Ο Λεονάρντο Μονόπολι γράφει για τη σχέση του Πιερ Πάολο Παζολίνι με την πίστη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα homolaicus.com, η οποία είναι αφιερωμένη στο έργο του Ιταλού δημιουργού. Τη μετάφραση έχει κάνει ο Γιάννης Η. Παππάς.
Ήταν πιστός μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, έπειτα σταμάτησε να πιστεύει στο πρόσωπο του Θεού και να συμμετέχει στις θρησκευτικές τελετές. Επιπλέον, η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη: ο πατέρας του Κάρλο πίστευε συμβατικά, η μητέρα του ζούσε ένα είδος φυσικής θρησκευτικότητας αγροτικής προέλευσης.
Η μορφή του ιερέα που εμπνέει κάποια από τα νεανικά γραπτά του Παζολίνι είναι αυτή του ανθρώπου που είναι θαρραλέος, γιατί αγωνίζεται στο πλευρό των φτωχών, αλλά εσωτερικά αδύναμος, όπως είναι ανθρωπίνως φυσικό, αφού υπάρχει πάντα η σύγκρουση μεταξύ σάρκας και πνεύματος, την οποία κάθε εξωτερική, κοινωνική απαγόρευση κάνει ακόμη πιο τραυματική. Είναι οι σεξοφοβικοί κανόνες του εκκλησιαστικού δικαίου που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια υποκριτική ψυχολογία σε πολλούς ιερείς.
Ακόμη και ως νέος, θεωρούσε παράλογο το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, διότι η θρησκεία πρέπει να είναι κατάκτηση του ατομικού πνεύματος και όχι επιβολή από τα πάνω. Παθιάστηκε με την πολιτική ακριβώς με βάση ένα θρησκευτικό κίνητρο, τη μυστικιστική του ανάγκη να υπερβεί τα όρια ανάμεσα στον εαυτό του και τους «άλλους», ιδιαίτερα τους ταπεινότερους, πρώτα τους αγρότες του Φρίουλι και στη συνέχεια το ρωμαϊκό υποπρολεταριάτο. Έγινε μαρξιστής ξεκινώντας από έναν χριστιανισμό που εκτιμά την ανθρώπινη και επαναστατική μορφή του Ιησού (δεν πιστεύει ότι ο Χριστός είναι γιος του Θεού). Ένας αστός δεν θα μπορούσε διαφορετικά να προδώσει την τάξη του και να απαρνηθεί τα προνόμιά του, αν όχι για μια ηθική περίπτωση, για ένα λαϊκίστικο συναίσθημα (με την καλύτερη έννοια του όρου, δηλαδή ως αγάπη για τον λαό).
Πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά όχι για να προσευχηθεί ή να συμμετάσχει σε τελετουργίες, αλλά μόνο για να συγκεντρωθεί θρησκευτικά μπροστά στην καλλιτεχνική ομορφιά. Θεωρεί τον εαυτό του άθεο και αντικληρικό, αντίθετο με την Εκκλησία-θεσμό, την καταστροφή του κόσμου, από τότε που ο Άγιος Παύλος, με υπερβάλλοντα ζήλο, δημιούργησε τις εκκλησιαστικές ιεραρχίες, απαρνούμενος την ίδρυση μιας αυθεντικής θρησκείας, την οποία ο Παζολίνι εντοπίζει αντίθετα σε έναν ανιδιοτελή δεσμό μεταξύ ανθρώπων που αναφέρονται σε μια μυθική μορφή (τον Ιησού στην περίπτωση του Χριστιανισμού), η αφοσίωση στην οποία τους κάνει να λειτουργούν καλά.
