Λίγο πριν από την πρεμιέρα του «Γυρισμού» στο ΚΘΒΕ ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει για το διάσημο έργο του Πίντερ αλλά και για τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξάνδρεια.
Νοσταλγεί την παραλία Κορνίς της Αλεξάνδρειας του Τσίρκα και του Ντάρελ, όπως νοσταλγεί κανείς τον μύθο της πόλης που γεννήθηκε. Και κάθε φορά που επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία μεγάλωσε κι έκανε τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, «είναι σαν να μην έχει φύγει ποτέ», όπως λέει. Φέτος, έπειτα από σκηνοθετική απουσία δεκαοκτώ ετών, επιστρέφει με τον «Γυρισμό» του Χάρολντ Πίντερ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το επέλεξε γιατί αγαπάει τον καφκικό ρεαλισμό του νομπελίστα συγγραφέα και γιατί, όπως είπε ο Πίντερ όταν ρωτήθηκε, «αφορά την αγάπη και την έλλειψη της αγάπης».
Ο Πέρης Μιχαηλίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Η διαδρομή του στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα για δεκαετίες έχει αποδείξει το ταλέντο του –ερμηνευτικό και σκηνοθετικό– αλλά και τη στάση του απέναντι στην τέχνη και τη ζωή. Ποτέ υπερφίαλος ή κυνηγός της επιτυχίας με κάθε κόστος, πάντα βαθιά πολιτικός, ευαίσθητος, ιδιοσυγκρασιακός, διφορούμενος και ευθύβολος μαζί, βαδίζει τον δρόμο του χωρίς να βάζει νερό στο κρασί του.
Η επιλογή του έργου συμπίπτει με τον δικό σας «γυρισμό» στη Θεσσαλονίκη. Ποια είναι τα συναισθήματά σας;
Ο γυρισμός είναι μια βαριά λέξη σε σχέση με την επιστροφή. Εχω αέναες επιστροφές στην πόλη που μεγάλωσα μετά την Αλεξάνδρεια. Κάθε φορά που επιστρέφω είναι μια στεναχώρια για την πόλη που άφησα φεύγοντας το ’85. Η Θεσσαλονίκη εκσυγχρονίζεται αλλά κουβαλάει μαζί της και τα επίθετα με τα οποία τη στόλισε η περίοδος των lifestyle περιοδικών, όπως η «ερωτική πόλη», που μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλούν. Η πόλη έχει τους δικούς της ρυθμούς και βιώνει το παρελθόν στο πρόσωπο μερικών ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών γενικά, ως των τελευταίων μαρτύρων αυτής της πόλης που υπήρξε και –αν δεν ζουν κλεισμένοι στα σπίτια τους– τους συναντάς στο καφέ De Facto και το Ντορέ. Η επιστροφή μου στο ΚΘΒΕ –που φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια σχέσης και αναφοράς μου σ’ αυτό– μου δίνει την αίσθηση ότι ποτέ δεν έφυγα. Η συγκίνηση περισσεύει, γιατί κάθε φορά συναντώ ανθρώπους που τους γνωρίζω χρόνια και μοιράζομαι μαζί τους τις ιστορίες αυτού του θεάτρου που είναι τόσες, μια ζωή ολόκληρη.
Σε μια εποχή που η βία έχει κανονικοποιηθεί και οι γυναικοκτονίες έχουν γίνει καθημερινότητα, γιατί επιλέξατε αυτό το πρώιμο έργο του Πίντερ;
Ο «Γυρισμός», μαζί με το «Πάρτι γενεθλίων», εγκαινιάζει την κρυμμένη βία στον αγαπημένο του χώρο, το «Δωμάτιο», που είναι και το πρώτο του έργο. Στον «Γυρισμό» ο βασικός ρόλος, ο Μαξ, εκτοξεύει προς τους θεατές συντεταγμένα και απόλυτα όλη τη «φιλοσοφία» και το λεξιλόγιο της πατριαρχίας διανθισμένο με ακραίο μισογυνισμό και σεξισμό. Στο δωμάτιο του «Γυρισμού» –που είναι και το μοναδικό σκηνικό του έργου– εκκολάπτονται και εκφέρονται με διάφορους τρόπους όλες οι εδραιωμένες απόψεις κι οι εμμονές που μπορούν να οδηγήσουν στη λεκτική κακοποίηση μιας γυναίκας γιατί τολμάει να έχει συναισθήματα, γνώμη κι εντέλει να διαθέτει τον εαυτό της όπως εκείνη επιθυμεί. Ενα έργο γραμμένο το ’65 με αρνητικούς ήρωες θέτει ζητήματα που αφορούν τη σημερινή κοινωνία, την πατριαρχία και τη θέση της γυναίκας. Εχουν γραφτεί πολλά για τη θέση της Ρουθ στο έργο του Πίντερ. Εχει αναφερθεί πως η ηρωίδα δεν εκπροσωπεί τη γυναικεία αυτοδιάθεση, ωστόσο προσωπικά είμαι κοντά στην άποψη –κι αυτό υποστηρίζω σκηνοθετικά– ότι η Ρουθ επιβάλλει τους δικούς της όρους στη μάχη της με την ανδροκρατούμενη οικογένεια.
