Ο πλανήτης αρρωσταίνει και οι φαρμακευτικοί κολοσσοί θησαυρίζουν

Ο πλανήτης αρρωσταίνει και οι φαρμακευτικοί κολοσσοί θησαυρίζουν

Πώς το λόμπι της ΙΜΙ, μολονότι χρηματοδοτείται από δημόσια κονδύλια, ορίζει την ερευνητική ατζέντα κατά τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των πολυεθνικών ενώ παράλληλα αγνόησε έρευνες για πανδημίες

Η περίοδος της πανδημίας που διανύουμε έχει καταστήσει σαφές περισσότερο από ποτέ πόσο επιβεβλημένη είναι η εξέλιξη της ιατρικής έρευνας προκειμένου να θωρακιστεί το πολύτιμο αγαθό της δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση ασθενειών που πλήττουν την ανθρωπότητα. Η ιατρική καινοτόμα έρευνα, όμως, από την οποία κρεμόμαστε και για την ανακάλυψη του εμβολίου για τον νέο κορονοϊό, εν πολλοίς εκπορεύεται από τις πολυεθνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις, που δεν έχουν άδολους σκοπούς· στοχεύουν μόνο στην αύξηση της κερδοφορίας τους. Εν ολίγοις, εμείς πληρώνουμε για την υγεία μας αλλά αυτοί ορίζουν την ατζέντα με γνώμονα κέρδη δισεκατομμυρίων. Χαρακτηριστικό είναι ότι είχαν αρνηθεί έρευνα για την προετοιμασία ενόψει επιδημιών.

Η μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών που αποκαλύπτει σήμερα το Documento –αποτέλεσε το μοναδικό ελληνικό ΜΜΕ στο οποίο δόθηκε η μελέτη προτού εκπνεύσει την περασμένη Δευτέρα το εμπάργκο δημοσιοποίησής της– φανερώνει την αδίστακτη δράση των φαρμακευτικών πολυεθνικών οι οποίες αξιοποιούν δημόσιο χρήμα με τις ευλογίες των πολιτικών ιθυνόντων έχοντας μοναδικό στόχο το συμφέρον τους. Το παρατηρητήριο που εκπόνησε την επίμαχη μελέτη με τίτλο «Περισσότερο ιδιωτικό παρά δημόσιο: Οι τρόποι με τους οποίους οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες κυριαρχούν στην πρωτοβουλία της ιατρικής καινοτομίας» είναι ΜΚΟ που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Επί σειρά ετών αποκαλύπτει την ευνοϊκή μεταχείριση που τυγχάνουν εκ μέρους πολιτικών ηγεσιών πολυεθνικές εταιρείες, επιδιδόμενες σε ένα ανελέητο lobbying, συνήθως επιτυχημένο για τις ίδιες.

Ασχολούνται μόνο με ό,τι φέρνει κέρδη

Στη μελέτη γίνεται λόγος για μια σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές πολυεθνικές από το 2007 προκειμένου να εκπονηθούν έρευνες και πρότζεκτ που προάγουν τη δημόσια υγεία. Δεν πρόκειται όμως για συλλογική συνεργασία, αφού βάσει της επίμαχης μελέτης την ατζέντα ορίζουν οι πολυεθνικές, παρότι η χρηματοδότηση προέρχεται κυρίως από την ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018, παρά τις εισηγήσεις της Κομισιόν να υπάρξει ενασχόληση με τη βιοετοιμότητα, την προετοιμασία δηλαδή για μια επιδημία, υπήρξε άρνηση των πολυεθνικών, γεγονός που εξηγεί σε έναν βαθμό γιατί η ανθρωπότητα πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστη για την πανδημία της Covid-19.

Οι πολυεθνικές που συμμετέχουν σε αυτήν τη σύμπραξη δεν καταπιάνονται με ασθένειες που πλήττουν υποβαθμισμένες χώρες επειδή αυτό δεν είναι κερδοφόρο. Αντιθέτως, ασχολούνται με το πώς θα εκπέσουν οι όροι έγκρισης των φαρμάκων τους ώστε να κυκλοφορήσουν γρηγορότερα στην αγορά. Τα φάρμακα όμως δεν γίνονται ευκολότερα προσβάσιμα στους ασθενείς, μα υιοθετείται ένα σύστημα εκτόξευσης των τιμών τους και των προϋπολογισμών των χωρών για την υγεία. Το δημόσιο χρήμα αξιοποιείται από τις πολυεθνικές ακόμη και για lobbying προκειμένου να υπερκεραστούν νομοθετικά εμπόδια που τίθενται από την ΕΕ. Οπως άλλωστε παραδέχονται και οι ίδιες οι πολυεθνικές, τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων αξιοποιούνται για έρευνες που έτσι κι αλλιώς θα πραγματοποιούσαν. Κι όμως, αυτή η συνεργασία αναμένεται να συνεχιστεί, αφού δεν υπάρχουν πολιτική βούληση και μηχανισμοί να αντιμετωπίσουν το επιτυχημένο lobbying πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα. Πίσω από τις κλειστές πόρτες των Βρυξελλών δρα σκοτεινά ένας κόσμος με μοναδικό κίνητρο το κέρδος.