Η Εκκλησία-θεσμός εργαλειοποίησε την ευαγγελική υποταγή, αρχικά θετική επειδή ανέτρεψε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που βασιζόταν στη δουλεία, για τους σκοπούς της εξουσίας και του ελέγχου των μαζών. Ο κλήρος κρατάει τον λαό σε μια υποταγή που όμως είναι παθητικότητα και άγνοια. Ακόμη και ένας κοσμικός θεσμός, όπως ένα πολιτικό κόμμα, ζητά από τα μέλη του να απαρνηθούν πολλές κινήσεις της καρδιάς, μια αναγκαία παραίτηση για έναν μακιαβελικό τύπο πολιτικής: αυτό είναι παράδοξο αν το ζητά η Εκκλησία, της οποίας ο θεωρητικός δογματισμός μετατρέπεται σε μικροπρεπή πραγματισμό (συμμαχία με τους πολιτικούς και διαφθορά): η Ελπίδα και η Πίστη, χωρίς τη Φιλανθρωπία, είναι τερατώδεις.
Υπήρξε μια στιγμή στην ιστορία της Εκκλησίας που θα μπορούσε να είχε αναγεννηθεί, όταν ο Πάπας Ιωάννης έφερε μια ανάσα φρέσκου αέρα, θέτοντας τα θεμέλια για έναν διάλογο (που προκάλεσε και ο Παζολίνι με την ταινία του για το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) μεταξύ λαϊκών και πιστών. Ωστόσο όλα ανατράπηκαν με την έλευση της νέας καταναλωτικής δύναμης, η οποία σηματοδότησε το τέλος της θρησκείας, η οποία αντικαταστάθηκε από την εμμονή για τα περιττά αγαθά.
Ο Παύλος ΣΤ΄ είχε επίγνωση αυτού, του τέλους της θρησκείας, αλλά δεν είχε να συστήσει άλλο φάρμακο από το παράλογο της προσευχής. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Παζολίνι, η Εκκλησία θα έπρεπε να απαρνηθεί την εξουσία και να γίνει ηγέτης της αντίστασης σε αυτό το είδος της απάνθρωπης κοινωνίας που είναι η κοινωνία της περιττής κατανάλωσης. Θα πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της, στην εποχή του κηρύγματος του Χριστού και των μαθητών του. Θα πρέπει να απαρνηθεί την απολυταρχική κουλτούρα της και να αγκαλιάσει την ελεύθερη, αντιεξουσιαστική, διαρκώς μεταβαλλόμενη, αντιφατική, συλλογική και σκανδαλώδη κουλτούρα. Θα πρέπει να απορρίψει το Κονκορδάτο μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους. Αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει τίποτα από όλα αυτά προκειμένου να μη χάσει χρήματα και εξουσία. Υπάρχουν εκείνοι μέσα στην Εκκλησία που πραγματικά προσπαθούν να θέσουν αυτά τα προβλήματα και να δώσουν παρόμοιες λύσεις, όπως ο Dom Giovanni Franzoni, ο οποίος έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα από το Βατικανό.
Βλέπει με θετικό μάτι κινήματα προοδευτικών καθολικών όπως αυτό του don Milani, αλλά γνωρίζει ότι η Εκκλησία-θεσμός ανέκαθεν ενσωμάτωνε κάθε απόπειρα καινοτομίας, υποβιβάζοντάς την σε ένα ανεκτό μικρο-θεσμό εντός του μεγαλύτερου και ισχυρότερου θεσμού του Βατικανού. Θα έλεγε κανείς ότι οι άγιοι είναι φτιαγμένοι για να λατρεύονται από έναν ανώριμο λαό, ο οποίος ούτε καν διανοείται να τους μιμηθεί.
Όσον αφορά το θέμα της ανωριμότητας, το «Χάρτινο λουλούδι» (1967-9) είναι το σύντομο επεισόδιο του Παζολίνι στην ταινία «Αγάπη και θυμός», που γυρίστηκε από διάφορους σκηνοθέτες ξεχωριστά. Είναι εμπνευσμένο από την ευαγγελική ιστορία της συκιάς που καταράστηκε και ξαφνικά ξεράθηκε από τον Ιησού επειδή δεν είχε καρπούς (βλ. Ματθαίος 21:18-22). Ο πρωταγωνιστής είναι ένας υποπρολετάριος που ονομάζεται Ριτσέτο ο οποίος περπατά αμέριμνος στους δρόμους της Ρώμης. Ο Θεός του μιλάει, αλλά εκείνος δεν θέλει να τον ακούσει. Ο Θεός μιλάει ούτως ή άλλως και του λέει ότι δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος στα κακά του κόσμου, στους πολέμους και στην αδικία. Έτσι, αφού ο Ριτσέτο συνεχίζει να τον αγνοεί, τον κάνει να πεθάνει όπως ακριβώς έκανε ο Ιησούς με τη συκιά.
