Χωρίς να είναι απαραίτητη η παρουσία συνηγόρων υπεράσπισης και κατηγόρων για το πεινασμένο στομάχι, εδώ υπάρχει μόνο μία ετυμηγορία: αθώος.
Στην περιοχή της πρωτεύουσας με τον απόλυτα κατασταλτικό χαρακτήρα (δεσπόζουν τα κτίρια του εφετείου, του Αρειου Πάγου και της ΓΑΔΑ) αναζητούμε το Αυτόφωρο, το ιστορικό κατάστημα εστίασης που φροντίζει ασταμάτητα κάθε μέρα –και όλη τη μέρα– τα στομάχια που διαμαρτύρονται.
Συναντήσαμε τον Γιώργο Αζάρ, ιδιοκτήτη και γαστρονομικό «δικαστή» του Αυτόφωρου, ο οποίος από το 1995 αποφασίζει και διατάσσει για τις συνταγές και τα μυστικά τους. Η κουβέντα μας ξεκίνησε από το όνομα του μαγαζιού το οποίο είχε δώσει ο πρώτος ιδιοκτήτης και ο ίδιος το κράτησε.
Κέφι για ζωή, φλερτ στα μπαρ και… ερωτικό ξύλο
Παρόλο που το Αυτόφωρο λειτουργεί όλη την ημέρα η συζήτηση επικεντρώνεται στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας η οποία πνέει τα λοίσθια τα τελευταία χρόνια. «Πλέον δεν υπάρχει νύχτα. Ακόμη και την Παρασκευή και το Σάββατο είναι πεσμένη η δουλειά. Και όσοι βγαίνουν το βράδυ για να διασκεδάσουν πηγαίνουν σε ένα και μόνο μαγαζί και αυτό με περιορισμένα χρήματα. Κάθονται δύο και τρεις ώρες με ένα ποτό και ελάχιστοι είναι αυτοί που θα έρθουν μετά για φαγητό».
Με θλίψη βλέπει νέα παιδιά να παίρνουν ένα μόνο πιάτο και να το μοιράζονται. «Πιο παλιά τα πράγματα ήταν αλλιώς. Υπήρχε η συνηθισμένη γύρα, πήγαιναν δηλαδή οι παρέες σε δύο και τρία μαγαζιά και κατέληγαν εδώ για να κλείσει η νύχτα με πατσά. Πολλοί μάλιστα έρχονταν από συνήθεια, χωρίς να πεινάνε απαραίτητα. Πολλά ζευγάρια επίσης, μετά το ψήσιμο και το φλερτ στα μπαράκια, έρχονταν εδώ για να δέσει το γλυκό. Γέμιζαν το τραπέζι με φαγητά και μπορεί απλώς να τσιμπούσαν ελάχιστα από το καθένα. Ηταν περίοδος που ο κόσμος είχε όχι μόνο λεφτά αλλά και πραγματικό κέφι για ζωή. Δουλεύαμε πάρα πολύ αλλά δεν κουραζόμασταν ποτέ». Συζητώντας για την περίοδο της κρίσης που έπληξε και τον πατσά, ο Γ. Αζάρ αναφέρεται στο οικονομικό αδιέξοδο: «Τα παλιά χρόνια πλήρωνα τριπλάσια στο κράτος από ό,τι τώρα αλλά είχα τακτοποιημένες τις υποχρεώσεις προς όλους. Σήμερα δίνω λιγότερα αλλά δεν ξέρω εάν στο τέλος του μήνα θα έχω τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες. Δεν υπάρχει ρευστό όχι μόνο για διασκέδαση αλλά και για θέματα επιβίωσης πολλές φορές».
Πολλές είναι οι ιστορίες που έχει βιώσει όλα αυτά τα χρόνια συναναστροφής τους με τους ιδιαίτερους πελάτες του. «Θυμάμαι ανθρώπους να έρχονται τόσο μεθυσμένοι έπειτα από διασκέδαση που να μη θυμούνται πού είναι η πόρτα από την οποία μπήκαν και να σπρώχνουν την τζαμαρία. Αλλοι έψαχναν τα αυτοκίνητά τους που ήταν ακριβώς έξω από το μαγαζί. Είχε έρθει ένα ζευγάρι και κάποια στιγμή αρχίζει να τσακώνεται πολύ άγρια. Βγαίνουν και οι δύο έξω κυριολεκτικά παίζοντας ξύλο και τους ακολουθήσαμε όλοι, πελάτες και προσωπικό. Μέχρι και ο αστυνομικός που ήταν στη σκοπιά απέναντι πέρασε τον δρόμο για να δει τι συμβαίνει και να τους χωρίσει. Λίγα λεπτά αργότερα μπήκαν αγκαλιασμένοι λέγοντας ότι κακώς ανακατευτήκαμε καθώς έτσι τους άρεσε, να παίζουν ξύλο μεταξύ τους».
Ο πατσάς θέλει υπομονή, αγάπη και περιποίηση
Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες, ηθοποιοί και τραγουδιστές έχουν περάσει την πόρτα του Αυτόφωρου. «Οσοι δούλευαν σε θέατρα και σε μπουζούκια πάντα περνούσαν από εδώ. Δεν είχα ποτέ παράπονο από κανέναν, ήταν όλοι διακριτικοί και ευγενικοί. Οι περισσότεροι πελάτες εξίσου διακριτικά τους αντιμετώπιζαν χωρίς να τους ενοχλούν στο φαγητό τους, παρόλο που εξαιρέσεις πάντα υπήρχαν». Εκτός από τους καλλιτέχνες πολλοί είναι και οι πολιτικοί που απολαμβάνουν τον πατσά του. «Ευτυχώς χωρίς να υπάρχουν κόντρες μεταξύ αυτών και των πολιτών. Το αστείο περιστατικό συνέβη με μια παρέα πολιτικών που είχαν πιει αρκετά και προσπαθούσαν να κάνουν σοβαρή συζήτηση με ένα διπλανό τραπέζι στο οποίο οι πελάτες ήταν επίσης μεθυσμένοι. Το αποτέλεσμα ήταν να γελάμε όλοι με τον τρόπο που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν». Πάντως «ο πατσάς μαζεύει όλο το φάσμα του λαού, δεν κάνει διαχωρισμό» καταλήγει.
Δεν θα μπορούσα να αποφύγω την ερώτηση ποιο είναι το μυστικό του πετυχημένου πατσά. «Θέλει υπομονή, αγάπη, προσοχή και περιποίηση. Είναι και ο λόγος που τον καλό πατσά τον έχουν πολλοί σαν πρωινό για να ξεκινήσει η μέρα τους. Τα τελευταία χρόνια έχει συνδυαστεί με το ξενύχτι. Αλλά –ευτυχώς για το μαγαζί– πολλοί πελάτες τρώνε πατσά το μεσημέρι. Είναι επίσης πολύ ευχάριστο ότι η νεολαία γνωρίζει και αγαπάει τον πατσά. Οι μεγάλοι τρώνε πατσά τη μέρα και τα νέα παιδιά το βράδυ».
Φωτογραφίες
Στέλιος Μισίνας/Eurokinissi