Το έργο πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στην εποχή μετά το #MeToo λόγω της έντονης σεξουαλικοποίησης της μοναδικής γυναίκας του έργου. Ποια είναι η δική σας θέση σε αυτό;
Θεωρώ ότι το έργο μπορεί να εγγράφεται στο θέατρο του παραλόγου, ωστόσο λειτουργεί ως «εικόνα μπούμερανγκ» σύμφωνα με τον Μπρεχτ, δηλαδή εμφανίζονται στους θεατές ακραία αρνητικοί ήρωες που δημιουργούν απώθηση και μέσα από αυτήν τη διαδικασία έρχεται η κάθαρση που αναζητά ο θεατής. Ο Πίντερ, με πρόσχημα ένα καλογραμμένο έργο απολύτως ρεαλιστικό, αναζητά κάτω από την επιφάνεια των λέξεων τα κρυμμένα πάθη, τα ένστικτα, τους φόβους και τις ενοχές που κρύβουν οι ήρωες. Η ιστορία είναι απλή. Στο σπίτι μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς στο βόρειο Λονδίνο, όπου κατοικούν ένας συνταξιούχος χασάπης με τον αδελφό του που είναι σοφέρ σε λιμουζίνες και τους δυο γιους του, «εισβάλλει» από την Αμερική ο πρωτότοκος γιος του, καθηγητής φιλοσοφίας, με τη σύζυγό του. Η οικογένεια επιτίθεται λεκτικά στη σύζυγο, την οποία ο πατέρας χαρακτηρίζει πόρνη, όπως άλλωστε και τη γυναίκα του που έχει πεθάνει. Η σκηνοθεσία προσεγγίζει το έργο ακριβώς όπως είναι. Ο Πίντερ, με τον βαρύ πολιτικό ακτιβισμό του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν θα μπορούσε παρά να υπεραμύνεται τη θέση της γυναίκας. Η παράσταση προσεγγίζεται με την αισθητική του φιλμ νουάρ, αναδεικνύοντας το σασπένς που υπάρχει στο έργο με την καφκική ατμόσφαιρα που τόσο επηρέασε τον συγγραφέα στη δημιουργία των ρόλων και του έργου του συνολικά.
Τι σημαίνει «κωμωδία της απειλής», όπως χαρακτηρίζεται το έργο;
Ο κόσμος του Πίντερ, σαγηνευτικά μαγικός, συνδυάζει το κωμικό με το τραγικό και ο τραγέλαφος του γκροτέσκου, προσφιλής θεατρική τεχνοτροπία του θεάτρου του παραλόγου με τις παύσεις και τις σιωπές, συνθέτουν τα βασικά υλικά της γραφής του συγγραφέα. Τέλος, ο συχνά επαναλαμβανόμενος λόγος, οι εφιαλτικές παύσεις που περιέχουν κρυμμένες εμμονές κι απωθημένα και οδηγούν σε ατέρμονες συγκρούσεις δημιουργούν την αίσθηση της κρυμμένης απειλής σαν έναν πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.
Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο πολύ το θέατρο του παραλόγου, όπως έχετε πει;
Ηταν το ρεύμα που γεννήθηκε στο Παρίσι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο κόσμος βίωσε τη φρίκη αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης. Οι συγγραφείς αναζήτησαν μια νέα γλώσσα ή θεώρησαν αναγκαία την κατάργησή της κατακερματίζοντας τον καθημερινό λόγο, όπως ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ κ.λπ. Αλλά και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού με τους Γκόμπροβιτς, Βίτκεβιτς, Μπρόζεκ αναζητήθηκε ένας υπαινικτικός λόγος. Ο Πίντερ με τον ιδιότυπο ρεαλισμό στα έργα του δημιούργησε ένα δικό του στιλ και ο λόγος του, τραχύς, βαθιά ρεαλιστικός, με συγκρούσεις και παύσεις, συνθέτει το ιδιόμορφο είδος που του έχει αποδοθεί ως Pinteresque. Το θέατρο του παραλόγου με πυλώνες τον Σαρτρ και τον Καμύ, με διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, εξέφρασε το παράλογο της ύπαρξης, τη βεβαιότητα του θανάτου, την αποξένωση, τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή δεν έχει νόημα κι έτσι ο άνθρωπος οδηγείται να ζήσει ελεύθερος. Σήμερα στη δυστοπία που βιώνουμε τα κείμενα του θεάτρου του παραλόγου είναι απολύτως επίκαιρα, ο λόγος των Μπέκετ, Πίντερ αλλά και τα κείμενα των Χάξλεϊ και Οργουελ καταγράφουν και προβλέπουν την επέλαση του κακού.
Τι είναι αυτό που νοσταλγείτε από τη γενέθλια πόλη της Αλεξάνδρειας;
Η νοσταλγία είναι παντοτινή κι ο αέρας της Κορνίς –η ατελείωτη παραλία της Αλεξάνδρειας– με τη μυρωδιά από το ιώδιο της θάλασσας και το ψημένο καλαμπόκι σε μεθάει και ο «Ξένος» του Καμύ σε οδηγεί σε κείνο το μπαρ που ξενυχτάει.
INF0
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος Από Τετάρτη έως Κυριακή στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών