Η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Μάικ Πομπέο ότι «η ίδρυση ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Οχθη δεν είναι καθαυτή ασυνεπής με το Διεθνές Δίκαιο», παρότι αυθαίρετη και άτοπη, δεν προκαλεί έκπληξη.
Η αρχή είχε γίνει με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον Δεκέμβριο του 2017 και με τη μεταφορά εκεί της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ. Αναμενόμενες ήταν και οι αντιδράσεις των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεμονωμένων κρατών που –ορθώς– επέκριναν την αλλαγή της στάσης που διατηρούσε τα τελευταία 40 χρόνια η αμερικανική ηγεσία προς τη νεοαποικιακή τακτική του Ισραήλ, την οποία επίσημα απέρριπτε μέχρι σήμερα. Πού στοχεύουν, όμως, αυτές οι δηλώσεις;
Επί της ουσίας, πουθενά. Η όποια αντίδραση της διεθνούς κοινότητας βαλτώνει στο επίπεδο των ανακοινώσεων, της αναγνώρισης της καταπάτησης του Διεθνούς Δικαίου, άντε και μιας υποτυπώδους επίπληξης. Ο αντίκτυπος αυτής της αδράνειας είναι ήδη ορατός: ο πλήρης παραγκωνισμός του Διεθνούς Δικαίου χάριν του «νόμου της ζούγκλας», όπως χαρακτήρισε ο Παλαιστίνιος επικεφαλής των διαπραγματεύσεων Σάιμπ Ερεκάτ τον άναρχο εποικισμό που επιβάλλει το Ισραήλ στη Δυτική Οχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ, ο οποίος έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια με την ανοχή και υποστήριξη της κυβέρνησης Τραμπ.
Όσο η διεθνής κοινότητα αρκείται σε ανακοινώσεις κατά της ισραηλινής νεοαποικιοκρατίας τόσο θα συνεχίζεται η γκετοποίηση των Παλαιστινίων στην ίδια τους τη γη, όπου κάθε χωριό τους χωριστά περικυκλώνεται από ισραηλινούς οικισμούς στερώντας τους το δικαίωμα στην ενιαία γη.