Οταν ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Αλεξ Μπέλος μετακόμισε στο Ρίο για τετραετές μακροβούτι στον μεγαλόκοσμο του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου για να αντλήσει το υλικό που το 2002 έγινε επικό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Futebol» άκουγε παντού την ίδια φράση: «Οχι, ο Πελέ δεν ήταν ο κορυφαίος όλων των εποχών. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που γεννήθηκε ποτέ στη Βραζιλία ήταν κάποιος άλλος»!
Αρχικά ο Μπέλος νόμισε ότι οι ντόπιοι τον κορόιδευαν για να δοκιμάσουν τις γνώσεις και τις αντοχές του. Η απάντηση όμως ήταν μονότονη όπως η βροχή στις φαβέλες: «O πρώτος των πρώτων ήταν ο Γκαρίντσα»! «Ο στραβοκάνης». «Ο άγγελος με τα στραβά πόδια». Αν ο Πελέ έζησε την προστατευμένη ζωή του φτασμένου ποδοσφαιριστή από τα 17 του με μια σειρά από στέμματα να του στολίζουν το κεφάλι, ο φτωχός Γκαρίντσα, που αποδήμησε από αυτό τον μάταιο κόσμο μόλις στα 49 του χρόνια, ήταν το βασανισμένο σύμβολο της φτωχολογιάς, ο απόκληρος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ο παρίας που γεννήθηκε για να ηττηθεί.
Η απέραντη Βραζιλία των αντιθέσεων, της φτώχειας και των αποσυνάγωγων δεν είχε χώρο για «βασιλιάδες» όπως ο Πελέ. Προσκύνησε και αποθέωσε τον τιτάνα που την οδήγησε στην κατάκτηση τριών παγκόσμιων τίτλων αρχειοθετώντας παντοτινά την ανυπόφορη κατάρα του 1950, αλλά δεν τον φώλιασε ποτέ βαθιά στην καρδιά της.
Μεσουράνησε ως «Μανέ» στα γήπεδα
Ο ήρωας του λαού ήταν ο αγράμματος ανθρωπάκος που γεννήθηκε με το όνομα Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος και μεσουράνησε στα γήπεδα με το παρατσούκλι «Μανέ»: ο Γκαρίντσα. Κατέκτησε μόνο δύο Μουντιάλ, το 1958 και 1962, αλλά το δεύτερο το πήρε μόνος του, όπως ο Ντιέγκο Μαραντόνα δυόμισι δεκαετίες αργότερα στο Μεξικό. Οταν ο Γκαρίντσα αποβλήθηκε από τον διαιτητή του ημιτελικού με τη διοργανώτρια Χιλή κινήθηκαν γη, ουρανός και βουνά για να μείνει ατιμώρητος και να παίξει στον τελικό. Ακόμη και ο πρόεδρος του ουδέτερου Περού τηλεφώνησε προσωπικά στους εμβρόντητους φιφαίους!
Ο Γκαρίντσα φόρεσε την κιτρινοπράσινη φανέλα στον τελικό κάτωχρος, άρρωστος με 39 πυρετό και με το ταλαιπωρημένο στομάχι γεμάτο ασπιρίνες. Η «σελεσάο» νίκησε την Τσεχοσλοβακία 3-1, ο «Μανέ» Γκαρίντσα κέρδισε το χρυσό αστέρι, οι εφημερίδες του Σαντιάγο σκάρωσαν πρωτοσέλιδα με ωσαννά για «τον άνθρωπο από άλλον πλανήτη» και το βαρύτιμο τρόπαιο φορτώθηκε στο αεροπλάνο για το Ρίο, στο οποίο ο Πελέ ήταν… λαθρεπιβάτης. Ο νεαρός σταρ είχε αποχωρήσει τραυματίας από τον δεύτερο αγώνα του Μουντιάλ και παρέμεινε παροπλισμένος μέχρι το τέλος του. Ωστόσο, ο 29χρονος Γκαρίντσα ήταν ήδη μέθυσος. Ο κόσμος ανήκε ήδη στον Πελέ, που είχε μόλις κλείσει τα 21 του.
