Μια σταχυολόγηση αποσπασμάτων από συνεντεύξεις και κείμενα του Περικλή Κοροβέση, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή.
Πολυγραφότατος και πολιτικά δραστήριος μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν ξέχασε ποτέ τα βασανιστήρια που υπέστη από τη χούντα. Στη συνέντευξη που είχε δώσει στο andro.gr (21/02/2020) είχε απαντήσει σε ερώτηση του Διονύση Μαρίνου σχετικά με το αν συγχωρεί τους βασανιστές του «Δεν τους συγχωρώ. Αν το κάνω σημαίνει ότι τους δίνω το ελεύθερο να το ξανακάνουν. Δεν θέλω να τους εκδικηθώ, θέλω να τους αναλάβει η Δικαιοσύνη. Πρέπει να πληρώσουν και δεν πλήρωσαν. Τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται. Μπορεί να έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, αλλά όχι για τους εγκληματίες πολέμου. Το θεωρώ σωστό όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να υπάρχει η αίσθηση ότι αργά ή γρήγορα θα το πληρώσουν. Να υπάρχει η έννοια της Δικαιοσύνης. Να ξέρει ο άλλος ότι όταν χτυπάει ένα μικρό αγόρι ή βάζει ξύλο στα γεννητικά όργανα μιας κοπέλας, αυτό που κάνει είναι παράνομο. Θα το πληρώσει, δεν είναι κυρίαρχος να κάνει ό,τι θέλει».
Τις εμπειρίες του από τη φυλακή και τα βασανιστήρια είχε περιγράψει στο πρώτο και πιο γνωστό του βιβλίο του, τους «Ανθρωποφύλακες» (1969), το οποίο αρχικά κυκλοφόρησε κρυφά, αλλά αργότερα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Όταν είχε ρωτηθεί από τον Αντώνη Ντινιακό για το vice.gr (30/01/2018) πώς πείστηκε να το γράψει είχε απαντήσει: «Η αλήθεια είναι πως οι Ανθρωποφύλακες θα μπορούσαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ, αν δεν με είχε πείσει ο “Πάμπλο”, κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης. Εγώ δεν πίστευα πως έχω κάτι παραπάνω να πω. Όπως είχαν βασανιστεί τόσοι και τόσοι, έτσι είχα βασανιστεί και εγώ. Μου έβγαλαν κάποια στιγμή ένα πλαστό διαβατήριο, για να το “σκάσω” στη Γενεύη. Δεν ήξερα τότε ποιος μου είχε φτιάξει το διαβατήριο. Όταν έφτασα στην Ελβετία, έρχεται ο Πάμπλο και μου δίνει μια καινούρια ταυτότητα και μου λέει την επόμενη μέρα να συναντηθούμε σε ένα μουσείο. Πράγματι, πήγα και με περίμενε μπροστά σε έναν πίνακα. Παριστάναμε τους επισκέπτες και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μου είπε: “Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για τα όσα έζησες στα κρατητήρια. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στην Ελλάδα”. Εγώ δεν ήμουν σίγουρος, είχα δεύτερες σκέψεις, από την άποψη πως τόσες χιλιάδες είχαν περάσει από την ΕΣΑ, τι διαφορετικό θα είχε η δική μου μαρτυρία; Εκείνος επέμενε: “Δεν έχει σημασία, ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια που βγαίνει μέσα από τα κρατητήρια είναι σημαντική για τον υπόλοιπο κόσμο, έστω και δύο χαστούκια να έχεις φάει, πρέπει να γραφτεί. Να μάθουν όλοι για τα βασανιστήρια της Χούντας”. Πείστηκα και του είπα, “Εντάξει, θα το κάνω”».
Διαβάστε επίσης: Πέθανε ο Περικλής Κοροβέσης
Το βιβλίο το οποίο θα γινόταν παγκόσμιο μπεστ-σέλερ, θα εντασσόταν στα κλασικά βιβλία του είδους και θα έμπαινε στην ανθολογία για το φαινόμενο των βασανιστηρίων της Διεθνούς Αμνηστίας. Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης που κυκλοφόρησε το 1994 έγραφε μεταξύ άλλων: «Στην εποχή μας, που δεσπόζουσα θέση έχουν οι θεωρίες “περί τέλους της Ιστορίας” και “τέλους των Ιδεολογιών”, έχει διαμορφωθεί μια πλάνη που όλο και εξαπλώνεται με τη βοήθεια των ΜΜΕ. Αυτή την κατάσταση, που θέλει να αποδείξει πως ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει εκτός ιστορίας, αλλά εντός αγοράς, θα μπορούσαμε να τη λέγαμε α-ιστορία. Πράγμα που σημαίνει πως τα πράγματα είναι δεδομένα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τ’ αλλάξει. Η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια. Είναι τόσο παλιά όσο και η εξουσία, μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή ασήμαντη, κεντρική ή απόκεντρη. Η οποιαδήποτε εξουσία πιστεύει πως θα μείνει για πάντα στην ίδια θέση. Αλλά για να μείνει στην ίδια θέση, πρέπει και η κοινωνία να μείνει ακίνητη. Δηλαδή να μην αποτελεί μέρος μιας ιστορικής πορείας. Κατ’ επέκταση λοιπόν η Ιστορία τελειώνει μπροστά στην εξουσία και μαζί της τελειώνουν και οι ιδεολογίες που στηρίζονται σε μη εξουσιαστικές ιδέες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι η εξουσία –και μόνο αυτή- που έχει το δικαίωμα να κατευθύνει τα πράγματα προς τον επιθυμητό της στόχο. Όποιος δεν συμφωνεί, δεν έχει παρά να πεισθεί πως δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα».
