Ο Οράτιος Ουόλπολ και το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα

Με το «Κάστρο του Οτράντο» του Οράτιου Ουόλπολ εγκαινιάστηκε το 1764 η γοτθική μυθοπλασία η οποία υπήρξε ιδιαιτέρως δημοφιλής στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. 

Ο Ουόλπολ, Άγγλος βουλευτής των Ουίγων και αρχαιοδίφης (το νεότερο από τα έξι παιδιά του πρώτου πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, Σερ Ρόμπερτ Ουόλπολ) εμπνεύστηκε την ιστορία έπειτα από το ταξίδι που έκανε με τον φίλο του ποιητή Τόμας Γκρέι στη Γαλλία και την Ιταλία. Τόσο τον γοήτευσαν τα μεσαιωνικά μνημεία που επισκέφτηκε ώστε με την επιστροφή του στο Λονδίνο μετέτρεψε το σπίτι του στο Τουίκενχαμ σε μεσαιωνικό κάστρο, το περίφημο Στρόμπερι Χιλ. 

Το «Κάστρο του Οτράντο» γράφτηκε σε μια περίοδο παντοδυναμίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ενώ είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές στην καθημερινότητα οι αλλαγές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση. Στη σκέψη διαφαίνονταν ήδη οι νέες τάσεις που θα κυριαρχούσαν με το κίνημα του ρομαντισμού. Ο λυρισμός και η φαντασία που μέχρι τότε είχαν υποχωρήσει μπροστά στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, γνώρισαν νέα άνθηση. Σε αυτό το πλαίσιο εκφράστηκε η ανάγκη για υπενθύμιση πως ο άνθρωπος παρά τα επιτεύγματά του, πάντα θα αποτελεί μέρος της φύσης και όχι κυρίαρχό της. 

Στην πρώτη έκδοση του «Κάστρου του Οτράντο» αναφερόταν ότι επρόκειτο για μετάφραση βασισμένη σε ένα ιταλικό χειρόγραφο που δημοσιεύτηκε στη Νάπολη το 1529. Το χειρόγραφο αυτό υποτίθεται ότι είχε ρίζες στους Σταυροφόρους και είχε ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα στη βιβλιοθήκη «μιας παλιάς καθολικής οικογένειας της βόρειας Αγγλίας». Προκειμένου να γίνει πιστευτή αυτή η εκδοχή ο Ουόλπολ χρησιμοποίησε αρχαϊκό στυλ γραφής. 

Στη δεύτερη έκδοσή του το έργο χαρακτηρίστηκε από τον συγγραφέα γοτθική ιστορία. Η δράση εξελίσσεται στο Οτράντο, μια περιοχή στην Απουλία της Ιταλίας και αφορά την ιστορία του Μάνφρεντ, του άρχοντα της περιοχής και της οικογένειάς του. Όλα ξεκινούν τη στιγμή που ο Μάνφρεντ σχεδιάζει να παντρέψει τον γιο του Κόνραντ με την Ισαβέλα, την κόρη του μαρκήσιου της Βιτσέντζα. Ωστόσο, ο γιος του πεθαίνει από αιτία που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική. Ο θάνατός του θα είναι ο καταλύτης που θα απελευθερώσει όλο το σκοτάδι που κρύβεται στην ψυχή του Μάνφρεντ. 

Στο βιβλίο του Ουόλπολ συναντάμε για πρώτη φορά συγκεντρωμένα όλα τα μοτίβα που θα αποτελέσουν τα στερεότυπα της γοτθικής λογοτεχνίας, δηλαδή τον σκοτεινό ήρωα, την οργιώδη και ομιχλώδη φύση, τον αρχετυπικό πύργο με τις κρύπτες και τα υπόγεια, τα ασαφή όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, καθώς και τη διαρκή παρουσία του μεταφυσικού. Εδώ, όπως και σε μεταγενέστερα έργα της γοτθικής λογοτεχνίας συχνά τα κτίσματα δίνουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας. Το ίδιο συμβαίνει με τη φύση. Το φυσικό περιβάλλον και η ψυχή των ανθρώπων βρίσκονται σε διαρκή διάλογο. 

Το Κακό παραμονεύει για να παγιδεύσει τους ήρωες στο πρώτο ηθικό τους ολίσθημα. Στην περίπτωση του Μάνφρεντ γίνεται σταδιακά σαφές ότι το σκοτάδι έχει αρχίσει να καταλαμβάνει την ύπαρξή του. Αγνοεί επιδεικτικά τη σύμφωνη με την εποχή ιεραρχία του σύμπαντος και διαπράττει μια σειρά από ύβρεις με θύματά του τη γυναίκα του Ιππολύτη και την κόρη του Ματθίλδη. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως, δύσκολα γλιτώνει κάποιος από τη νέμεση όταν περιφρονήσει το ανθρώπινο μέγεθός του. 

«Το κάστρο του Οτράντο» του Οράτιου Ουόλπολ, σε μετάφραση του Μάκη Πανώριου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος.