Ο Νίκος, ο Μαχμούτ, ο Δημήτρης και οι άσπρες ποδιές της Βαρβακειου Αγοράς

Στη στήλη Όμορφοι Άνθρωποι συναντάμε τους μικρούς ήρωες αυτής της πόλης και μαθαίνουμε τις ιστορίες τους. Μικρά και μεγάλα θαύματα που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε!

Είμαστε στα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδας και η Άνοιξη δεν θέλει να έρθει. Πάντα αυτές οι ημέρες έχουν κάτι το αδιόρατα πένθιμο. Η γιαγιά μου έλεγε πως η φύση συμμετέχει στο πένθος. Σκέφτομαι, ποιο από όλα; Σα να μαζεύτηκαν πολλά τώρα τελευταία.

Βρίσκομαι στην Πλατεία Θεάτρου και κατευθύνομαι στη Βαρβάκειο Αγορά. Ακούω το soundtrack από τις «Νύχτες της Καμπίρια». Δεν ξέρω αν ταιριάζει με το συγκεκριμένο ρεπορτάζ, αλλά όλη η γλυκιά μελαγχολία του Νίνο Ρότα με βοηθάει να ξεμπλοκάρω από την ένταση των ημερών.

Αυτό που μου αρέσει στις υπαίθριες αγορές είναι το νταλαβέρι. Μου αρέσει αυτό το αλισβερίσι. Οι έμποροι διαλαλούν την πραμάτεια τους κι ο κόσμος περιμένει σαν ερωμένη ποιος θα την κερδίσει. Ο κ. Δημήτρης μου λέει πως δεν έχει σημασία μόνο το εμπόρευμα. Λίγο πολύ, εδώ όλοι το ίδιο πουλάμε. Έχει σημασία πως θα το πλασάρεις, ακόμα και ο τόνος της φωνής σου παίζει ρόλο «Αλλιώς μιλάμε άμα δούμε μια γυναίκα να κοιτάει και αλλιώς έναν μαντράχαλο. Πώς να το κάνουμε η γυναίκα θέλει και τη λεπτότητα της, το νάζι της». 

Κάθεται και κάνει τσιγάρο και αρχίζουμε την κουβέντα. Την δεκαετία του 70 στη Βαρβάκειο υπήρχε και η χοντρική και η λιανική. Μετά, η χοντρική μεταφέρθηκε στο Ρέντη και κάπως ξεκαθάρισαν τα πράγματα. Το να κατέβει κάποιος στην αγορά να ψωνίσει ήταν ολόκληρη διαδικασία. Συνήθως φορούσαν τα «καλά» τους ρούχα γιατί είχαν πάει πριν στην εκκλησία. Οι τσάντες τότε ήταν δίχτυα και υπήρχε εμπιστοσύνη.  Είχε ο καθένας τον προσωπικό του χασάπη και ψώνιζε. Ήξερε πως άμα ζητούσε συκώτι για αναιμικό παιδί θα έπαιρνε καθαρό συκώτι κι αν ζητούσε κόκαλο να κάνει σούπα σε έγκυο θα του έδιναν το κίτρινο. Τον κοιτάω περίεργα και το καταλαβαίνει «Όσο πιο κίτρινο το κόκκαλο τόσο ποιο πολύ ζωμό θα βγάλει». Αρχίζω και νιώθω λίγο περίεργα με όλη αυτή τη συζήτηση για τα μυστικά του κρέατος, εξάλλου, άλλο θέλω να μάθω και του ζητώ να μου περιγράψει τι έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια στη Βαρβάκειο.

