Ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης μιλάει για τη μουσική αλλά και για την αξία τού να είναι κανείς φειδωλός στον δημόσιο λόγο, με αφορμή την παράσταση «Μάρθα: Μια ιστορία από το Μεσολόγγι» που ανεβαίνει στην ΕΛΣ.
Ο Νίκος Ξυδάκης, ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συνθέτες, που παραμένει παραγωγικός και δραστήριος, είναι εξαιρετικά φειδωλός στις συνεντεύξεις του. Εχει άποψη γι’ αυτό, την οποία εξέθεσε μεταξύ άλλων στην ακόλουθη συνομιλία μας, η οποία είχε αφορμή την επικείμενη παρουσίαση του έργου «Μάρθα: Μια ιστορία από το Μεσολόγγι» στην Εθνική Λυρική Σκηνή, σε δική του μουσική και σε λιμπρέτο του Διονύση Καψάλη (Δευτέρα 24/3, θέατρο Ολύμπια). Αφηγητής θα είναι ο Θανάσης Παπαγεωργίου και ερμηνευτές η Ειρήνη Δερέμπεη και ο Τάσος Αποστόλου.
Σας συναντώ λίγες μέρες πριν από την παράσταση της «Μάρθας», ενός γυναικείου προσώπου βασισμένου στον Διονύσιο Σολωμό.
Η Μάρθα είναι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται στα ιταλικά «Σχεδιάσματα» του Σολωμού, επεξεργασμένο από τον Καψάλη που έγραψε το λιμπρέτο. Ηταν μια ανάθεση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Το παράγγειλε ο Κουμεντάκης κι έτσι προχωρήσαμε με τον Καψάλη στη δημιουργία του έργου. Θα το χαρακτήριζα καταρχάς μια μουσικοποιητική σύνθεση εν είδει αγρυπνίας, σαν να συντελείται μέσα σε μια άχνα της νύχτας και μ’ ένα ισχυρό στοιχείο υποβολής. Μέσα απ’ τη Μάρθα βλέπει κανείς και όλο το συγκλονιστικό γεγονός της Εξόδου του Μεσολογγίου όχι τόσο από την επική και ηρωική πλευρά του. Η Μάρθα είναι μια συγκινητική μορφή που νομίζω πως καθρεφτίζεται και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», αυτή δηλαδή η ταλάντευση ανάμεσα στον πόθο για την ελευθερία και την αγάπη για τη ζωή συγχρόνως.
Κατά έναν τρόπο μοιάζει να επιστρέφετε στον Σολωμό πολλά χρόνια μετά τις μελοποιήσεις σας.
Από τη δική μου πλευρά είναι σαν ένα μεγάλο τραγούδι αυτό που κάνουμε. Μια ελεύθερη φόρμα που συμπεριλαμβάνει μονωδίες της ίδιας της Μάρθας με λυρικό χαρακτήρα μέσα από τον έμμετρο στίχο του Καψάλη. Υπάρχει το αφηγηματικό στοιχείο ενός ελληνικού ρετσιτατίβο και με ιντερμέδια – αναφορές στη δυτική μουσική. Υπάρχει επίσης μια ορχήστρα, το Polis Ensemble, που δίνει τη δυνατότητα στους μουσικούς να μην αρκεστούν στην παράδοση, αλλά να αξιοποιήσουν τη λόγια παιδεία τους, αφού έχουν μεταγράψει έργα κλασικών Ελλήνων συνθετών, όπως του Καλομοίρη. Αυτή η σύγχρονη προσέγγιση περιλαμβάνει ένα πιάνο με ουρά κι ένα βιολοντσέλο για να ακροβατήσει η μουσική ανάμεσα σε δυτικά και ανατολικά στοιχεία.
