Το Documento απευθύνθηκε στον υπεύθυνο επικοινωνίας και μάρκετινγκ του Μουσείου Ηρακλειδών Παντελή Μήτσιου για να γράψει την άποψή του σχετικά με όσα συμβαίνουν στον χώρο των μουσείων εξαιτίας της πανδημίας
Τα µουσεία µπήκαν σε καραντίνα νωρίς. Θυµάµαι ήταν Παρασκευή 13 Μαρτίου όταν αποφασίσαµε µονοµερώς να κλείσουµε. Ηδη είχαµε έναν καταιγισµό ακυρώσεων επισκέψεων από σχολεία και οµάδες τουριστών και η ψυχολογία ανάµεσα στους συναδέλφους ήταν κακή. Για εµάς τότε δεν υπήρξε άλλη επιλογή. ∆εν τέθηκε καν άλλη πρόταση. Λίγες ώρες αργότερα ακολούθησαν οι ανακοινώσεις του υπουργείου Πολιτισµού που ήρθαν να επικυρώσουν την απόφασή µας.
∆εν ήταν µια απόφαση που µπορεί κανείς να πάρει εύκολα. Εκθέσεις των οποίων η προετοιµασία χρειάστηκε µήνες έπρεπε να ακυρωθούν, µεταφορές έργων από την άλλη άκρη της Ευρώπης έπρεπε να σταµατήσουν, εκδηλώσεις, οµιλίες, σεµινάρια, παιδικά εργαστήρια, όλα έπρεπε να µπουν αρχικά σε φάση προσωρινής παύσης και να ακυρωθούν οριστικά λίγο αργότερα. Πίσω από όλες αυτές τις γραµµές που διαβάζει κανείς υπήρχε χρόνος, έργο και προσπάθεια πολλών ανθρώπων και πίσω από κάθε απόφαση υπήρχαν άνθρωποι των οποίων η οικονοµική ζωή επηρεαζόταν δραµατικά. Καµία απόφαση δεν ήταν εύκολη.
Τα µουσεία προβλέπεται να ανοίξουν τρεις µήνες µετά την αναστολή λειτουργίας τους. Το µεγαλύτερο διάστηµα χωρίς δουλειά σχεδόν από όλες τις οικονοµικές δραστηριότητες. Σε ποιο άραγε τοπίο θα επανέλθουµε; Ο δικός µας χώρος, αυτός των ιδιωτικών χώρων πολιτισµού, βρίσκεται µπροστά σε µια ιδιαίτερη κρίση, τις συνέπειες της οποίας κανείς δεν µπορεί να προβλέψει. Στηριζόµενοι αποκλειστικά στα έσοδα από τα εισιτήρια και σε χορηγίες και δωρεές, βλέπουµε µία προς µία τις στρόφιγγες των πηγών εσόδων µας να κλείνουν. Τα σχολεία τουλάχιστον µέχρι το τέλος του 2020 δύσκολα θα επανέλθουν για να παρακολουθήσουν κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραµµα. Οχι γιατί θα απαγορευτεί –πράγµα που δεν γνωρίζουµε– αλλά επειδή πρακτικά και οικονοµικά δεν θα είναι συµφέρουσα ή διενέργειά του. Ο τουρισµός θα είναι δραµατικά µειωµένος και ο τουρίστας θα αποφύγει τις επισκέψεις σε κλειστούς χώρους και τον συγχρωτισµό µε άλλους. Παρόµοια για τους εντόπιους επισκέπτες. Οι χορηγοί, τέλος, θα προτιµήσουν –το έχουν ήδη κάνει– να διαθέσουν τα χρήµατά τους για την ενίσχυση του χώρου της υγείας και της περίθαλψης.