Ο Παζολίνι μισεί κάθε είδους δογματισμό, ακόμη και τον κοσμικό δογματισμό των ηθικιστών μαρξιστών. Αν σε θεωρητικό επίπεδο κάποιος είναι άκαμπτος και έχει σταθερούς κανόνες που πρέπει να ακολουθήσει, τότε στην πράξη επιτρέπει στον εαυτό του κάθε αυθαιρεσία και κυνισμό∙ διαφορετικά, μια αβέβαιη και ιστοριοποιημένη πίστη επιτρέπει στον άνθρωπο να προσπαθήσει ελεύθερα να εκφραστεί διατηρώντας την καλή πίστη, αποστρεφόμενος κάθε τακτικισμό και κυνισμό. Επιπλέον, ο Ιησούς συγχωρεί τις αναπόφευκτες αμαρτίες, οι οποίες προέρχονται από το ασυνείδητο, μάλιστα όχι μόνο αναπόφευκτες αλλά και απαραίτητες για την ωρίμανση: αυτό που δεν συγχωρεί είναι η κακή πίστη, όπως έκανε με τους Φαρισαίους.
Σε όσους του αντιτείνουν ότι ο μαρξισμός και ο χριστιανισμός είναι ασύμβατοι, μας υπενθυμίζει ότι ο μαρξισμός δεν πρέπει να είναι μια ιδεολογία που καθορίζεται μια για πάντα, αλλά ευμετάβλητη, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της επιστήμης, η οποία τον 20ό αιώνα κατέρριψε τον αθεϊσμό που προέκυπτε αναγκαστικά από την υλιστική θεώρηση του θετικισμού του 19ου αιώνα. Τώρα η επιστήμη δεν μπορεί να πει αν ο Θεός υπάρχει ή όχι. Τα πάντα είναι υπό αμφισβήτηση. Ο Μαρξ ήταν λαμπρός στην πολιτική οικονομία, αλλά δεν κατάλαβε ότι η θρησκεία μπορεί να είναι μια απελευθερωτική δύναμη και όχι μόνο το όπιο των λαών για τον οποίο μιλούσε.
Η λογοκρισία του Βατικανού στις ταινίες του Παζολίνι αλλά και άλλων τον εξοργίζει πολύ, και τη θεωρεί ως παράνομη παρέμβαση της Εκκλησίας στις αποφάσεις των οργάνων του κράτους. Πλέον, βλέπει τη θρησκεία ως ένα θεσμικό πτώμα, ένα σύμπλεγμα τελετουργιών που δεν νιώθεται εσωτερικά και βιώνεται αντίθετα σε καταναλωτικό επίπεδο από τους πολίτες: τα Χριστούγεννα ως μια επιχείρηση-πανετόνι (τύπος ιταλικού γλυκού ψωμιού) και το Πάσχα ως μια Επιχείρηση-Περιστέρι (το Μη Βίαιο Σώμα Ειρήνης της Κοινότητας του Πάπα Ιωάννη XXIII). Κάθε αυθεντικά θρησκευτικό πνεύμα, όπως το δικό του, μπορεί να αναζητήσει το φως της δικαιοσύνης και της αληθινής ανθρωπιάς μόνο έξω από την επίσημη Εκκλησία.
Όταν το ’63 κατηγορήθηκε για το επεισόδιο «Το τυρί» στην ταινία RoGoPaG (από τα αρχικά των σκηνοθετών της: Rossellini, Godard, Pasolini και Gregoretti), το επεισόδιο κατασχέθηκε και του απαγγέλθηκε κατηγορία για δυσφήμηση της κρατικής θρησκείας: ο Παζολίνι, που καταδικάστηκε αρχικά σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών με αναστολή, αθωώθηκε στο Εφετείο, στη συνέχεια το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε την ποινή, ενώ δήλωσε ότι το έγκλημα «εξαλείφθηκε λόγω αμνηστίας». Άλλο ένα παράλογο κεφάλαιο στην ιστορία της ιταλικής δικαιοσύνης και στην προσωπική ιστορία του συγγραφέα.