Πόσο καιρό δουλεύατε το έργο;
Ομολογώ όχι πολύ, παρότι ήταν παραγγελία και μάλιστα λέγαμε με τον Καψάλη πως επιτέλους κάποιος μας κάνει μια ανάθεση μ’ ένα έργο που έχει χρονικά περιθώρια παράδοσης. Τηρήσαμε όλα τα ελληνικά δεδομένα, που είναι ο θεός της τελευταίας στιγμής, και ευτυχώς ενώ το αποτέλεσμα φαίνεται μακροχρόνιο τελικά είναι βραχυχρόνιο.
Σας αρέσει να δουλεύετε κατά παραγγελία;
Δουλεύεις χωρίς την πίεση που σου βάζει καμιά φορά ο ίδιος σου ο εαυτός, να έχεις δηλαδή απεριόριστο χρόνο για να φτιάξεις το «αριστούργημα» και δεν αποκλείεται να φτιάξεις μια «πατάτα». Γεννιέται ακόμη κάτι άλλο απ’ ό,τι θα έκανες μόνος σου, γιατί εμπλέκονται κι άλλοι παράγοντες, σαν να έγραφες μουσική για κινηματογράφο που είναι ορισμένο το περιεχόμενο. Μπαίνεις σε μια τάξη, αρκεί να έχεις κι ένα υπόβαθρο.
Κι εσείς το είχατε με τη μεγάλη πείρα σας στη μουσική για κινηματογράφο και θέατρο.
Πάντα βέβαια με καλούσαν για πράγματα που είχαν ως δεδομένο το ότι εγώ έγραφα μουσική που παραπέμπει στην παράδοση. Οπου δημιουργούνταν ανάγκες για μουσικές με βυζαντινά ψήγματα, η φαντασία των δημιουργών πήγαινε σε μένα. Λογικό, αφού είχα τέτοια συγγενικά στοιχεία στην «Ολγα Ρόμπαρντς» του Βακαλόπουλου ή στην «Ηλέκτρα» όταν πρωτόγραψα μουσική για αρχαία τραγωδία. Το ίδιο και στις δύο τρεις δουλειές που έχουμε κάνει με τον Θανάση Παπαγεωργίου.
Πρόσφατα κάνατε και τον «Ασωτο καιρό», τον τελευταίο σας δίσκο για τη φωνή της Βερόνικας Δαβάκη.
Κυκλοφόρησε ψηφιακά αλλά και σε βινύλιο, έχοντας γραφτεί μέσα στην περίοδο της πανδημίας. Κάποια στιγμή άκουσα τη Βερόνικα, που μου άρεσε η φωνή της, και είπα να ξαναγράψω τραγούδια ετερόκλητα έπειτα από πολύ καιρό. Τα γράψαμε εντελώς ζωντανά στο στούντιο, σαν να μαζεύτηκε μια παρέα και περνούσε δημιουργικά τις βραδιές του εγκλεισμού. Η δισκογραφία είναι πλέον δύσκολο σπορ, αφού με την υπερπληροφόρηση συναντάμε μια φλυαρία και όχι μόνο στη μουσική. Κατά συνέπεια, πρέπει να «κυνηγήσει» κανείς άλλες παραμέτρους που δεν έχουν καμία σχέση με τα τραγούδια. Δεν υπάρχουν πια οι εταιρείες ως διαμεσολαβητές με την ίδια την κοινωνία, ενώ αρκείσαι σε μερικά μόνο ραδιόφωνα, της επαρχίας κυρίως, και στις συναυλίες. Καταλαβαίνεις από ποια τραγούδια «περνάνε» πως το πράγμα είναι λίγο στημένο. Δεν το κατέχω καλά για να είμαι πολύ επικριτικός ή για να λέω ότι τα πράγματα γίνονται αξιοκρατικά ή τυχαία. Σίγουρα κάπως καναλιζάρονται. Ειδικά εμένα μ’ ενδιαφέρει να καταγράφεται ένα υλικό, παρόλο που κι αυτό δεν είναι εύκολο χωρίς ουσιαστική παραγωγή από πίσω. Ολο το βάρος πέφτει πάνω σε μια μονάδα, έναν άνθρωπο που πρέπει να έχει αντοχές. Ακόμη όμως και στα «λυρικά χρόνια» της δισκογραφίας τα πράγματα σου έδιναν την ίδια τη δύναμη. Το θέμα είναι να μην πειράξει τον πυρήνα σου η όλη εξωτερική συνθήκη, να μη σε τρώει αυτό το νέο είδος στρατηγικής.
