Το 1997 ο Παπάζογλου, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2011, είπε «ναι» στον ρόλο του «περαστικού» χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες και το μόνο που ρώτησε στο τέλος ήταν αν βοήθησε πραγματικά.
Ήταν το 1997 όταν έδινα εξετάσεις στο Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) για μεταπτυχιακές κινηματογραφικές σπουδές στο εξωτερικό, που ονειρευόμουν. Το σημαντικότερο μέρος των εξετάσεων ήταν το γύρισμα μιας μικρού μήκους ταινίας μέσα σε ελάχιστες ώρες – μεταφορά από δικό μας σενάριο. Στο σενάριό μου, που ήταν κωμωδία, χρειάζονταν τρεις χαρακτήρες: μία «κλέφτρα», ένας «ρακοσυλλέκτης» και ένας «περαστικός». Τους δύο πρώτους τούς είχα βρει. Για τον «περαστικό» είπαμε να βρούμε κάποιον εντελώς τυχαία. Φτάνουμε ξημερώματα στην Πλάκα, κατά τις 6, με ένα μίνι κινηματογραφικό συνεργείο της ΕΡΤ. Εκεί τον πρωτοείδα, στους «Αέρηδες», ντυμένο με το γαλάζιο πουκάμισο και το κόκκινο φουλάρι, όπως ακριβώς τον είχα δει λίγες μέρες πριν σε συναυλία του στο Κατράκειο της Νίκαιας. Ήταν ο Νίκος Παπάζογλου, ένας ροκ ήρωας των νεανικών μου χρόνων, ασχέτως αν ερμήνευε λαϊκά ή δημοτικοφανή τραγούδια, μα και υπέροχες μπαλάντες.
Θα έλεγα ότι το πιο ροκ στοιχείο του Παπάζογλου το συναντήσαμε στη «Ρωγμή του χρόνου» των Ξυδάκη – Ρασούλη με το φοβερό σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα από τον Δημήτρη Σταρόβα. Αυτό από μουσική άποψη, διότι αισθητικά ο Παπάζογλου ανέκαθεν ήταν πιο ροκ από άλλους κι άλλους δηλωμένους ροκάδες. Καθόταν κι έπινε καφέ μόνος του. Πιθανώς να ήταν ξενυχτισμένος από κάποιο πρόγραμμά του, κάποια συναυλία και απλώς αναζητούσε την ηρεμία λίγο προτού πάει για ύπνο. Τον πλησίασα και του την «έπεσα» με τη μία: «Κύριε Παπάζογλου, κάνω μια μικρού μήκους ταινία για να μπορέσω να φύγω στο εξωτερικό. Θα θέλατε να κάνετε ένα πέρασμα;». Ούτε καν ρώτησε ποιος είμαι και τι είδους ταινία κάνω. «Πάμε να το κάνουμε, αλλά πες μου ακριβώς τι θες να κάνω εγώ» μου απάντησε και κατευθείαν παράτησε τον καφέ του και σηκώθηκε όρθιος. Του υπέδειξα πως θα πρέπει να πάει στο περίπτερο, να κάνει ότι ψωνίζει κάτι και να έχει μια μικρή διάδραση με την «κλέφτρα» πρωταγωνίστρια.
Εκανε ακριβώς ό,τι του είπα με μια συγκινητική προθυμία. Οι υπάλληλοι της ΕΡΤ, που επέβλεπαν το γύρισμα, είχαν πάθει μεγαλύτερη πλάκα από μένα. «Μα, να έχεις τον Παπάζογλου στην ταινία σου;» έλεγαν και ξανάλεγαν. Οταν τελείωσε η σκηνή μέσα σε λίγα λεπτά, τραβηγμένη σε φιλμ Super 16 mm κιόλας, ανταλλάξαμε μια ζεστή χειραψία. Του είπα πως τον αγαπούσα για την τέχνη του, αλλά έπειτα απ’ αυτό θα τον αγαπώ και ως άνθρωπο. Επίσης, πως μάλλον δεν θα δει ποτέ την ταινία αυτή, αφού γίνεται στο πλαίσιο άσκησης. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Πες μου αυτό μόνο! Εγινε η δουλειά σου καλά, σε βοήθησα;».
Αυτός ήταν ο τεράστιος Νίκος Παπάζογλου, ένας υπέροχος καλλιτέχνης που ποτέ δεν τον ξανασυνάντησα, μα η είδηση του πρόωρου θανάτου του μου καρφώθηκε σαν μαχαιριά. Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Απριλίου 2011, μόλις στα 63 του χρόνια. Εναν χρόνο αργότερα, την ίδια μέρα ακριβώς, θα έφευγε από τη ζωή και ο «σύγχρονός» του, μεγάλο λαϊκό είδωλο, ο Δημήτρης Μητροπάνος, στα 64 του εκείνος.