Περιπέτειες είχε επίσης και για μια άλλη ταινία, το «Θεώρημα», όπου υποδύθηκε έναν νεαρό θεό που διαταράσσει την ύπαρξη μιας αστικής οικογένειας. Πέρα από τις ερωτικές σκηνές της ταινίας, πιστεύουμε ότι η εκκλησιαστική σεξοφοβία, προερχόμενη από τον Άγιο Παύλο, δεν επιτρέπει σε έναν θεό να κάνει έρωτα…
Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η πνευματιστική αναβίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Σαϊεντολογία και οι νέες μορφές αναρχικής και αντι-καταναλωτικής διαμαρτυρίας, τον άφησαν άναυδο, καθώς θεωρούσε ότι ήταν μορφές που ενσωματώνονταν επίσης από τον παμφάγο νεοκαπιταλισμό και έτσι έπαιζαν τελικά στα χέρια της δεξιάς αντίδρασης.
Ο Άγιος Παύλος (ένα σχέδιο, μεταξύ 1968 και 1974, για μια ταινία που δεν γυρίστηκε) μεταφέρει την ιστορία του κηρύγματος του Αποστόλου των Εθνών στον 20ό αιώνα, ξεκινώντας από το Παρίσι τα έτη 1938-44, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής: Ο Παύλος είναι ένας δωσίλογος που ανήκει στην πλούσια αντιδραστική αστική τάξη, φανατικός και αφελώς σκληρός, με μια δόση απελπισίας στην ψυχή του, η οποία θα τον οδηγήσει να μεταστραφεί στο δρόμο προς τη Βαρκελώνη, καλούμενος από τον Ιησού∙ θα γίνει χριστιανός και απόστολος, όπου οι χριστιανοί ισοδυναμούν με τους αντάρτες της Αντίστασης.
Τα λόγια του αγίου είναι τα ίδια με εκείνα των Επιστολών του. Η επικαιροποίηση της ιστορίας έχει σκοπό να σημαίνει ότι ο Παύλος είναι σύγχρονος μαζί μας, τόσο ως άγιος (και εδώ η κρίση του Παζολίνι είναι θετική, στο βαθμό που ο εκκολαπτόμενος χριστιανισμός καταστρέφει τη ρωμαϊκή δουλοκτητική κοινωνία) όσο και ως οργανωτής της εκκλησίας (και εδώ η κρίση, αντίθετα, είναι αρνητική, επειδή η κατεστημένη θρησκεία είναι υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με την εξουσία και να γίνει υποκριτική). Λέει ο Παύλος:
«Το δικό μας είναι ένα οργανωμένο κίνημα…. Κόμμα, Εκκλησία… πείτε το όπως θέλετε. Έχουν δημιουργηθεί και θεσμοί ανάμεσά μας, οι οποίοι πολέμησαν και πολεμούν τους θεσμούς. Η αντιπολίτευση είναι ένα άβατο. Αλλά σε αυτό το μεταιχμιακό στάδιο προοιωνίζουμε ήδη τους κανόνες που θα κάνουν την αντιπολίτευσή μας μια δύναμη που θα πάρει την εξουσία: και ως τέτοια θα είναι το καλό όλων μας. Πρέπει να υπερασπιστούμε αυτό το μελλοντικό καλό όλων, αποδεχόμενοι, ναι, ακόμη και να είμαστε διπλωματικοί, επιδέξιοι, επίσημοι. Αποδεχόμενοι να σιωπήσουμε για πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, να μην κάνουμε πράγματα που πρέπει να γίνουν ή να κάνουμε πράγματα που δεν πρέπει να γίνουν. Μη λέγοντας, υπονοώντας. Να είμαστε έξυπνοι. Να είμαστε υποκριτές. Να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε τις παλιές συνήθειες που αναβιώνουν μέσα μας και στους οπαδούς μας – τον παλιό αδιόρθωτο άνθρωπο, τον κακό, τον μέτριο, τον παραιτημένο από το ελάχιστο, που έχει ανάγκη από επιβεβαίωση και από καθησυχαστικές συμβάσεις. Γιατί δεν είμαστε μια λύτρωση, αλλά μια υπόσχεση λύτρωσης. Ιδρύουμε μια Εκκλησία». (Παζολίνι Πιέρ Πάολο, Σημειώσεις για μια ταινία για τον Άγιο Παύλο, στο Για τον κινηματογράφο, τόμος δεύτερος, Mondadori, Μιλάνο, 2001, σ. 1974)
