Ο συγγραφέας αποχαιρετά τον δάσκαλο.
Καλή αντάµωση, δάσκαλε. Αν µας δοθεί ο καιρός, ίσως κάνουµε τότε µια κουβέντα άλλης τάξεως, µε ανοιχτά χαρτιά, µιας κι εδώ πάνω δεν µας έφτασε σχεδόν µισός αιώνας συνοδοιπορίας να τα ξεκαθαρίσουµε όλα.
Τα πρώτα χρόνια από τη νεανική µου αιδηµοσύνη και τη δασκαλίστική σου αυστηρότητα στην ωριµότητα από ιδεολογικές και νοοτροπικές συγκρούσεις και επιλογές ζωής, ωστόσο όλα καλά, οι µοιραίες συναντήσεις στο διάβα καθενός δεν είναι πολλές, κι εκείνοι που συντυχαίνουµε δεν τους κάνουµε παραγγελία, ούτε την ίδια τη µάνα µας δεν διαλέγουµε, µα είναι πικρό να ανταµείβεται τόση άπλετη αγάπη µε υπολογισµένη µεζούρα. Αλλά η εξωτερίκευση της µικροψυχίας σου µάλλον θα ’πρεπε να ερµηνευτεί σαν µια επιθετική πόζα για όσα δεν αξιώθηκες αισθήµατα, για τους ανεπίδοτους έρωτές σου και σαν µια ρεβάνς για τη χλεύη που εισέπραξες στα χρόνια ιδίως της ρηξικέλευθης ποιητικής σου ορµής, για την απάρνηση και τον πόλεµο εναντίον σου γνωστών και αγνώστων, ανθρώπων της θρησκείας που πίστευες πως ήταν κάποτε δικοί σου («άλλο ο Χριστός και άλλο η εκκλησία» έλεγες), του θεσσαλονικιώτικου κατεστηµένου και της αστυνοµίας ηθών.
Συµπονώ και συµπάσχω αλλά είναι αντινοµία, βρε αδερφέ, ποιήµατα πανανθρώπινου ελέους και καταφύγια κατατρεγµένων απ’ τη µια, φθονερές κατακρίσεις, συχνά ανυπόστατες απ’ την άλλη. Μα όλα αυτά τα αρνητικά θα ξεχαστούν, θα µείνουν η εντιµότητα του πολυπλόκαµου έργου σου, η ασκητική αφοσίωση στην πόλη σου, το κύρος της τέχνης σου, το σπάνιο παράδειγµα ενός φτωχού λαϊκού δηµιουργού που δεν υπήρξε στιγµή αργυρώνητος. Λαµποκοπάνε τα αποφθέγµατά σου, διαµάντια που διατηρούν ατόφια τη συνέχεια του µεγαλείου των αρχαίων επιγραµµάτων.
Ζούσες σχεδόν ασκητικά, αν και η διάσταση απ’ τις λογής καταχρήσεις δεν σε προφύλαξε από µια πολυετή βάσανο κατάκλισης και αλαλίας. Ούτε και η επιθυµία σου πραγµατοποιήθηκε για την ηµεροµηνία της εξόδου σου («αλλοίµονό σου αν πεθάνεις Αύγουστο, µπορεί να µη βρεθεί άνθρωπος να σ’ ανάψει κερί»).
Τώρα κοντά στους πιο αγαπηµένους σου απ’ όλους, τον Καβάφη και τον Τσιτσάνη, ίσως νιώσεις καλύτερα, σου φύγουν τα σεκλέτια και κάπως ησυχάσεις. Εκεί και οι ρεµπέτες του ντουνιά σε καρτερούν, η Ρόζα, ο Μάρκος, ο Μεγαλέξανδρος, τα φαντάρια του Ρεζί Βαρδάρ και οι πρόθυµοι κόπροι του ’60 που χαρίζανε συνοπτική ηδονή χωρίς χρηµατικά ανταλλάγµατα.
Κάποιοι άλλοι σε κακοµεταχειρίστηκαν προς το τέλος. Ας όψονται. Ας φυλαγόσουν κι εσύ. Παρ’ όλα αυτά, να ξέρεις όµως πως η καρπερή θητεία σου στα γράµµατα, η αφειδής ποικίλη προσφορά σου στον πολιτισµό, η ευεργετική σου διδασκαλία σε πολλούς, αναγνώστες, οπαδούς και µαθητές σου, και προπαντός η µοναδική, αντισυµβατική ποίησή σου θα αστράφτουν αιώνια συντροφιά µε κάµποσα αγέρωχα, αθάνατα ρεµπέτικα, από εκείνα που λάτρεψες µε πάθος.
Αντίο, δάσκαλέ µας Ντίνο.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Θωμά Κοροβίνη