Η ορχήστρα με τα δύο βιολιά πρωτόπαιξε τη γλυκιά της μουσική στον τρίτο αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1958 στη Σουηδία, όταν ο προπονητής Βισέντε Φεόλα υπέκυψε στο αίτημα των ποδοσφαιριστών: «Ασε τις βλακείες και βάλε μέσα τον Πελέ και τον Μανέ». Το προικισμένο δίδυμο είχε παρακολουθήσει από τον πάγκο τους δύο πρώτους αγώνες (3-0 με την Αυστρία, 0-0 με την Αγγλία), αλλά το αστείο σταμάτησε στις 15 Ιουνίου 1968 στη Σουηδία, απέναντι στα αγέλαστα «Σπούτνικ» της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρώτο τρίλεπτο του αγώνα, με τα δοκάρια των Γκαρίντσα, Πελέ και τις ατέλειωτες ντρίμπλες, με το γκολ του Βαβά στο 3΄, είναι μια απλησίαστη μέχρι σήμερα χορογραφία 180 μαγευτικών δευτερολέπτων. «Λέμε ότι ο Γκαρίντσα είναι κουτός και αργόστροφος, αλλά αυτός με τα κόλπα του μας έκανε να μοιάζουμε εμείς χοντρόπετσοι σαν βόδια και ιπποπόταμοι» υποκλίθηκε ο ευφράδης δημοσιογράφος Νέλσον Ροντρίγκες.
Οσοι διατήρησαν την ψυχραιμία τους μέσα στην παραζάλη πρόσεξαν κάτι σημαδιακό: εκείνη τη μέρα στο γκρίζο και ανυποψίαστο Γκέτεμποργκ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο γήπεδο η μαύρη Βραζιλία. Στην πρεμιέρα απέναντι στους Αυστριακούς ο Ντίντι πλαισιώθηκε στην ενδεκάδα από δέκα λευκούς. Ομως ο Πελέ ήταν κατάμαυρος με δέρμα εβένινο, ο δε Γκαρίντσα μουλάτος με αίμα αφρικανικό και ινδιάνικο. Η εθνική Βραζιλίας που ισοπέδωσε τους αμφιτρύωνες Σουηδούς με 5-2 στον τελικό δύο εβδομάδες αργότερα είχε πια στο πολυεθνικό DNA της τρεις μαύρους και δύο μιγάδες. Ο Πελέ και ο Γκαρίντσα άλλαξαν τον κόσμο σε 15 μέρες.
Καταπώς σημειώνει ο Αλεξ Μπέλος, τα ονόματα του Πελέ και του Γκαρίντσα ακούγονται συχνά στην ίδια ανάσα σαν ένα ντουέτο αχώριστων καλλιτεχνών που εξύψωσαν την τέχνη τους στα ουράνια. Με Πελέ και Γκαρίντσα δίπλα δίπλα βασικούς η Βραζιλία δεν ηττήθηκε ποτέ. Ποτέ! Αλλά οι Βραζιλιάνοι τους θυμούνται περισσότερο για τις διαφορές παρά για τις μεταξύ τους ομοιότητες. Δεν έμοιαζαν σε τίποτε και δεν ήταν καν φίλοι μεταξύ τους.
«Η χαρά του απλού ανθρώπου»
Ο Πελέ ήταν ο «βασιλιάς» με τα εκατομμύρια των υπηκόων, ενώ στην ταφόπλακα του Γκαρίντσα γράφει: «Η χαρά του απλού ανθρώπου». Ο Πελέ αντιμετωπίζεται στην πατρίδα του με θείο σεβασμό, ο Γκαρίντσα είναι αντικείμενο λατρείας. Μπροστά στην κάλπη το μυαλό λέει Πελέ, η καρδιά Γκαρίντσα. Ο αγαθούλης Γκαρίντσα με το μυαλό μικρού παιδιού ήταν ο απόλυτος ερασιτέχνης, ο καριερίστας Πελέ ο απόλυτος επαγγελματίας. Ο Γκαρίντσα έπαιζε για το κέφι του, ο Πελέ για τη δόξα.
Ο Πελέ ήταν το υπόδειγμα προς μίμηση, ο Γκαρίντσα το πρότυπο προς αποφυγή. Ο Πελέ ζούσε ζωή ασκητική, ο Γκαρίντσα μεθούσε και έσπερνε κουτσούβελα. Ο Πελέ μάθαινε από τους άλλους σαν σφουγγάρι, ο Γκαρίντσα ήταν αυτοδίδακτος και αυτοκαταστροφικός. Ο λαμπερός Πελέ είχε τέλειο σώμα αθλητή, ο μισερός Γκαρίντσα περπατούσε σαν στραβοκάνης κάβουρας.