Η τωρινή επαφή δεν ενδείκνυται για μια έκρηξη δημιουργικότητας;
Ανέκαθεν πίστευα πως ο χρόνος της τέχνης είναι αργός. Δεν σημαίνει πάντοτε ότι όταν βράζει κάτι θα βγάλεις το καλύτερο. Είναι σαν να γράφεις ένα ερωτικό τραγούδι και να σου λένε: «Πω, πω, έχεις ερωτευτεί». Και μέσα σε μια τέτοια συνθήκη εσύ μπορεί να έχεις γράψει το χειρότερό σου. Οταν έγραφα το «Ερωτικό» του Λαπαθιώτη με την Αρβανιτάκη, δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια αιτία.
Αν θυμάμαι καλά, επρόκειτο να δοθεί σε άλλη τραγουδίστρια αυτό το κομμάτι;
Υπήρχαν δυο τρία αδέσποτα τραγούδια μου εκείνη την εποχή, χωρίς να έχω τη σκέψη ενός κύκλου τραγουδιών. Στην πρώτη φάση θα τα έλεγε η Χάρις Αλεξίου και είχαμε κάνει κάποιες συναντήσεις. Δεν τα θέλανε, όμως, τα τραγούδια – μιλάω για τους παραγωγούς πιο πολύ. Ηρθαν στο σπίτι, τ’ άκουσαν και μου είπαν ότι ήθελαν τραγούδια «για την πλέμπα». Το σχέδιο ναυάγησε και μετά ήταν να τα πει η Γαλάνη, που έβγαζε όμως άλλον δικό της δίσκο. Επειδή εγώ δεν ήμουν για να δίνω τραγούδια που θα «κάθονται», βρήκα την κατάλληλη φωνή στην Ελευθερία. Μόλις την είχα γνωρίσει και έκανα το «Κοντά στη δόξα μια στιγμή», έναν μάλλον αιρετικό δίσκο, που γράφτηκε σχεδόν παράνομα σ’ ένα αυτοσχέδιο στούντιο. Στο σπίτι του φίλου Κώστα Γουδή όπου γράφαμε εμφανίστηκε ο Χρήστος Βακαλόπουλος και μου έφερε στίχους του Θοδωρή Γκόνη. Ηταν ακόμη μαζί μας ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και ο Ρος Ντέιλι, ενόσω εγώ ήμουν μες στον ενθουσιασμό αντιλαμβανόμενος τις δικές μου καταβολές. Ηταν μια παλινδρόμηση μετά τον δίσκο «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα» που είχα κάνει. Θα τραγουδούσε ο Παπάζογλου, αλλά μετά άλλαξε γνώμη και ψάχναμε φωνή ανδρική μαζί με τον Πατσιφά. Ετσι καταλήξαμε στον Λιδάκη και στη Γλυκερία, με τον Πατσιφά να μου λέει: «Παιδί μου, να τα πεις εσύ». Υστερα από τρεις μέρες πέθανε ο Πατσιφάς κι έμεινα μετέωρος για ένα διάστημα. Ευτυχώς οι υπόλοιποι σεβάστηκαν την επιθυμία του, αφού ο Πατσιφάς εξακολουθούσε να λειτουργεί κάπως σαν φάντασμα.
Στη «Μάρθα» χρησιμοποιείτε δύο τραγουδιστές που απέχουν απ’ το λεγόμενο mainstream, την Ειρήνη Δερέμπεη και τον Τάσο Αποστόλου.
