έργο του, όχι ιδιαίτερα γνωστό αφού δεν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο: Το «Προίκα μου αγαπημένη», μέσω του οποίου σατίριζε την τέχνη του σουρεαλισμού και τους μοντέρνους ζωγράφους. Στο «Ξύπνα, Βασίλη» στο στόχαστρο του έμπαιναν και οι αριστεροί που με διάφορα ιδεολογήματα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τη νέα ταξική τους θέση – απότοκη των έντονων κοινωνικών ανασχηματισμών της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα.

Κι αν ακόμη σατίριζε και τους δεξιούς (μέσω του ποιητή Φανφάρα βασικά), είπαμε πως λειτουργούσε ως ισαποστάκιας, πάντα επιφανειακός και χωρίς δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης των τεκταινόμενων του. Κρατάμε απ’ όλα αυτά το ρεσιτάλ ερμηνείας του Γιώργου Μιχαλακόπουλου και, προσωπικά, εκφράζω την απορία πως και δεν έπαιξε κωμικούς ρόλους και σ’ άλλες ταινίες του παλιού κινηματογράφου ο συγκεκριμένος ηθοποιός. Το πιο πιθανό είναι να δέχτηκε πολλές προτάσεις και να τις απόρριψε, εφόσον ο ρόλος του στο «Ξύπνα, Βασίλη» ήταν κάτι πολύ ειδικό. Ένας γκεστ ρόλος που έκλεψε κανονικά την παράσταση και που μέχρι σήμερα η ατάκα «Μαύρα κοράκια, άσπρα κοράκια» μαζί με τα πολλά «πω-πω-πω-πω», που αράδιαζε με τα χέρια του κιόλας ο Φανφάρας, έχουν ταυτιστεί με τη μπαλαφάρα, την ανοησία και την ασυνεννοησία. Όλα τα στοιχεία δηλαδή που δεν χαρακτήριζαν καθόλου στην πραγματικότητα τον καλλιτέχνη Μιχαλακόπουλο. Πολλά θα γραφτούν για τη σπουδαιότητα του Μιχαλακόπουλου και δικαίως – επρόκειτο για έναν τεράστιο θεατράνθρωπο που η απώλεια του σημαδεύει τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Εμείς ωστόσο πάντα θα τον θυμόμαστε με τη μακριά φράτζα, με τις σπαστικές κινήσεις των χεριών του και με τον παραληρηματικό ξεκαρδιστικό λόγο του, σε μια εμφάνιση που αποτελεί πραγματική σκηνή ανθολογίας στον ελληνικό κινηματογράφο.

Documento Newsletter