Ο Πελέ είχε μάνατζερ και τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ ο Γκαρίντσα έκρυβε τα λεφτά του σε μια φρουτιέρα για να τα σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Ο Γκαρίντσα δεν είχε άποψη για τίποτε, ενώ ο Πελέ μιλούσε επί παντός επιστητού. Ο Πελέ έγινε μπίζνεσμαν και πολιτικός, ο Γκαρίντσα έπεσε από το τρύπιο δίχτυ και τσακίστηκε. Η ζωή του Γκαρίντσα υπήρξε πτύελο στο κατεστημένο. Ο Πελέ ήταν το κατεστημένο.
Η γραμμή που ενώνει τον Γκαρίντσα με τον Πελέ είναι η διαδρομή από τον βουβό κινηματογράφο στην έγχρωμη τηλεόραση: από την αδεξιότητα και τις θολές γραμμές στην απόλυτη πιστότητα και στα πολυκάναλα στούντιο. Τους αντιπάλους του στο γήπεδο ο Γκαρίντσα τους αποκαλούσε όλους ανεξαιρέτως «Ζοάο»: του φαίνονταν όλοι ίδιοι! Τις ομιλίες του προπονητή τις βαριόταν και διάβαζε Μίκυ Μάους. Ο Γκαρίντσα ήταν περισσότερο Μαραντόνα παρά Πελέ. Ο Πελέ ήταν περισσότερο Πούσκας και Μπεκενμπάουερ παρά Γκαρίντσα.
Η κοινή τους καριέρα ως διδύμου στην εθνική Βραζιλίας ολοκληρώθηκε στο τραυματικό Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, σε έναν αγώνα με τη Βουλγαρία στο Γκούντισον Παρκ του Λίβερπουλ. Η αποστολή επέστρεψε στη Βραζιλία δακτυλοδεικτούμενη και ο τελειωμένος από το ποδόσφαιρο Γκαρίντσα βυθίστηκε στην κατάθλιψη και στο αλκοόλ. Ο θάνατος της πεθεράς του σε ένα τροχαίο δυστύχημα που ο ίδιος προκάλεσε, όταν έριξε το αυτοκίνητό του πάνω σε ένα φορτηγό με ταχύτητα μόλις 80 χιλιομέτρων την ώρα, ήταν για τον κοσμαγάπητο «Μανέ» μια αβάσταχτη τραγωδία.
Η χαροκαμένη σύζυγός του, Ελσα, τον πήρε κουρελή μαζί της και μετακόμισε στη Ρώμη για να τον σώσει από το πιοτό και τη θλίψη: επαγγελματίας τραγουδίστρια η ίδια, άνεργος και ανειδίκευτος σε όλα ο παλαίμαχος αρτίστας της μπάλας. Ο περήφανος Γκαρίντσα δεν καταδεχόταν να ζητιανέψει τσιγάρα και κάπνιζε γόπες που μάζευε από το πεζοδρόμιο. Με τα πολλά, βρήκε δουλειά: πρεσβευτής μιας γνωστής μάρκας βραζιλιάνικου καφέ. Ούτε εκεί, όμως, στέριωσε. Εσφιγγε τα χέρια των αγνώστων και τους έλεγε ότι προτιμάει να πίνει κασάσα, το περίφημο «νερό της φωτιάς» της Βραζιλίας. Ποιος καφές, καημένοι…
Στις 20 Ιανουαρίου 1983 ο «άγγελος με τα στραβά πόδια», ο πιο προικισμένος ντριμπλέρ που είδαν ποτέ τα γήπεδα, ο μονάκριβος γιος της βραζιλιάνικης αλεγκρίας, πατέρας 13 παιδιών από τέσσερις ή πέντε διαφορετικές γυναίκες, άφησε την τελευταία του πνοή από κίρρωση του ήπατος, βυθισμένος σε κώμα από γιγάντιες δόσεις αλκοόλ. «Ηταν ο καλύτερος όλων» επιμένουν στην πατρίδα του. «Καλύτερος και από τον Πελέ». Και ας μην απέκτησε ποτέ το λούστρο του βασιλιά.