Ο Τάσος είναι λυρικός τραγουδιστής με ευαισθησία απέναντι σε ένα πιο έντεχνο ρεπερτόριο. Η Ειρήνη είναι κατεξοχήν παραδοσιακή τραγουδίστρια. Θα ’ναι έκπληξη τώρα λόγω των μονωδιών που της δόθηκαν. Η ίδια η μουσική μού υπαγόρευσε αυτούς τους ερμηνευτές, όπως μου υπέβαλε και τα όργανα, γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα τραγουδήσω εγώ. Ο ρόλος του ποιητή ανήκει στον Τάσο, όπως ανήκε στον Τάση Χριστογιαννόπουλο κατά το πρώτο ανέβασμα του έργου προς διαδικτυακή χρήση εν μέσω Covid. Με αφορμή την επέτειο για την Ελληνική Επανάσταση το έργο τώρα βγαίνει στο φως. Θεωρώ ότι έγινε μια ωραία διανομή, αξιοποιώντας και τη σκηνική παρουσία των συντελεστών.
Το «Γρήγορα η ώρα πέρασε» ήταν ένας απ’ τους τελευταίους δίσκους λόγιου τραγουδιού.
Δεν είναι σαφή τα όρια κάποιων όρων που μεταχειριζόμαστε. Μπορεί όντως να υπάρχουν στοιχεία λαϊκότητας και έντεχνου, αλλά ένα έργο δεν ιδεολογικοποιείται. Μετά αρχίζει το ένα να αντιτίθεται στο άλλο και στις επιλογές σου. Το έζησα με την «Εκδίκηση της γυφτιάς», που έγινε σαν απάντηση στον μεγαλοϊδεατισμό της μεταπολίτευσης. Αντιμετωπίζω το ελληνικό τραγούδι σαν ένα σώμα ολόκληρο και νομίζω πως παντού έχουν γραφτεί πολύ ωραία τραγούδια. Ο δημιουργός δεν είναι μονοσήμαντο πράγμα κι έχει δικαίωμα στις μεταμορφώσεις, όμοιες με τις μετατροπίες της μουσικής. Ο Μπιθικώτσης, ας πούμε, καταχωρήθηκε στο λαϊκό ρεπερτόριο ενώ ήταν ευρύτερος ερμηνευτής. Εντάξει, δεν έλεγε γερμανικά λιντ, αλλά τραγουδούσε ποίηση με επάρκεια.
Θα σας δούμε κι εσάς στη σειρά ντοκιμαντέρ με την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας;
Με κάλεσαν και μένα, αλλά ομολογώ πως δεν πήγα. Δεν εμπιστεύομαι την τηλεόραση. Αν κάνει κανείς ένα εγχείρημα, πρέπει να είναι σοβαρό και να έχει προηγηθεί έρευνα μακροχρόνια. Θεμιτό είναι βέβαια, δεν λέω να μη γίνει, αλίμονο, απλώς η τηλεόραση συνήθως πετσοκόβει. Δεν μου ταιριάζει αυτή η εξουσία της τηλεόρασης.