Σε αυτό το περιβάλλον θα πρέπει να επενδύσουµε χωρίς να εσοδεύουµε ώστε να έχουµε τη δυνατότητα να προσφέρουµε το έργο µας χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία του επισκέπτη, να δούµε στην πράξη τι σηµαίνει άυλο µουσείο, να επανατοποθετηθούµε στην έννοια «εικονική περιήγηση», δίνοντάς της πραγµατική αξία. Να επενδύσουµε ώστε οι χώροι µας να ικανοποιούν τα απαιτούµενα πρωτόκολλα υγείας και ασφάλειας, να φροντίσουµε ώστε οι πιθανοί επισκέπτες να αισθάνονται ασφαλείς στον µέγιστο βαθµό. Τα παραπάνω, επαναλαµβάνω, χωρίς έσοδα.
Με αυτές τις συνθήκες η επιβίωσή µας είναι ένα στοίχηµα που πρέπει να κερδηθεί. Ενα στοίχηµα που πρέπει να περιλαµβάνει τους εργαζόµενους και την πληθώρα των συνεργατών οι οποίοι επιχειρούν µαζί ή παράλληλα µ’ εµάς. ∆εν νοείται διαφορετικά η επιβίωση στον χώρο µας, τον χώρο του πολιτισµού.
Είναι όλα τα παραπάνω που µας κάνουν να είµαστε διστακτικοί απέναντι στις ανακοινώσεις του ΥΠΠΟΑ, που ήρθαν αργά, δείχνουν αναιµικές και καθυστερεί η όποια εξειδίκευση ή υλοποίησή τους ώστε να γνωρίζουµε αν θα περιµένουµε κάτι και τι θα είναι αυτό. Φοβάµαι ότι για µεγάλη µερίδα των εργαζοµένων στον πολιτισµό το µέλλον θα είναι ιδιαίτερα σκοτεινό και δυσοίωνο.
Στο Μουσείο Ηρακλειδών προτού προχωρήσουµε στον σχεδιασµό της επόµενης µέρας αποφασίσαµε να ρωτήσουµε το κοινό. Σχεδιάσαµε µια σύντοµη έρευνα, είκοσι µόλις ερωτήσεων. Στόχος µας ήταν να δούµε τη σχέση του κοινού µε τους χώρους πολιτισµού πριν, κατά τη διάρκεια και µετά την πανδηµία, την αντιµετώπιση των εικονικών περιηγήσεων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κάποιος θα µπορούσε να επισκεφτεί ένα µουσείο πριν από την εύρεση θεραπείας ή εµβολίου για την πανδηµία. Τέλος, µε την ευκαιρία, «φτιάξαµε» και την ταυτότητα του µέσου επισκέπτη. Σε αυτή θα ήθελα να αναφερθώ. Τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας θα είναι διαθέσιµα στο κοινό αργότερα, µετά την ανάλυσή τους.
Ο µέσος λοιπόν επισκέπτης των µουσείων, σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της δικής µας έρευνας, είναι γένους θηλυκού, ηλικίας περίπου 45 χρόνων, ανώτατης µόρφωσης, µε ένα παιδί και ετήσιο εισόδηµα ελαφρά πάνω από τις 10.000 ευρώ. Το ενδιαφέρον είναι ότι από το σύνολο των απαντήσεων που συγκεντρώσαµε, το 82% προήλθε από γυναίκες. Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι ο µέσος πολίτης είναι αβέβαιος για το οικονοµικό του µέλλον και δεν είναι πρόθυµος να ξοδέψει µε άνεση για ένα σεβαστό χρονικό διάστηµα.
Κάτω από αυτό το πρίσµα η στήριξη του πολιτισµού, των καλλιτεχνών και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας αποκτάει νόηµα και εξειδικεύεται. ∆εν αρκούν τα χειροκροτήµατα, δεν αρκούν οι ευχές, τα χτυπήµατα στην πλάτη. Χρειάζονται πόροι οι οποίοι θα κατευθυνθούν οργανωµένα και µε σχέδιο στον πολιτισµό. Τώρα. Οχι ύστερα από µήνες.