Ο «νονός» των μπλουζ της Βρετανίας

Ο «νονός» των μπλουζ της Βρετανίας

Τέλος εποχής η απώλεια του ταλαντούχου Τζον Μάγιαλ που πέρασε ήδη στη μουσική ιστορία

Η απώλεια του Τζον Μάγιαλ σηματοδοτεί ακόμη ένα τέλος εποχής για τη διεθνή ροκ μουσική. Αν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, πιθανόν η καριέρα συναδέλφων του πολύ πιο διάσημων απ’ αυτόν, όπως ο Ερικ Κλάπτον, αλλά και συγκροτημάτων, όπως οι Fleetwood Mac, να μην είχε εκτιναχτεί στην κορυφή ή τουλάχιστον να είχε πάρει διαφορετική τροχιά.

Μιλάμε για την περίοδο των αρχών της δεκαετίας του ’60 όταν ταυτόχρονα με την περίφημη «βρετανική εισβολή» συγκροτημάτων όπως οι Beatles, οι Kinks, οι Who και, φυσικά, οι Rolling Stones, οι νεαροί μουσικοί της γηραιάς Αλβιόνας μπόλιαζαν τη μουσική τους με τα μπλουζ από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Ο Τζον Μάγιαλ ήταν αυτός που κατά κάποιον τρόπο έκανε γνωστούς στη χώρα του τους Αμερικανούς Τζον Λι Χούκερ, Λεντμπέλι, Πάιντοπ Σμιθ κ.ά.

Γιος ενός μουσικού που έπαιζε σε παμπ του Μάντσεστερ, ο Μάγιαλ γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1933 και από τα παιδικά του χρόνια άρχισε ν’ ασχολείται με την αμερικανική τζαζ και μπλουζ μουσική. Από νωρίς έδειξε την έφεσή του στη φυσαρμόνικα, την κιθάρα, αλλά και στο τραγούδι. Την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα την αγόρασε στην Ιαπωνία, σε μια άδεια από τη στρατιωτική θητεία του στην Κορέα.

Με την επιστροφή του στην Αγγλία σπούδασε στο Κολέγιο Τεχνών του Μάντσεστερ και το 1963, στα 30 του, μετακόμισε στο Λονδίνο με σκοπό να αφιερωθεί στη μουσική. Ωστόσο, στο ταλέντο του στα εικαστικά οφείλεται και η εξαιρετική δουλειά που θα έκανε ο ίδιος για τα εξώφυλλα των μετέπειτα δίσκων του. Βασική επιρροή του ήταν ο Βρετανός – με ελληνικές ρίζες– Αλέξις Κόρνερ (1928-84), γνωστός και ως «πατέρας των βρετανικών μπλουζ».

Οι θρυλικοί Bluesbreakers

Το 1963 φτιάχνει τους θρυλικούς Bluesbreakers, με τους οποίους έμελλε να ανοίξουν την επόμενη χρονιά τις συναυλίες του Τζον Λι Χούκερ επί βρετανικού εδάφους. Στα τέλη του 1964 κι ενώ κυκλοφορεί ένα πρώτο λάιβ άλμπουμ η εμπορική αποτυχία της σύνθεσής του «Crocodile walk» σε σινγκλ οδηγεί στην άρση της εμπιστοσύνης της δισκογραφικής προς το πρόσωπό του. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο τους το 1965, όταν στους Bluesbreakers μπήκε ο 20άχρονος Ερικ Κλάπτον αντικαθιστώντας τον κιθαρίστα Ρότζερ Ντιν.