Για τη διαβόητη διάλυση της Αριστεράς τι θα λέγατε;
Δεν τη βλέπω και τόσο διαβόητη. Βοά ότι δεν είναι διαβόητη. Μου φαίνεται φυσική συνέπεια, δεδομένης μιας παράδοσης φαγωμάρας μέσα στα προοδευτικά κινήματα, όπως ιδεοληψίες από μια ομάδα εις βάρος της άλλης κ.λπ. Σέβομαι το τι πρεσβεύει ένας άνθρωπος, ακόμη και μια ομάδα. Προέρχομαι από μια σιωπή και μέσω της μουσικής προσπάθησα να έχω μια παρουσία με ειλικρίνεια και μια πιο βαθιά πίστη σε κάτι. Μην ξεχνάμε πως εγώ ερχόμουν και από έναν άλλο κόσμο κι εκείνη την εποχή δεν μου πήγαινε να υιοθετήσω ιδέες, οι οποίες τελικά θα εφαρμόζονταν κατά το λιγότερο δυνατό. Βρέθηκα νωρίς σ’ ένα περιβάλλον πιο επιλεκτικό απέναντι σε στρατεύσεις. Παρέμεναν οι ιδέες και άλλαζαν οι συμπεριφορές. Εβλεπα τον εαυτό μου ανάμεσα σε τροτσκιστές, μαοϊκούς κ.λπ. σαν μια φοινικιά, κάτι εξωτικό. Κι αυτό κέρδος το θεωρώ για τον εαυτό μου. Η σημαντικότερη πολιτική πράξη που μπορώ να κάνω είναι η βελτίωση του εαυτού μου.
Τι ρόλο έπαιξε τελικά η σιωπή στη ζωή σας;
Είναι παρεξηγημένη έννοια η σιωπή και πολύ ευαίσθητο πράγμα ο δημόσιος λόγος. Συχνά ένας αφασικός λόγος εκφέρεται ως δημόσιος. Είναι σαν να μην ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε, αφού για τα πάντα, είτε μιλάς για πολιτική είτε για τέχνη είτε για επιστήμη, πρέπει να ξέρεις και την ανάλογη ιστορία τους. Οταν μιλάς επί παντός επιστητού, δημιουργείται ένας θόρυβος παραμορφωτικός των πραγμάτων. Οταν γράφεις ένα τραγούδι, νιώθεις σαν να ανοίγει ένα παράθυρο και βλέπεις πιο φωτεινά τα πράγματα. Σκέψου να το συσκοτίζεις διαρκώς χωρίς λόγο. Είχε κάνα δημόσιο λόγο ο Σολωμός, είχε δώσει 300 συνεντεύξεις; Πάντα στα έργα ανατρέχουμε για να παρηγορηθούμε. Είναι σαν να σ’ ενδιαφέρει ο Ευριπίδης που λένε μέχρι σήμερα ότι τον απατούσε η γυναίκα του. Ας τον απατούσε, τι να κάνουμε τώρα; (γέλια)
Γνωρίζω πως δεν είστε άνθρωπος των τυμπανοκρουσιών, αλλά θα ήθελα ένα σχόλιό σας για τα Τέμπη και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Δεν θέλω να διακινδυνεύω πράγματα που ενίοτε χρησιμοποιούνται μικροπολιτικά. Με ρωτάνε αν θα κατέβω στις διαδηλώσεις και το βρίσκω πολύ προσωπικό θέμα. Δεν αισθάνομαι λόγω επωνυμίας πως είμαι κάνα πρότυπο. Πηγαίνω όπως κάθε πολίτης που δεν τον ξέρουμε. Ετσι, θέλω να ’μαι χαμένος μες στο πλήθος, κατέβω – δεν κατέβω. Εδώ έχουμε μια ουσιαστική λαϊκή αντίδραση για λόγους πολιτισμού. Δεν θίγεται ένα κομμάτι πολιτικό μόνο αλλά και πολιτιστικό – πολιτισμικό, έχοντας να κάνει η αντίδραση του κόσμου με τόσους θανάτους. Δεν είναι απλώς διαδηλώσεις όλο αυτό το τελετουργικό.
Μια τελευταία ρηχή ερώτηση: Τι κάνετε κι έχετε τόσο πυκνό μαλλί σαν να είστε 30 χρόνων;
Οποτε με έβλεπε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, μου φώναζε: «Δεν έχεις ούτε μια άσπρη τρίχα». Δεν ζει, βλέπεις, για να του πω ότι έβγαλα άσπρες τρίχες. Ισως έχει να κάνει με τη μουσική παραδοσιακού ύφους που γράφω, η φύτρα μου δηλαδή μπορεί να συμβολίζει και τη ρίζα μου.