Είμαι ολυμπιακός, είμαι οπαδός του Ολυμπιακού. Είμαι τυφλωμένος, παθιασμένος, τρελαμένος με την ερυθρόλευκη φανέλα. Είμαι ολυμπιακός από τον καιρό του Νίκου Γουλανδρή.
Έχω ακόμη τις αφίσες και τις φωτογραφίες του Υβ, του Αργυρούδη, του Γιούτσου, του Βιέρα, του Λοσάντα, του Κελεσίδη και φυσικά του Νίκου Γουλανδρή, του μόνου προέδρου που επέτρεψα στον εαυτό μου να λατρέψει. Το παράδοξο είναι πως κυρίως είμαι ολυμπιακός και στη συνέχεια ό,τι άλλο. Προερχόμενος από μια παραδοσιακή συντηρητική οικογένεια γνώρισα τις ιδέες της Αριστεράς μέσα από τις ιστορίες για τον Ολυμπιακό: μέσα από τις ιστορίες του Ανδρέα Μουράτη, του φιλικού του Ολυμπιακού με την ομάδα της Μακρονήσου, του Νίκου Γόδα, του Μιχάλη Αναματερού, του Διονύση Γεωργάτου, του Ρομαίν Αργυρούδη.
Πραγματικότητα και μύθοι ‒από το ποδόσφαιρο και από την Αριστερά‒ μπλέχτηκαν στο μυαλό μου σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι δημιουργώντας τον ιδανικό καμβά όπου μπαινόβγαιναν και εξακολουθούν να μπαινοβγαίνουν ο Τρότσκι, ο Δαρίβας, ο Λίμπκνεχτ, ο Κρητικόπουλος, η Λούξεμπουργκ, ο Αναστόπουλος, ο Λένιν, ο Ζιοβάνι, ο Ντουρούτι, ο Ριβάλντο, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Δεληκάρης (προτού αποφασίσει να δώσει τη δική του παράσταση ολοφυρόμενος πάνω από το φέρετρο του Αντώνη Μαντζαβελάκη), ο Μπουχάριν, ο Σέστιτς, ο Κον-Μπεντίτ, ο Κουσουλάκης, η Μάινχοφ, ο Μπέμπης, η Τσέτκιν και η Γκόλντμαν, ο Καραπιάλης και ο Βάζος, ο Τσε, ο Ντέταρι, ο Αντόνοφ-Οβσέγενκο και ο Μαγιακόφσκι, ο Προτάσοφ και ο Λιτόφτσενκο. Αυτός είναι ο δικός μου Ολυμπιακός. Εντελώς ανιστορικά συνυφασμένος με την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος.
Οι νίκες της ομάδας μου φάνταζαν στο μυαλό μου με προχώρημα της εργατικής συνείδησης και οι ήττες της επιβεβαίωναν το λενινιστικό «ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω».
Όταν για πρώτη φορά ακούστηκε η θεωρία «έξω η πολιτική από το γήπεδο» ‒για να είμαι ειλικρινής αυτό έγινε την εποχή της προεδρίας του Σωκράτη Κόκκαλη (που ο θεός να κόβει ημέρες από τους εχθρούς του εντός και εκτός Ολυμπιακού και να του τις χαρίζει σε χρόνια), ο οποίος εννοούσε κυριολεκτικά το «no politica»‒, δεν αιφνιδιάστηκα. Ούτως ή άλλως, στη διάρκεια της ιστορίας του Ολυμπιακού η μεγαλοαστική τάξη του Πειραιά προσπάθησε να ελέγξει και να καταπνίξει το εργατικό κίνημα στο λιμάνι μέσα από τη διοίκηση του Συνδέσμου, εξυπηρετώντας τόσο τα συμφέροντά της όσο και την εκάστοτε κυβέρνηση. Όμως πάντα υπήρχε αντίλογος, υπήρχαν ζύμωση και αντίδραση. Ακόμη και στις κερκίδες του Καραϊσκάκη.
Ο κόσμος του Ολυμπιακού μετέφερε στο γήπεδο τις αντιλήψεις τους και τους προβληματισμούς του και τους εξέφραζε με κάθε τρόπο. Αντιμετώπιζε το γήπεδο, την κυριακάτική συνήθειά του, σαν ένα ακόμη πεδίο δημοκρατίας και ώσμωσης, σύνθεσης μέσα από τη διαφορετικότητα. Προσέξτε: σύνθεσης και όχι υποταγής στα κελεύσματα των διοικήσεων του Συνδέσμου. Όχι ομοιογένεια, αλλά συνύπαρξη. Ομοιογένεια και υποταγή (ή μάλλον ομοιογένεια που απέρρεε από την υποταγή) απέπνεε η στάση μας το βράδυ που παίζαμε με τη Χέρτα Βερολίνου, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία από το κράτος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όταν η αμήχανη σιωπή μας (που σαφέστατα εκπορεύτηκε από την εντολή «no politica») έσπασε μόνο όταν οι Γερμανοί φαν σήκωσαν πανό για το νεαρό θύμα της αστυνομικής βίας.