Ήταν ο Σατανάς που μιμήθηκε τη φωνή του Θεού και έστειλε τον Παύλο να ιδρύσει την Εκκλησία. Απόδειξη αυτού είναι όλα τα εγκλήματα που έχει διαπράξει ο θεσμός αυτός σε όλη την ιστορία: εγκληματίες πάπες, συμβιβασμοί με την εξουσία, καταχρήσεις, βία, καταπίεση, άγνοια, δογματισμός και τέλος το πιο σοβαρό έγκλημα, δηλαδή η παθητική αποδοχή της αλλόθρησκης καταναλωτικής εξουσίας που δεν ξέρει τι να κάνει με τη θρησκεία και την ηθική και υποβιβάζει την Εκκλησία σε φολκλόρ, την οποία τη σέβεται μόνο ως πολιτικό σύμμαχο και οικονομική δύναμη.
Το αυθεντικά θρησκευτικό μήνυμα του Παύλου (για την αγιότητα) δεν το δέχεται άλλωστε κανείς, και όποιος το δέχεται είναι είτε ο ίδιος άγιος είτε υποκριτής που το δέχεται μόνο φαινομενικά∙ οι διανοούμενοι, δεξιοί και αριστεροί, με τον ορθολογισμό τους, δεν έχουν καταλάβει τίποτα από τη θρησκεία, αγνοώντας ότι η αληθινή σοφία προέρχεται από τον Θεό, που δίνεται ως βραβείο σε όσους ζουν συγκεκριμένα με αγάπη. Ο παζολινικός Παύλος προορίζεται να σκοτωθεί από έναν εκτελεστή στη νεοκαπιταλιστική Νέα Υόρκη, η οποία αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη εκδοχή της αρχικής ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας της εποχής στην οποία έζησε ο άγιος. Η εξουσία δεν αλλάζει ποτέ ουσία, είναι πάντα αδίστακτη, όποιο όνομα κι αν δίνει στον εαυτό της, και καταλήγει πάντα να σκοτώνει με χίλιους τρόπους όσους της αντιτίθενται.
Σε μια πνευματική οιονεί διαθήκη, που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, γράφει:
«Οποιαδήποτε επίσημη θρησκεία, με την έννοια ότι ο θεσμός της έχει γίνει επίσημος, όχι μόνο είναι περιττή για να βελτιώσει τον κόσμο, αλλά τον κάνει ακόμη και χειρότερο». ([Σχεδόν μια διαθήκη], στο περ. Gente, 17 Νοεμβρίου 1975, τώρα στο Δοκίμια για την πολιτική και την κοινωνία, Mondadori, Μιλάνο, 2005, σ. 856)
«Για πρώτη φορά αυτούς τους τελευταίους μήνες [του 1975] συνέλαβα με κάποιο τρόπο μια ιδέα, αν και ιμμανεντιστική, εμμανιστική και επιστημονική, για τον Θεό. […] η πραγματικότητα είναι μια γλώσσα! Πρέπει να κάνουμε τη σημειολογία της πραγματικότητας, άλλη από εκείνη του κινηματογράφου! Αλλά αν η πραγματικότητα μιλάει, ποιος είναι αυτός που μιλάει και σε ποιον μιλάει; Η πραγματικότητα μιλάει στον εαυτό της: είναι ένα σύστημα σημείων μέσω του οποίου η πραγματικότητα μιλάει στην πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι σπινοζικό; Αυτή η ιδέα της πραγματικότητας δεν μοιάζει με εκείνη του Θεού;».