Για την ιδέα της επανάστασης ο Περικλής Κοροβέσης είχε πει σε συνέντευξή του στον Θοδωρή Αντωνόπουλο για το lifo.gr (28/4/2018): «Οι επαναστάσεις και οι επαναστάτες δεν θα εκλείψουν ποτέ όσο υπάρχει αδικία και καταπίεση. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα στην Ιστορία. Για την ακρίβεια, τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν ήδη! Εγώ, ας πούμε, λόγω των ιδεών μου, νιώθω πως ζω ήδη στη μελλοντική κοινωνία. Ουτοπικό; Μπορεί. Στ’ αρχίδια μου! Χαίρομαι πάντα σαν βλέπω μια μικρή πρασινάδα να αγωνίζεται να ριζώσει στο τσιμέντο, αύριο μπορεί να γίνει δάσος, κάνοντας τη μοναξιά της θρίαμβο – έτσι βλέπω και τις προσπάθειές μας. Βλέπω, έπειτα, να βγαίνουν ωραία κείμενα, βιβλία, ταινίες, καλλιτεχνικές δημιουργίες, κάτι κινείται. Ας γίνουν οι ταλαντούχοι ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και χορευτές το αλάτι της χώρας και της γης ολόκληρης, εκείνοι που θα δώσουν σχήμα και ζωή στην επανάσταση, όταν αυτή ξεχυθεί στους δρόμους».
Όταν ρωτήθηκε από την Κρυσταλία Πατούλη για το tvxs.gr (25/05/2019) με ποιο γνώμονα θα επέλεγε αυτούς που θα ψήφιζε στις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές του 2019 είχε απαντήσει: «Παρόλο που δε δίνω καμία σημασία στην ψήφο, ψηφίζω πάντα. Γιατί ακόμα κι αυτή η ελάχιστη ευκαιρία πρέπει να αξιοποιηθεί. Θα ψηφίσω αυτούς που παραμένουν δραστήριοι στο δρόμο, και όχι στα παράθυρα της τηλεόρασης. Δηλαδή, όσους π.χ. κινούνται με τους πλειστηριασμούς για να μη γίνουν εξώσεις, ή που δημιουργούν κινήματα αλληλεγγύης στους μετανάστες, αυτοί που ασχολούνται με το περιβάλλον, αυτοί που είναι εναντίον των εξορύξεων των υδρογονανθράκων. Δηλαδή, θα ψηφίσω αυτούς που κινούνται στην κοινωνία, δηλαδή τους ζωντανούς και ενεργούς πολίτες, και όχι τους πολιτικούς που θέλουν να παίξουν τους ηγέτες μας».
Στο άρθρο του με τίτλο «Κυβέρνηση ανθρωποφυλάκων» που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (28/12/2019) ο Περικλής Κοροβέσης έγραφε μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που καταδικάστηκε για συστηματική χρήση βασανιστηρίων. Και τιμωρήθηκε με τον ύψιστο εξευτελισμό που μπορεί να υποστεί χώρα: πετάχτηκε εκτός Συμβουλίου της Ευρώπης ως εγκληματική συμμορία βασανιστών. Θα μου πείτε, ήταν χούντα τότε. Σύμφωνοι. Αλλά το κράτος πάντοτε ήταν ελληνικό. Δεν ονομάστηκε “Χούντα Ελλήνων Χριστιανών” αλλά “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών”. Και το κράτος έχει συνέχεια, έστω κι αν αυτή είναι μια στυγνή δικτατορία. Η αστυνομία της χούντας ήταν η ίδια με την αστυνομία της Δημοκρατίας. Οπως και αυτή της Μεταπολίτευσης, με μερικές αλλαγές, συνέχισε την παράδοση. Επί της ουσίας οι βασανιστές έμειναν ατιμώρητοι. Και αισίως πήραν τα εφάπαξ τους και τις συντάξεις τους. Τα θύματά τους; Αλλα έμειναν ανάπηρα, άλλα υπέκυψαν και άλλα πληρώνουν τις συνέπειες των βασανιστηρίων μια ολόκληρη ζωή. Γιατί ο βασανισμός δεν σταματά όταν τελειώσει το μαρτύριο. Εχει επώδυνες επιπτώσεις στη ζωή του θύματος. Χρειάζεται ειδική θεραπεία για την αποκατάσταση της φυσικής και ψυχικής υγείας του. Δύο τέτοια κέντρα αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων που υπήρχαν στην Ελλάδα έκλεισαν. Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, κανένα θύμα βασανιστηρίων δεν αποζημιώθηκε ή υπέστη την ειδική θεραπεία που χρειαζόταν».
Σε συνέντευξή του στη Βασιλική Τζεβελέκου για την Εφημερίδα των Συντακτών (07/05/2017) είχε πει σχετικά με το θέμα των βασανιστηρίων: «Τα βασανιστήρια δεν τελειώνουν την ημέρα που βγαίνεις από τη φυλακή. Τα κουβαλάς συνέχεια, χρειάζεσαι στήριξη, γι’ αυτό είχα πει να δημιουργηθούν κέντρα βασανιζόμενων. Το θέμα είναι να μη σε πληγώνει, να λειτουργείς όπως το στρείδι που έναν κόκκο άμμου τον κάνει μαργαριτάρι».