Κι όταν ο Κλάπτον έφυγε για ένα φεγγάρι στην Ελλάδα και τον αντικατέστησε ο άλλος μεγάλος κιθαρίστας, ο Πίτερ Γκριν, ο Τζον Μάγιαλ πάντα τον περίμενε πιστεύοντας στο τεράστιο ταλέντο του. Με την επιστροφή τού Κλάπτον στην Αγγλία οι δυο τους μοιράστηκαν ηχογραφήσεις στο περιθώριο της συνεργασίας τους στους Bluesbreakers. Μια συνεργασία που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το άλμπουμ «John Mayall and The blues breakers with Eric Clapton» (1966) στην Decca, το οποίο περιείχε κυρίως διασκευές σε μπλουζ του Σικάγο και μέχρι σήμερα θεωρείται all time classic.

Τη χρονιά εκείνη ο Κλάπτον αποχώρησε για να ενταχθεί στο σούπερ τρίο των Cream, μια κίνηση που κόστισε στον Μάγιαλ, αφού ο Κλάπτον δεν του είχε πει τίποτε. Ετσι, ο Μάγιαλ κατάφερε να πείσει τον Πίτερ Γκριν να επιστρέψει στους Bluesbreakers και μαζί να κυκλοφορήσουν το άλμπουμ «A hard road» (1967), που επίσης έγινε must για κάθε σοβαρή μπλουζ – ροκ δισκοθήκη μες στα χρόνια.

Ο Πίτερ Γκριν ωστόσο άφησε κι αυτός τους Bluesbreakers για να σχηματίσει το δικό του συγκρότημα, τους Fleetwood Mac, κι έτσι η επόμενη κίνηση του Μάγιαλ ήταν να πάρει κιθαρίστα τον Μικ Τέιλορ. Ο Μικ Τέιλορ συμμετείχε συνολικά σε τρεις δίσκους του Τζον Μάγιαλ μέχρι το 1968, αφού την επόμενη χρονιά θα ακολουθούσε τους Rolling Stones. Τελευταίος σημαντικός κιθαρίστας στην μπάντα του Μάγιαλ ήταν ο Χάρβεϊ Μάντελ από τους Canned Heat, ο οποίος συμμετείχε στα άλμπουμ της πρώιμης αμερικανικής περιόδου του Βρετανού μουσικού.

Στο Λος Αντζελες

Διότι στις αρχές του 1970 ο Μάγιαλ μετακόμισε στο Λος Αντζελες των ΗΠΑ παραμένοντας ενεργός δισκογραφικά και συναυλιακά και υιοθετώντας ένα πιο τζάζι ύφος, συνεργαζόμενος με την αφρόκρεμα των Αμερικανών μουσικών της εποχής του.

Το 1979 μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι του στο Λόρελ Κάνιον, καταστρέφοντας μαζί και το προσωπικό του αρχείο που περιείχε το ημερολόγιό του από την εφηβεία του, αντίκες του 16ου αιώνα και μια συλλογή σπάνιου πορνογραφικού υλικού από το 1800. Με όλα τα κατά καιρούς μέλη των Bluesbreakers συναντήθηκε πάλι τη δεκαετία του 1980 ενώ το 2001, σε ώριμη ηλικία, με αφορμή τα 40 χρόνια του στη μουσική κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ στο οποίο συμμετείχαν εκτός από τους Bluesbreakers και άλλοι μπλουζ μουσικοί, όπως ο Κρις Ρία, ο Γκάρι Μουρ και ο Οτις Ρας.

Το 2019 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Blues from Laurel Canyon: My life as a bluesman», ενώ μόλις πριν από λίγους μήνες εντάχθηκε στο περίφημο μουσείο του Rock and Roll Hall of Fame.

Είχε κάνει δύο γάμους από τους οποίους απόκτησε έξι παιδιά και έξι εγγόνια. Πέθανε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια τη Δευτέρα 22 Ιουλίου, έχοντας συμπληρώσει τα 90 του χρόνια. Ο Τζον Μάγιαλ, ο επονομαζόμενος και «νονός των βρετανικών μπλουζ», έχει περάσει ήδη στην ιστορία της διεθνούς ροκ σκηνής.

Διαβάστε επίσης:
Documento Newsletter