«Όταν ήρθα εγώ από το Αγρίνιο υπήρχαν πάνω από 120 μαγαζιά μόνο στη στοά του κρέατος.  Ο καθένας με τον πάγκο του και το ταμείο του. Για να περάσει ο πελάτης όλη τη στοά ήθελε πάνω από δύο ώρες. Κάναμε κόντρα όχι ποιος θα φέρει το καλύτερο κρέας, αλλά ποιος θα πει την πιο έξυπνη κουβέντα για να γίνει παιχνίδι. Τώρα έχουμε μείνει μόνο 25-30 μαγαζιά και δεν πατάει άνθρωπος. Η νέα γενιά δεν μαγειρεύει. Βλέπει στην τηλεόραση να μαγειρεύουν και έρχεται εδώ και ζητάει δύο μπιφτέκια γαλοπούλας χωρίς λιπαρά. Τι να τους πεις. Δεν φταίνε κι αυτά τα καημένα, δεν τους αφήσαμε και εμείς τίποτα όρθιο».

Ο κ. Δημήτρης ήταν ιδιοκτήτης και τώρα είναι υπάλληλος. Με την κρίση αναγκάστηκε να δώσει τον «αέρα» του στην στοά και τώρα περιμένει να συμπληρώσει τα ένσημα του.

Λίγο πιο πέρα ο Μαχμούτ λέει πως το καλύτερο αρνί το έχει η Μυτιλήνη. Όχι, η Νάξος τον ρωτάω; Όχι, μου λέει, «Μόνο Μυτιλήνη και Σκόπια». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα από αυτά, οπότε θα συμφωνήσω μαζί του, όπως πριν συμφώνησα με κάποιον  που έλεγε Καβάλας. Μετά ακολουθεί ο εξής διάλογος με τον Μαχμούτ:

 -«είμαι από την Αίγυπτο»

-«Εγώ από Νεάπολη-Ελαφόνησο»

-«Δεν έχω πάει»

-«Ούτε εγώ στην Αίγυπτο»

-«Ναι, αλλά εμένα δεν με θέλουν εδώ»

-«Ε, καλά μη φανταστείς πως κι εγώ είμαι η ψυχή του πάρτι»

Γελάμε κι οι δυο και μου λέει να πάρω κατσικάκι μέχρι 12-13 κιλά, όχι παραπάνω γιατί είναι γέρικο. Με ρωτάει πόσο χρονών είμαι και του λέω, σίγουρα πάνω από 12-13 -και χρόνια και κιλά-.

Στην έξοδο ο κ. Νίκος ζητάει να μιλήσει, αρκεί να τα γράψω χωρίς να τον κόψω. Του γνέφω ναι και, έτσι τα μεταφέρω.

«Αυτό που συμβαίνει στο κέντρο είναι έγκλημα. Προσπαθούν να μας εξαφανίσουν. Γίνεται επίτηδες. Στην καραντίνα μας έκλεισαν και δεν άφηναν τον κόσμο να έρθει να ψωνίσει, αλλά τα μεγάλα σουπερ μάρκετ ήταν ανοιχτά. Δηλαδή, εδώ που είναι αεράτος ο χώρος θα κολλούσαν, ενώ στο σουπερ μάρκετ όχι; Πεινάσαμε. Το Σωματείο μας έστειλε πρόταση στον Μπακογιάννη να μας στηρίξει. Πως θα έρθει ο κόσμος αν δεν έχει που να βάλει το αμάξι του. Εδώ είναι περατζάδα, θέλεις χρόνο να «ψηθείς». Μας είχαν πει πως θα μας παραχωρήσουν δωρεάν παρκινγκ, τίποτα. Θέλουν να τα ξεπουλήσουμε όλα και να τα δώσουν σε μεγάλες επιχειρήσεις. Να γίνουμε προάστιο του Κολωνακίου.  Το ίδιο είχε γίνει με το Ψυρρή και το ΠΑΣΟΚ. Μας θεωρούν κατώτερους από αυτούς. Να το γράψεις αυτό. Όλοι οι πολιτικοί κλέβανε, μα έδιναν και κάτι στο λαό. Αυτοί δεν υπολογίζουν τίποτα. Όλα για την πάρτη τους».

Φεύγοντας βάζω να ακούσω πάλι Νίνο Ρότα. Ο Φελίνι έλεγε πως η ζωή είναι μια συνεχής διάψευση και μόνο όταν την μοιραζόμαστε έχουμε μια ελπίδα να επιβιώσουμε, αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε φαντάσματα της πόλης!!