Βέβαια, το ότι οι πολυεθνικές του φαρμάκου έχουν στενές επαφές με κυβερνήσεις και πολιτικούς παράγοντες δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως έχει αποκαλύψει το Documento, ο πρώην πρόεδρος της Novartis Ελλάς Γκέοργκ Σρέκενφουκς αλλά και ο αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Φρουζής ήταν μέλη του think tank που είχε συστήσει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς.

Ενα think tank που ιδρύθηκε προκειμένου να οδηγήσει «την Ελλάδα από τη διαδικασία της επιβίωσης στη σταθερότητα και την ανάκαμψη», όπως ανέφερε σε επιστολή του στον Αντ. Σαμαρά στις 14 Ιανουαρίου 2013 ο πρώην chief financial officer της Novartis Τζόναθαν Ρ. Σίμοντς – νυν διευθυντής στην τράπεζα HSBC.

«Ο ιδιωτικός τομέας ορίζει την ατζέντα της έρευνας»

H πολιτική της ΕΕ για την έρευνα και την καινοτομία (R&I) είναι ένα από τα βασικά εργαλεία ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της κοινωνίας σε ζητήματα που αφορούν μεταξύ άλλων την υγεία, την ευημερία, τα τρόφιμα, τα αγροτικά συστήματα και την κλιματική αλλαγή. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του R&I η Κομισιόν έχει θεσπίσει συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα ώστε «οι πόροι της Ευρώπης να αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις, να υποστηρίξουν την ανταγωνιστικότητα, να δώσουν υψηλής ποιότητας δουλειές και να ενθαρρύνουν μεγαλύτερη επένδυση από τον ιδιωτικό τομέα στην έρευνα και την καινοτομία».

Μια από αυτές τις συνεργασίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τον ιδιωτικό τομέα είναι η ΙΜΙ, δηλαδή η Πρωτοβουλία Καινοτόμων Φαρμάκων. Απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τη Φαρμακευτική Εμπορική Ενωση και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA), η οποία, όπως αναφέρεται και στην επίμαχη μελέτη, αποτελεί ομάδα λομπιστών. Η πρώτη περίοδος λειτουργίας της ΙΜΙ ήταν από το 2008 έως το 2013, ενώ η ΙΜΙ2 ξεκίνησε το 2014 και ολοκληρώνεται το 2020. Οπως φαίνεται, θα συνεχιστεί με εστίαση στην ψηφιακή υγεία.

Μπορεί φαινομενικά ο στόχος της IMI να είναι η εμβάθυνση της έρευνας για τη δημόσια υγεία, εντούτοις, όπως καταγράφεται στη μελέτη, η IMI κατηγορείται επειδή «ο δημόσιος τομέας πληρώνει μεγάλο μέρος του λογαριασμού της έρευνας ενώ ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να ορίζει την ατζέντα της έρευνας προς όφελος των δικών του συμφερόντων και να δρέψει τις ανταμοιβές». Η συγκεκριμένη κατηγορία είναι εξόχως σημαντική, αφού στην IMI δαπανώνται δισεκατομμύρια ευρώ των Ευρωπαίων φορολογούμενων για την ανάπτυξη της ιατρικής έρευνας, όπως φαίνεται όμως ευνοούνται τα συμφέροντα των φαρμακευτικών πολυεθνικών ακόμη και σε ζητήματα όπως η ασφάλεια των φαρμάκων και το απόρρητο των ασθενών.

Πακτωλός χρημάτων από ευρωπαϊκά κονδύλια

Η χρηματοδότηση της IMI2 για την περίοδο 2014-24 ανέρχεται συνολικά σε 3,276 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,425 προέρχεται από τις πολυεθνικές της EFPIA. Την περίοδο 2008-13 η συνολική χρηματοδότηση της ΙΜΙ ανερχόταν σε 2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1 δισ. καταβλήθηκε από την EFPIA. Οι πολυεθνικές όμως καταβάλλουν την υποχρέωσή τους κυρίως σε είδος, δηλαδή σε ώρες εργαστηρίου, ερευνητές και πόρους, γεγονός που καθιστά δύσκολα μετρήσιμη την πραγματική συμμετοχή τους στο πρόγραμμα.

Το 2015 η επιτροπή προϋπολογιστικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απαίτησε «λεπτομερείς πληροφορίες για τις συνεισφορές των μελών του EFPIA, ειδικά του τύπου των συνεισφορών σε είδος και της εκτιμώμενης αξίας τους». Οι πολυεθνικές αντιδρούν, ενώ και σε ανακοίνωση της EFPIA τον Ιούνιο του 2018 «αμφισβητείται η ανάγκη για συνεισφορές σε μετρητά».

Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών, «η πολιτική αιτιολόγηση της IMI βασίζεται στην υπόθεση ότι μια συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της οποίας η ατζέντα έρευνας κατευθύνεται από τις εταιρείες με έννομο συμφέρον για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, μπορεί με κάποιο τρόπο να επιτύχει τους ακριβώς αντίθετους στόχους: την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας και την εξυπηρέτηση των αναγκών της δημόσιας υγείας». Η IMI όμως, σύμφωνα με το παρατηρητήριο, «αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την αποτροπή ασθενειών ή τη δημόσια υγεία, εκτός από όταν ευνοείται η ανάπτυξη νέων διαγνωστικών προϊόντων», διερωτώμενο αν υπάρχουν οι κατάλληλες κυβερνητικές δομές για να υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον.

Ετικέτες

Documento Newsletter