Το «no politica» πέρασε και αυτό τις δικές του φάσεις. Γιατί ‒πώς να το κάνουμε;‒ άλλα χαρακτηριστικά είχε την εποχή Κόκκαλη (όταν έλεγε «no politica», το εννοούσε) και άλλη στις μέρες Μαρινάκη. Μέρες στις οποίες αλλάζει το περιεχόμενο του «no politica». Πλέον το βροντερό όχι στην πολιτική σημαίνει βροντερό αντικυβερνητικό όχι. Άρα η πολιτικοποίηση της «αιχμής του δόρατος» των οπαδών του Ολυμπιακού επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που αυτή ενσωματώνει την τρέχουσα αντικυβερνητική διάθεση των κομμάτων της μείζονος και της ήσσονος αντιπολίτευσης. Και να τα πανό για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και να να ακολουθεί η θέση της ΠΑΕ ότι «καμία υπογραφή δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που γράφει η ψυχή των Ελλήνων: Η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική» και να τα πανό για τις καταστροφές που έπληξαν τη Μάνδρα και το Μάτι. Φυσικά το οπαδικό κίνημα πρέπει να έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνία και πρέπει να δηλώνει «παρών» σε ό,τι κινεί και παρακινεί την κοινωνία. Δεν μπορώ παρά να επικροτήσω την ευαισθητοποίηση της Θύρας 7 σε σχέση με το Μάτι και τη Μάνδρα, αλλά αναζητώντας αντίστοιχες παρεμβάσεις των οργανωμένων οπαδών του Ολυμπιακού κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δυσκολεύομαι να τις βρω.
Ίσως το ψαχτήρι της Google να είναι ξεπερασμένο, ίσως πάλι να μην υπήρχαν. Και πώς είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό όταν από το 2010 με την έναρξη της εποχής των μνημονίων η ελληνική κοινωνία συνταράζεται από απίστευτους κλυδωνισμούς; Πού ακριβώς ήταν τότε η Θύρα 7; Ακολουθούσε τα άνωθεν κελεύσματα; Σιωπούσε επιδεικτικά; Κατανοώ απόλυτα το μπλέξιμο και το πλέξιμο της επιχειρηματικής ελίτ με το πολιτικό προσωπικό ‒σε συνθήκες καπιταλισμού ζούμε, διάολε‒, οπότε δεν μου φαίνεται παράδοξη η επιλεκτική σχέση που έχει αναπτύξει ο Βαγγέλης Μαρινάκης με την ηγέτιδα δύναμη της Δεξιάς. Επίσης, κατανοώ απόλυτα το γεγονός πως για να εξυπηρετήσει αυτό το μπλέξιμο και το πλέξιμο χρησιμοποιεί τον Ολυμπιακό. Αυτό που δεν μπορώ να κατανοήσω είναι για ποιον λόγο η Θύρα 7 ταυτίζει τον Ολυμπιακό με τον ιδιοκτήτη του; Όποιος βρίσκεται σε πόλεμο με τον πρόεδρο του Θρύλου αξιωματικά πολεμάει και τον Σύνδεσμο; Το ίδιο υποστήριζαν και την εποχή του Κοσκωτά όταν αναρτούσαμε πανό με το σύνθημα «Κράτος είναι ο Ολυμπιακός»; Ε, όχι λοιπόν. Ούτε κράτος είναι ο Ολυμπιακός ούτε παρακράτος. Είναι λατρεία, πάθος, καψούρα, τρέλα, μαγεία. Αλλά κράτος και παρακράτος είναι μόνο στο μυαλό ανθρώπων που δένουν τα συμφέροντά τους με τον Ολυμπιακό Σύνδεσμο Φιλάθλων Πειραιώς και εξαρτούν τον πλούσιο ή φτωχό βιοπορισμό τους ή ακόμη και την επιβίωσή τους από την κοινωνική του δυναμική.
Είμαι Ολυμπιακός, πολιτικοποιημένος (ούτε μαρινακικός ούτε αντι-μαρινακικός) και επιστρέφω τις απειλές που εκτόξευσε σήμερα η Θύρα 7 εναντίον των οπαδών του Θρύλου που εργάζονται στο Documento και στο Κουτί της Πανδώρας. Εγώ θα πάω στο γήπεδο χωρίς δεύτερες σκέψεις και δίχως δεύτερη σκέψη γιατί είμαι παθιασμένος ολυμπιακός. Δεν είμαι υπάλληλος. Θα πάω και θα εκφράσω τη διαφωνία και με τη σημερινή κυβέρνηση και με την τακτική που ακολουθεί ο πρόεδρος Βαγγέλης Μαρινάκης στον Ολυμπιακό. Είμαι ένας άρρωστος οπαδός του Ολυμπιακού, που στο μυαλό μου είναι αξεδιάλυτα δεμένος με την Αριστερά (την αναρχική και την κομμουνιστική) και κανένα χυδαίο πολιτικό παιχνίδι δεν πρόκειται να με αποκόψει από τον εθισμό μου. Είμαι ολυμπιακός από την εποχή του Νίκου Γουλανδρή ‒ ο μόνος πρόεδρος που άξιζε τη λατρεία του κόσμου.